Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Ζωρζ Σαρή

Ζωρζ Σαρή

Η Ζωρζ Σαρή γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Μαΐου 1925 και πέθανε στην ίδια πόλη στις 9 Ιουνίου 2012, ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και συγγραφέας, κυρίως παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας.

Η ζωή της Ζωρζ Σαρή

Η Γεωργία Σαριβαξεβάνη (πραγματικό όνομα της Ζωρζ Σαρή) γεννήθηκε στις 23 Μαΐου του 1925 στην Αθήνα. Η μητέρα της ήταν Γαλλίδα από τη Σενεγάλη και ο πατέρας της από το Αϊβαλί. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Ελλάδα, όπου τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο. Πριν ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές της, άρχισε ο πόλεμος του 1940.

Στη διάρκεια του πολέμου η Ζωρζ Σαρή συμμετείχε στην Αντίσταση και στην ΕΠΟΝ. Περιγράφοντας εκείνα τα χρόνια η ίδια λέει: «Τα χρόνια της Κατοχής ήταν χρόνια χαράς και ελευθερίας». «Από δυστυχισμένοι γίναμε ευτυχισμένοι. Και αυτό γιατί διαλέξαμε το δρόμο της ζωής και ας υπήρχε θάνατος μέσα. Θρηνούσαμε και χαιρόμασταν όλοι μαζί. Δε φοβόμασταν όμως. Υπήρχε ένας στόχος, η απελευθέρωση».

Άρχισε από πολύ μικρή να ασχολείται με το θέατρο, με δάσκαλο το Βασίλη Ρώτα. Μεγαλύτερη, στα χρόνια της Κατοχής, και αφού τελείωσε το σχολείο, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη. Τα χρόνια εκείνα απέκτησε πολλές εμπειρίες, οι οποίες αποτέλεσαν αργότερα βασικό θέμα ορισμένων βιβλίων της.

Το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαδέχθηκε ο Εμφύλιος, κατά τη διάρκεια του οποίου η Ζωρζ Σαρή πληγώθηκε στο χέρι και στο πόδι από οβίδα και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «Αγία Όλγα». Αργότερα, το 1947, αναγκάστηκε να φύγει εξόριστη για το Παρίσι. Εκεί δούλεψε σε διάφορες δουλειές, ενώ συγχρόνως φοιτούσε στη σχολή του Σαρλ Ντιλέν. Στο Παρίσι γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους, όπως ο Κώστας Αξελός, η Μελίνα Μερκούρη, ο Άδωνις Κύρου, ο Μαρσέλ Μαρσώ και πολλοί άλλοι. Εκείνα τα χρόνια συνάντησε και τον Αιγυπτιώτη χειρουργό Μαρσέλ Καρακώστα, με τον οποίο παντρεύτηκε και έκαναν δύο παιδιά.

Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο δίπλα σε γνωστά ονόματα ηθοποιών. Η περίοδος αυτή διήρκησε μέχρι την εποχή της Δικτατορίας, όταν η Ζωρζ Σαρή και ορισμένοι φίλοι της ηθοποιοί αποφάσισαν να κάνουν παθητική αντίσταση και να μην ξαναπαίξουν στο θέατρο. «Δε φανταζόμασταν ότι θα κρατούσε τόσα χρόνια η Δικτατορία... Λέγαμε επτά μήνες, όχι επτά χρόνια!». Το καλοκαίρι εκείνο, στερημένη από κάποια μορφή έκφρασης, άρχισε να γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα. Ο Θησαυρός της Βαγίας ξεκίνησε σαν παιχνίδι με τα παιδιά που είχε γύρω της, όπως ομολογεί και η ίδια. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1969 και είχε μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση.

Το γεγονός αυτό στάθηκε καθοριστικό για τη Ζωρζ Σαρή, αφού από τότε αποφάσισε να στραφεί στο γράψιμο. Την προσωπική αυτή επιλογή δικαιολογεί η ίδια σε μια συνέντευξή της: «Στο γράψιμο βρήκα ό,τι δεν μπορούσα να βρω στο θέατρο, ίσως γιατί δεν ήμουν πρωταγωνίστρια και ίσως γιατί δεν ήμουν σε θέση να διαλέξω τους ρόλους που ο θιασάρχης ή ο σκηνοθέτης διάλεγαν για μένα. Τώρα φέρω ακέραιη την ευθύνη των βιβλίων μου. Κάνω αυτό που θέλω, αυτό που μπορώ».

