Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Ευδοκία

Ευδοκία

Η Ευδοκία γεννήθηκε το 401 και πέθανε στις 20 Οκτωβρίου 460, ήταν σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β´ του Μικρού (408-450).

Αρχικώς ονομαζόταν Αθηναΐς. Καταγόταν από την Αθήνα και ήταν κόρη του Λεοντίου, καθηγητή της ρητορικής στην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Η Αθηναΐς, όπως και ο πατέρας της, ήταν εθνική (ειδωλολάτρις) στο θρήσκευμα και έλαβε αξιόλογη μόρφωση, αφού είχε διδαχθεί τον Όμηρο, τους τραγικούς, το Λυσία και το Δημοσθένη, νεοπλατωνική φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία.

Μετά τον θάνατο του πατέρα της, φαίνεται ότι αδικήθηκε από τα αδέλφια της στην διανομή της πατρικής περιουσίας και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 420 ή 421 για να διεκδικήσει το δίκαιό της. Φαίνεται ότι για τον λόγο αυτό ζήτησε την συνδρομή της αυγούστας Πουλχερίας, η οποία επιτρόπευε τότε τον αδελφό της Θεοδόσιο τον Β´ και αναζητούσε την εποχή εκείνη την κατάλληλη σύζυγο για τον μέλλοντα αυτοκράτορα. Η Πουλχερία, εκτιμώντας τα πολλά προσόντα της Αθηναΐδος, την θεώρησε ιδανική σύζυγο για τον αδελφό της. Αργότερα όμως οι δύο γυναίκες, αμφότερες ισχυροί χαρακτήρες, ήλθαν σε αντιπαράθεση.

Αφού η Αθηναΐς κατηχήθηκε και βαπτίσθηκε χριστιανή, μετονομασθείσα εις Ευδοκία, παντρεύτηκε τον Θεοδόσιο το 421 στην Κωνσταντινούπολη. Το 422, όταν γέννησε την πρώτη της θυγατέρα, την Ευδοξία, ονομάστηκε Αυγούστα. Τόσον η θέση της όσον και η μόρφωση και η ευφυΐα της της εξασφάλιζαν την δυνατότητα για την προώθηση της ελληνικής γλώσσας στην παιδεία, στην διοίκηση και στην δικαιοσύνη. Στην νέα αυτοκράτειρα φαίνεται να οφείλεται η ίδρυση του Πανδιδακτηρίου το 425. Η ανώτερη σχολή της Κωνσταντινούπολης αναδιοργανώθηκε, προωθήθηκαν η ελληνική γλώσσα και ρητορική και μειώθηκαν αντίστοιχα οι ώρες της λατινικής γλώσσας και ρητορικής. Δημιουργήθηκαν συγκεκριμένα δεκαπέντε έδρες για την ελληνική φιλολογία, δεκατρείς για την λατινική και μία έδρα φιλοσοφίας. Κατά την ίδια περίοδο η Ευδοκία φαίνεται να ασκεί την επιρροή της ώστε, διά διατάγματος πλέον, οι διαθήκες να συντάσσονται στην ελληνική γλώσσα, ενώ ήδη έχουμε τις πρώτες γνωστές δικαστικές αποφάσεις στην ελληνική. Ταυτοχρόνως, η ελληνική χρησιμοποιείται προοδευτικά και σε ορισμένους τομείς της διοικήσεως.

Η Ευδοκία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αφοσίωση στην χριστιανική πίστη, μετά δε τον γάμο της κόρης της Ευδοξίας με τον αυτοκράτορα της Δύσης Ουαλεντινιανό Γ´ το έτος 437, μετέβη χάριν προσκυνήσεως στα Ιεροσόλυμα, όπου και παρέμεινε επί δύο χρόνια. Κατά το ταξίδι της στάθμευσε στην Αντιόχεια, όπου και καυχήθηκε για την ελληνικότητά της. Κατόρθωσε δε να πείσει τον αυτοκράτορα να ανεγείρει διάφορα χρήσιμα για την πόλη έργα.

Η Ευδοκία επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη περί το τέλος του 439 και βοήθησε τον έπαρχο Κύρο να προαχθεί σε ύπαρχο. Ο πανίσχυρος όμως ευνούχος Χρυσάφιος κατηύθυνε τον Θεοδόσιο Β´ με πανουργία και δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις του με την Ευδοκία, η οποία συκοφαντήθηκε ότι διατηρούσε αθέμιτες σχέσεις με τον ανώτατο αξιωματούχο του παλατιού Παυλίνο. Μάλιστα ο Παυλίνος καταδικάσθηκε για τον λόγο αυτό σε θάνατο.

Η Ευδοκία διεπίστωσε ότι η παραμονή της στην Κωνσταντινούπολη θα συνεπάγετο συνεχείς τριβές με τον αυτοκράτορα αλλά και με την αυγούστα Πουλχερία, αγανακτισμένη δε κατέφυγε και πάλιν στους Αγίους Τόπους το 443, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της το 460. Δεν επέστρεψε δε στην Βασιλεύουσα ούτε μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου το 450. Κατά την διάρκεια της δεκαεπταετούς παραμονής της στους Αγίους Τόπους επεδόθη στην ανέγερση ναών, μονών και κοινωφελών ιδρυμάτων στα Ιεροσόλυμα, ενώ παράλληλα αφιερώθηκε στην μελέτη και την συγγραφή. Φαίνεται δε ότι κατά το διάστημα αυτό παρασύρθηκε από μονοφυσιτικούς κύκλους, αλλά με την βοήθεια των μοναχών Συμεών του Στυλίτου και Ευθυμίου του Μεγάλου επέστρεψε στην Ορθοδοξία.

Η Ευδοκία έγραψε αρκετά έργα, τα πλείστα των οποίων απωλέσθησαν. Μεταξύ των σωζόμενων περιλαμβάνονται στίχοι για τη νίκη του Θεοδοσίου Β´ εναντίον των Περσών, παράφραση της Οκτατεύχου και των προφητών Ζαχαρία και Δανιήλ, ευαγγελική ιστορία σε ομηρικούς στίχους και τρία βιβλία περί του μάγου Κυπριανού του Αντιοχέως.


De Siris