Ωστόσο, η Ζωρζ Σαρή δεν έμεινε μόνο στη συγγραφή βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να διαδώσει το παιδικό βιβλίο και να κρατήσει ζωντανή και άμεση επαφή με το κοινό της. Έτσι, άρχισε να πηγαίνει σε σχολεία σε όλη την Ελλάδα και να κάνει ομιλίες. Κατά καιρούς, μέσα από κάποια άρθρα της και με τη συμμετοχή της σε λογοτεχνικές συζητήσεις, έλαβε ενεργό μέρος σε θέματα που αφορούσαν την παιδική λογοτεχνία, όπως τα κόμικς, η θεματολογία του παιδικού βιβλίου και η θέση της γυναίκας σε αυτό.

Το έργο της Ζωρζ Σαρή

Η Ζωρζ Σαρή, από το 1969 που πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το Θησαυρό της Βαγίας μέχρι σήμερα, έχει γράψει είκοσι μυθιστορήματα, μία νουβέλα, τέσσερα θεατρικά παιδικά έργα και εννιά βιβλία για μικρά παιδιά. Επίσης, στο ενεργητικό της έχει δεκατέσσερις μεταφράσεις μυθιστορημάτων από τα γαλλικά. Όλα τα βιβλία της έχουν κάνει αρκετές επανεκδόσεις και μερικά από αυτά έχουν βραβευτεί. Το 1994 η Νινέτ βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου, καθώς επίσης και από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (το βραβείο μοιράστηκε με τη Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου). Αργότερα, το 1999 ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου τής έδωσε ακόμη ένα βραβείο για το Χορό της ζωής. Το 1988 Τα Χέγια προτάθηκαν για το βραβείο Άντερσεν.

Πολυγραφότατη και πολυδιαβασμένη, ξεχωρίζει για τα θέματα που επιλέγει, για τους ανθρώπινους ήρωές της, που ζουν καθημερινά και αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της ζωής, για το απλό της ύφος, την απομάκρυνσή της από απλές και κλασικές αφηγηματικές τεχνικές, για την άμεση και μη διδακτική προσέγγιση και παρουσίαση του παιδιού μέσα από τα έργα της και για τη σφαιρική της όραση γύρω από το σύγχρονο παιδί. Αυτό που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου της είναι το βιωματικό γράψιμο και η ανάγκη της να εκφραστεί μέσα από αυτό. Μια ανάγκη που, όπως η ίδια ομολογεί, βοηθά τον συγγραφέα να σώσει τον εαυτό του: «Οι συγγραφείς γράφουν πριν απ’ όλα για τον εαυτό τους, για να εκφραστούν οι ίδιοι πριν απ’ όλα, για να σωθούν». Με το συγκεκριμένο τρόπο η Ζωρζ Σαρή μπορεί να «ζει» σε διαφορετικές καταστάσεις και εποχές και να τις αναπλάθει με μεγάλη πειστικότητα. Τα έργα της αποκτούν ζωντάνια και ρεαλιστική υπόσταση, ενώ οι αναγνώστες της «νιώθουν» ως δικό τους βίωμα αυτό που η συγγραφέας τούς έχει τόσο πειστικά μεταφέρει.

Το βιωματικό γράψιμο, ωστόσο, το οποίο έχει και η ίδια πολλές φορές παραδεχτεί, δεν αποκλείει τη δημιουργική φαντασία και τα μυθοπλαστικά στοιχεία, τα οποία ενυπάρχουν σε όλα τα έργα της. Στα βιβλία της «πλέκεται ο μύθος με την ιστορία» και έτσι χτίζεται το μυθ-ιστόρημα. Ο πυρήνας των έργων της μπορεί να είναι βιωματικός και να αγγίζει την πραγματικότητα, αλλά η ανάπτυξη της πλοκής τους εμπεριέχει πολλά φανταστικά στοιχεία.

Το 1994 βραβεύτηκε με το Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το μυθιστόρημα Νινέτ. Το 1995 και το 1999 βραβεύτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 1988 προτάθηκε για το βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ως ηθοποιός έχει βραβευτεί το 1960 με το βραβείο Β' Γυναικείου ρόλου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Πέθανε στις 9 Ιουνίου του 2012 σε ηλικία 87 ετών και στις 12 του ίδιου μήνα κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.

Θεματολογία και κριτική των μυθιστορημάτων παιδικής-εφηβικής λογοτεχνίας της Ζωρζ Σαρή

Ιστορικό-πολιτικό μυθιστόρημα

Τα έργα της Ζωρζ Σαρή αποτέλεσαν σταθμό για τη σύγχρονη παιδική και νεανική λογοτεχνία, καθώς συνέβαλαν στη μεταστροφή της τη δεκαετία του 1970. Η Σαρή, σύμφωνα με την Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, άρχισε να εισάγει στα βιβλία της την πολιτική σκέψη, που παύει να αποτελεί πια προνόμιο μόνο των μεγάλων. Με τα βιβλία της Όταν ο ήλιος…(1971), Κόκκινη κλωστή δεμένη…(1974), Τα γενέθλια (1977), Οι νικητές (1983), Τα χέγια (1987) εισάγει στο χώρο του παιδικού βιβλίου ιστορικά και πολιτικά γεγονότα για τα οποία κανείς δεν είχε μιλήσει μέχρι τότε. Για να το πετύχει αυτό, επιστρατεύει τα προσωπικά της βιώματα και με το εύρημα της πανταχού παρούσας πρωταγωνίστριάς της (η οποία είναι ο εαυτός της) μιλάει για το ιστορικό παρελθόν της χώρας της. Για αυτήν τη συμβολή της στη «στροφή» της παιδικής λογοτεχνίας η Ζωρζ Σαρή δέχτηκε όχι μόνο θετικές, αλλά και αρνητικές κριτικές. Οι ισχυρισμοί ότι μυθιστορήματα που αναφέρονται στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν (π.χ. Τα γενέθλια, Τα χέγια, Οι νικητές), χωρίς να διατηρούν την απαιτούμενη απόσταση ανάμεσα στο συγγραφέα και στο θέμα, δεν είναι ιστορικά αλλά απλώς μαρτυρίες, όπως υποστηρίζει ο Ηρακλής Καλέργης, καθώς και ότι η έντονη παρουσία του παρελθόντος στα έργα της έχει ως αποτέλεσμα τη μη αντικειμενική αντιμετώπιση των πραγμάτων, σύμφωνα με το Γ. Παπακώστα και το διπολισμό (κυρίως στους Νικητές), ο οποίος μετά από σαράντα χρόνια καθίσταται ανεδαφικός (Κυρ. Ντελόπουλος), αποτελούν επικρίσεις, οι οποίες όμως επιδέχονται αμφισβήτηση.

Bildungsroman

Στο εξελικτικό μυθιστόρημα, όπου η ανάπτυξη του ήρωα συμβαδίζει και επηρεάζεται από τις χρονικές, πολιτικο-ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες που συναντά στην πορεία του, ανήκει η Νινέτ, ένα βιβλίο γραμμένο από τη Ζωρζ Σαρή με πολλή αγάπη για την αδερφή της. Για τη Νινέτ, παρόλο που σύμφωνα με την Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου πρόκειται για «ένα επίτευγμα αφηγηματικής τέχνης και μυθοπλαστικής ευρηματικότητας», ουσιαστικές κριτικές δεν έχουν γραφτεί, πέρα από κάποιες βιβλιοπαρουσιάσεις και αναφορές στο Κρατικό Βραβείο που της απονεμήθηκε.

Κοινωνικό μυθιστόρημα

Πολλά είναι τα έργα της Ζωρζ Σαρή τα οποία ανήκουν στο κοινωνικό-ρεαλιστικό μυθιστόρημα και εντάσσονται στους θεματικούς του κύκλους. Το πρώτο της έργο, Ο Θησαυρός της Βαγίας (1969), είναι ένα μυθιστόρημα περιπέτειας με συνεχείς αναφορές στο παρελθόν, το οποίο αγγίζει κατά κάποιον τρόπο τη θεματική του μυθιστορηματικού αυτού είδους. Σύμφωνα με το Γ. Νεγροπόντη, έχει πλοκή και υπόθεση, αλλά υστερεί σε λογοτεχνικότητα. Πρόκειται για ένα έργο που γράφτηκε με τη μορφή παιχνιδιού, δίνοντας έτσι ζωντάνια στο γραπτό λόγο, και ίσως γι’ αυτό είχε και μεγάλη απήχηση. Αμέσως μετά το Θησαυρό της Βαγίας η Ζωρζ Σαρή γράφει το Ψέμα (1970) και γίνεται μια από τους πρώτους συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα που θίγει κοινωνικά ζητήματα όπως το διαζύγιο. Στη συγγραφική πορεία της Σαρή συναντάμε και άλλα έργα που ανήκουν σε αυτό το είδος. Με το Κρίμα κι άδικο (1990), όπως επισημαίνει η Ελένη Σαραντίτη, πραγματοποιεί «ουσιαστική στροφή εμπνεόμενη από τους ανθρώπους του μόχθου, της αγωνίας, της φτώχειας, της ανάγκης, της ελπίδας, το ζωντανό και ζεστό κύτταρο του λαού μας». Για πρώτη φορά σε έργο της μιλά για το θέμα της μετανάστευσης και δημιουργεί ένα μυθιστόρημα που έχει «πόνο, ανθρωπιά, ελπίδα». Ο χώρος απ’ όπου αντλεί την έμπνευσή της δεν είναι το αστικό περιβάλλον αλλά το χωριό, «με τις ιδιαίτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του, που καθορίζουν την πορεία της ζωής των κατοίκων του». Με το έργο αυτό «η συγγραφέας έμμεσα και πολύ εύστοχα διερευνά τις αιτίες της μετανάστευσης και της φτώχειας του τόπου μας» και προχωρά πολύ βαθιά στο πρόβλημα της μετανάστευσης. Ακολουθεί το Ζουμ (1994), ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα με περίπλοκη αφηγηματική τεχνική και αρκετά στοιχεία από την τέχνη του κινηματογράφου. Η φιλία και τα σχολικά χρόνια είναι το θέμα του μυθιστορήματος Ε.Π. (1995). Το Ε.Π. είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που κεντρικό θέμα έχει τη φιλία της συγγραφέα με τις συμμαθήτριές της και ιδίως με την Άλκη Ζέη. Το έργο αυτό χαρακτηρίζεται από μια παιδική θέαση του κόσμου, πηγαίο χιούμορ, απλό και στέρεο λόγο, καθώς και μια αναφορά στις παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής στην Ελλάδα, όπου κυριαρχούσε η αυταρχική αγωγή. Με το Μια αγάπη για δύο (1996), το οποίο αποτελεί προϊόν της συνεργασίας της Ζωρζ Σαρή με την Αργυρώ Κοκορέλη, καινοτομεί και πάλι, καθώς, όπως παρατηρεί ο Γ. Παπαδάτος, μόνο στις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε παρουσιάστηκαν βιβλία με κεντρικό πυρήνα το ερωτικό στοιχείο στις σχέσεις προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Τα τελευταία μέχρι σήμερα (Φεβρουάριος 2004) μυθιστορήματά της είναι O χορός της ζωής (1998), Σοφία (1998), O Κύριός μου (2002) και Ο πόλεμος, η Μαρία και το αδέσποτο (2003). Το πρώτο είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Είναι μια «καλοστημένη ιστορία, ειλικρινής και αρκετά συγκινητική, με στιγμιαίες λάμψεις και χιούμορ». Και σε αυτό το έργο η φιλία και ο έρωτας έχουν βασική θέση.

Ηθογραφικό μυθιστόρημα

Η Ζωρζ Σαρή έχει γράψει συνολικά δύο ηθογραφικά μυθιστορήματα, Τα στενά παπούτσια (1979) και Το παραραράδιασμα (1989). Στα Στενά παπούτσια (ένα ακόμη αυτοβιογραφικό βιβλίο) περιγράφεται η πραγματική φιλία και ο τρυφερός έρωτας της Ζωής και του Παναγιώτη, αλλά και οι συνθήκες ζωής της γυναίκας στις αρχές του περασμένου αιώνα στην Ελλάδα. Στο βιβλίο αυτό, όπως χαρακτηριστικά λέει η Ζωή Βαλάση, «ακούγονται φωνές που ήταν κρυμμένες στα άλλα της έργα. Η χαρακτηριστική λαχτάρα για ζωή δραπετεύει από τις αστικές κάμαρες και τους κοινωνικούς προβληματισμούς και αγκαλιάζει με πάθος την ίδια τη φύση. Οι λέξεις έχουν μια ζουμερή παρήχηση και η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη με καλοκαιρινές εικόνες». Η Βίτω Αγγελοπούλου προσθέτει ότι όλοι οι χαρακτήρες που κινούνται μέσα στο μυθιστόρημα διαγράφονται με παραστατικότητα. Είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή που ξεφεύγει από το αστικό πλαίσιο και αυτό ενθουσιάζει τους κριτικούς, γεγονός όμως που δεν τους εμποδίζει να εντοπίσουν και κάποιες αδυναμίες στο έργο. Η Βαλάση, συνεχίζοντας την κριτική της, προσθέτει ότι η χαρά της συγγραφέα κάποιες φορές είναι τόσο δυνατή στο κείμενο, που συνθλίβει την ιστορία, αδικεί την πλοκή και παραβλέπει τη συναισθηματική κορύφωση του αναγνώστη. Την αδυναμία της πλοκής εντοπίζει και η Βίτω Αγγελοπούλου, η οποία όμως επισημαίνει ότι ακόμη και έτσι δε μειώνεται η αξία του έργου. Αρκετά χρόνια μετά η Ζωρζ Σαρή επανέρχεται με ένα ακόμα ηθογραφικό μυθιστόρημα, το οποίο όμως αυτή τη φορά δεν είναι αυτοβιογραφικό και καθόλου νοσταλγικό. Με το Παραράδιασμα αρχικά και με το Κρίμα κι άδικο στη συνέχεια, όπως έχουμε δει, επιτελεί μεγάλη και ουσιαστική στροφή. Η Ελένη Σαραντίτη, αναφερόμενη στο Παραράδιασμα, γράφει πως πρόκειται για ένα δύσκολο και καθόλου ευχάριστο έργο, ένα άρτιο μυθιστόρημα, το πολυτιμότερο ίσως έργο της Ζωρζ Σαρή. Συμπληρώνει ότι είναι ένα βιβλίο έντονων συναισθημάτων, ελκυστικής μορφής και τέλειας έκφρασης. Με το έργο αυτό η συγγραφέας δείχνει ότι έχει γνώση της ψυχοσύνθεσης του ΄Έλληνα και της ζωής στην ενδοχώρα, ενώ εντυπωσιάζει με την άψογη χρήση της γλώσσας, και μάλιστα των τοπικών ιδιολέκτων. Δεν αρκείται μόνο στην περιγραφή της ζωής της εποχής εκείνης, αλλά προβαίνει σε συγκρίσεις μεταξύ παρόντος και παρελθόντος σε ό,τι αφορά τη ζωή της γυναίκας, τη δικαιοσύνη και τις κοινωνικές προκαταλήψεις. Πρόκειται, λοιπόν, όπως φαίνεται από τις κριτικές, για ένα έργο συγγραφικής ωριμότητας, το οποίο δε δείχνει να παρουσιάζει κανένα μειονέκτημα. Ολοκληρώνοντας, θα λέγαμε ότι η Ζωρζ Σαρή προσεγγίζει ένα ευρύτατο πλαίσιο θεμάτων, τα οποία είτε προέρχονται από τις προσωπικές της εμπειρίες είτε από τον άμεσο κοινωνικό της περίγυρο. Και στις δύο περιπτώσεις τα έργα της διακρίνονται για την αμεσότητά τους, μέσα από την οποία αποκαλύπτεται η ίδια η συγγραφέας. Η ίδια, θέλοντας να τονίσει την παρουσία της μέσα σε όλα τα έργα της, λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή της: «Μια μεγάλη συγγραφέας έλεγε πως ό,τι και να γράψω, και το σκύλο μου να βάλω, πάλι μέσα στο σκύλο μου θα ’μαι. Δεν μπορεί ο συγγραφέας να μη βρίσκεται κάπου, άλλοτε φανερά, άλλοτε στα κρυφά, και δεν το παίρνεις είδηση, αλλά κάποια στιγμή, κάποιο λεπτό, ο συγγραφέας θα μιλήσει. Κι όταν βγει, μπορεί, αν είναι άντρας, να γίνει γυναίκα ή να γίνει σκύλος. Λοιπόν, πόσο μάλλον σε κάποιον σαν και μένα που δεν έχει πολλή φαντασία…». Επίσης μαζί με την Αργυρώ Κοκορέλλη έγραψε τον Πρόλογο στο μυθιστόρημα της Ελένης Πριοβόλου Καπετάν Ζωή.

Βιβλιογραφία

Μυθιστορήματα

Ο Θησαυρός της Βαγίας (1969)
Το Ψέμα (1970)
Όταν ο Ήλιος… (1971)
Κόκκινη κλωστή δεμένη… (1974)
Τα γενέθλια (1977)
Τα στενά παπούτσια (1979)
Οι νικητές (1983)
Τα Χέγια (1987)
Το παραράδιασμα (1989)
Κρίμα κι άδικο (1990)
Nινέτ (1993)
Zoυμ (1994)
E.Π. (1995)
Μια αγάπη για δύο (με την Αργυρώ Κοκορέλη, 1996)
Ο Χορός της ζωής (1998)
Σοφία (2000)
Κλειστά Χαρτιά (με την Μελίνα Καρακώστα, 2001)
Ο Κύριός μου (2002)
Τότε... (2004)
Γράμμα από την Οδησσό (2005)
Το προτελευταίο σκαλοπάτι (2009)

Παιδικά

Το κουμπί και μια βελόνα' (2010)
Το γαϊτανάκι (1973)
Ο Φρίκος ο Κοντορεβυθούλης μου (1980)
Η σοφή μας η δασκάλα (1982)
Η κυρία Κλοκλό (οκτώ βιβλία) (1986-1987)
Ο Τοτός και η Τοτίνα (οκτώ βιβλία, 1988 - 1990)
Ο Αρλεκίνος (1993)
Η Πολυλογού (1993)

Νουβέλα

Η αντιπαροχή (1989)

Θεατρικά

Το τρακ (1988)

Φιλμογραφία

Το τελευταίο ψέμμα (1958)
Ο άνθρωπος του τραίνου (1958)
Έγκλημα στα παρασκήνια (1960)
Φαίδρα (1962)
Φεύγω με πίκρα στα ξένα (1964)
Προδοσία (1964)
Το μπλόκο (1965)
Το νησί της Αφροδίτης (1969)
Χάππυ νταίη [Happy day] (1976)
Ελευθέριος Βενιζέλος 1910-1927 (1980)
Γενέθλια πόλη (1987)


De Siris

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Όθων

Όθων

Ο Όθων-Φρειδερίκος-Λουδοβίκος, πλήρες όνομα Όττο Φρίντριχ Λούντβιχ φον Βίττελσμπαχ  γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1815 και πέθανε στις 14 Ιουλίου 1867, ήταν Πρίγκιπας της Βαυαρίας και πρώτος Βασιλιάς του Βασιλείου της Ελλάδος, με τον επίσημο τίτλο «Βασιλεύς της Ελλάδος».

Βιογραφία

Ο Όθωνας ήταν ο δευτερότοκος γιος του Διαδόχου και μετέπειτα Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, και της Θηρεσίας, κόρης του δούκα του Σάζεν Άλτενμπουργκ. Έλαβε εκπαίδευση πρίγκιπα που προοριζόταν για δευτερεύουσα θέση μέσα στο κράτος. Μάλιστα ο πατέρας του ήθελε να ακολουθήσει το εκκλησιαστικό στάδιο και ανέθεσε τις σπουδές του στον φανατικό καθολικό ιερέα Oetel που αργότερα έγινε επίσκοπος του Άιχστατ.

Λόγω της καχυποψίας απέναντι στον Κυβερνήτη της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια (θεωρούνταν ρωσόφιλος), το 1830 η Αγγλία κατά την υπογραφή της συνθήκης ανεξαρτησίας της Ελλάδας πέτυχε συμφωνία με τις Μεγάλες Δυνάμεις («Προστάτιδες Δυνάμεις») της δημιουργίας Ελληνικού Βασιλείου. Το 1832 ο Όθων εκλέχθηκε Βασιλιάς της Ελλάδας, ύστερα από την τελική άρνηση του Λεοπόλδου της Σαξωνίας (γιου του δούκα του Sachsen-Coburg-Saalfeld, Φραγκίσκου) που είχε επιλεγεί αρχικά Βασιλιάς της Ελλάδας και κατόπιν έγινε Βασιλιάς του νεοσύστατου Βασιλείου του Βελγίου.

Η Αντιβασιλεία και το έργο της  

Στις 25 Ιανουαρίου 1833, σε ηλικία 17 ετών, ο Όθωνας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, από τη βρετανική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη», εν μέσω λαϊκών επευφημιών, συνοδευόμενος από τριμελή Αντιβασιλεία Βαυαρών (που θα κυβερνούσε μέχρι αυτός να ενηλικιωθεί, το 1835) και πολυμελή βαυαρικό τακτικό στρατό (3.850 στρατιώτες) που βαθμιαία συμπληρώθηκε από «εθελοντές», στην πλειοψηφία τους Γερμανούς.

Επειδή ο Όθωνας ήταν ανήλικος, σχηματίστηκε επιτροπή Αντιβασιλείας από τους Βαυαρούς Άρμανσμπεργκ (πρόεδρο), Μάουρερ, Έιντεκ, Γκρένερ και Άμπελ. Η περίοδος της Αντιβασιλείας κράτησε από το 1832 μέχρι το 1835 και υπήρξε εξαιρετικά σκληρή. Από τα πρώτα διατάγματα ήταν η διάλυση των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων των οπλαρχηγών. Υπήρξαν έντονες αντιδράσεις και κάποιες εξεγέρσεις πνίγηκαν στο αίμα. Συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν πολλοί γνωστοί καπετάνιοι. Πέρασαν από δίκη τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα που καταδικάστηκαν αρχικά σε θάνατο, αλλά η ποινή τους μετατράπηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση, ύστερα από τη διαφωνία δύο δικαστών.

Η διοίκηση του κράτους ήταν έντονα συγκεντρωτική και γραφειοκρατική, με νομοθεσία εισηγμένη χωρίς να λαμβάνει υπ' όψη τις τοπικές ιδιομορφίες. Τα μέλη της κυβέρνησης μοιράζονταν ως προς την εύνοια ανάμεσα στους Αντιβασιλείς.

Διοικητική οργάνωση

Κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης από την Αντιβασιλεία έγινε μεταβολή της διοικητικής διαίρεσης της Ελλάδας, το 1833. Το κράτος διαιρέθηκε σε 10 νομούς και 42 επαρχίες με επικεφαλής τους νομάρχες και επάρχους. Οι νομάρχες είχαν ευρύτατες πολιτικο-στρατιωτικές και οικονομικές δικαιοδοσίες. Οι επαρχίες διαιρέθηκαν σε δήμους (πόλεις και κοινότητες). Σε κάθε δήμο υπήρχε δημοτικό συμβούλιο του οποίου τα μέλη εκλέγονταν από τους κατοίκους. Για τους δημάρχους ίσχυε το "τριπρόσωπο" = σε κάθε δήμο εκλέγονταν 3 υποψήφιοι και ο βασιλιάς επέλεγε έναν για δήμαρχο. Οι νομάρχες και οι έπαρχοι διορίζονταν από το βασιλιά (έλεγχος δημοτικής διοίκησης)

Εκπαίδευση

Τα μέλη της Αντιβασιλείας (και πιο συγκεκριμένα ο Μάουρερ) έλαβαν αποφάσεις και εξέδωσαν διατάγματα σύμφωνα με τα οποία :
Ιδρύθηκαν δημοτικά σχολεία σε όλους τους δήμους με υποχρεωτική φοίτηση για παιδιά άνω των 6 ετών (7ετής φοίτηση)
Ιδρύθηκαν Ελληνικά σχολεία σε όλες τις επαρχίες (3ετής φοίτηση). Σε αυτά γίνονταν δεκτοί, μετά από εξετάσεις, οι απόφοιτοι της Δ΄ τάξης του Δημοτικού.
Ιδρύθηκαν γυμνάσια στην έδρα κάθε νομού (4ετής φοίτηση).

Έτσι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οργανώθηκε πάνω στα πρότυπα του αντίστοιχου βαυαρικού, με έναν κύκλο βασικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης και δύο διαφορετικούς κύκλους μέσης, παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές της Βαυαρίας. Κύριο χαρακτηριστικό του περιεχομένου των σπουδών ήταν ο κλασικισμός και η αρχαιολατρία, ενώ ελάχιστη βάση δινόταν στην απόκτηση θετικών και τεχνικών γνώσεων.

Τη δαπάνη των δημοτικών σχολείων αναλάμβαναν οι δήμοι, ενώ των Ελληνικών σχολείων και των γυμνασίων το κράτος. Για την εκπαίδευση των δασκάλων ιδρύθηκε το πρώτο "Διδασκαλείον" και συγκροτήθηκε επιτροπή που θα έκρινε τα προσόντα όσων επιθυμούσαν να εργαστούν ως καθηγητές. Αργότερα, το 1855, αποφασίστηκε οι καθηγητές να είναι αποκλειστικά απόφοιτοι του Πανεπιστημίου της Αθήνας, που ιδρύθηκε και άρχισε να λειτουργεί το 1837.

Η Αντιβασιλεία διατήρησε ορισμένες από τις τομές που έγιναν στον τομέα αυτό από τον Καποδίστρια και έτσι έχουμε την επαναλειτουργία των αλληλοδιδακτικών σχολείων, διορισμό νέων δασκάλων, αναδιοργάνωση του Ορφανοτροφείου και της Βιβλιοθήκης στην Αίγινα. Τέλος, ιδρύθηκε η Αρχαιολογική Υπηρεσία για τη συλλογή και την προστασία των αρχαιοτήτων.

Εκκλησιαστικό

Η Εκκλησία εξακολουθούσε να υπάγεται στη διοίκηση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, αλλά η Επανάσταση οδήγησε στη διακοπή των σχέσεων με το Πατριαρχείο. Η Αντιβασιλεία προχώρησε στη ρύθμιση των σχέσεων με τη συγκρότηση επταμελούς, μικτής επιτροπής για την εκπόνηση Σχεδίου Κανονισμού ή Συντάγματος Εκκλησιαστικού με το οποίο αποφασιζόταν η εκκλησιαστική ανεξαρτησία του Βασιλείου της Ελλάδος και η σύσταση Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Από το 1833 η Εκκλησία της Ελλάδας θα είχε μόνο δογματική και πνευματική εξάρτηση από το Πατριαρχείο. Ήταν δηλαδή αυτοκέφαλη με ανώτατη εκκλησιαστική αρχή την πενταμελή Ιερά Σύνοδο. Τα μέλη όμως εκλέγονταν από το βασιλιά και στις συνεδριάσεις θα παρίστατο βασιλικός επίτροπος με δικαίωμα αρνησικυρίας.

Επίσης, έκλεισαν όλα τα μοναστήρια που είχαν κάτω από 6 μοναχούς και οι ελλαδικές επισκοπές περιορίστηκαν σε 10. Έκλεισαν τα γυναικεία μοναστήρια και απαγορεύτηκαν οι δωρεές. Εκποιήθηκε, τέλος, μεγάλο μέρος της περιουσίας των διαλυθέντων εκκλησιών για τα κονδύλια του κράτους, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις (απομάκρυνση από παραδόσεις και εφαρμογή ενός καισαροπαπικού σχεδίου Βαυαρών).

Στρατός

Ο τακτικός στρατός μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια διαλύθηκε. Άτακτα στρατιωτικά σώματα περιφέρονταν στην περιοχή του Ναυπλίου και έδιναν μια εικόνα αναρχίας. Τα στρατεύματα αυτά θεωρούνταν από την Αντιβασιλεία ως εχθρικά προς τη μοναρχία.

Η Αντιβασιλεία διέλυσε όλα τα άτακτα στρατεύματα και απομακρύνθηκαν οι στρατολογηθέντες μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη. Άλλοι που πολέμησαν στην Ελληνική Επανάσταση είχαν τη δυνατότητα να διαλέξουν μεταξύ της απόλυσής τους και της κατάταξής τους στον τακτικό στρατό. Για την απορρόφηση των παλαιών πολεμιστών θεσπίσθηκε η συγκρότηση 10 ελαφρών ταγμάτων τακτικού στρατού αμιγώς ελληνικών, που όμως δεν συμπληρώθηκαν λόγω του μικρού αριθμού προσέλευσης ανδρών για κατάταξη.

Τελικά, καταρτίσθηκαν μόνο δύο ελαφρά τάγματα ("ακροβολισταί"), τα οποία ενσωμάτωσαν εθελοντές από τη Μάνη και τη Στερεά Ελλάδα. Παράλληλα, υπήρχε το πεζικό της γραμμής, με μικτή ελληνοβαυαρική σύνθεση στην αρχή και αμιγώς ελληνική μετά το 1840. Κάθε τάγμα, από τα τρία που τελικά δημιουργήθηκαν, αποτελείτο από 6 λόχους των 120 περίπου ανδρών έκαστος. Επικεφαλής των ταγμάτων διορίστηκαν παλιοί οπλαρχηγοί του Αγώνα. Θέσεις στο στρατό κατέλαβαν και οι Βαυαροί, καθώς και φιλέλληνες. Ιδίως στα τεχνικά σώματα, πυροβολικό-μηχανικό, η παρουσία των αλλοδαπών αξιωματικών και βαθμοφόρων είχε την πλειοψηφία.

Δικαιοσύνη

Ιδρύθηκαν Πρωτόκλητα Δικαστήρια, τρία Εμποροδικεία, δύο Εφετεία και ένα Ακυρωτικό Δικαστήριο.
Το 1834 η πρωτεύουσα του κράτους μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα.
Ευθύς εξ αρχής, η συμπεριφορά του Όθωνα χαρακτηριζόταν από αναποφασιστικότητα, σχολαστικότητα και αυταρχισμό, με συνέπεια τις επανειλημμένες προστριβές του ακόμη και με το στενό αυλικό περιβάλλον του. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ισχυρή πρόθεσή του και πρωταρχικός στόχος του ήταν η δημιουργία νοσοκομείων και σχολείων στην Ελλάδα.
Το 1837 ίδρυσε το Πολυτεχνικό Σχολείο στην Αθήνα.
Το 1837 νυμφεύτηκε στη Γερμανία τη δούκισσα Αμαλία του Ολδεμβούργου (Oldenburg) (1818-1875) χωρίς να ενημερώσει την κυβέρνηση. Δεν έκαναν παιδιά.

Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843

Η δυσαρέσκεια του λαού κατά της πολιτικής του Όθωνα και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων απαιτούσαν την παραχώρηση Συντάγματος. Συγκεκριμένα η Αγγλία πίστευε ότι ο κοινοβουλευτισμός θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα της, ενώ η Γαλλία δεν ήθελε να φαίνεται αντίθετη με την παραχώρηση ελευθεριών. Τέλος, η Ρωσία επιδίωκε κάποια αλλαγή με την οποία ο Όθωνας θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί, καθώς είχε ελπίδες ότι θα ανέβαινε στον θρόνο Ρώσος πρίγκιπας. Μοχλός πίεσης των Δυνάμεων ήταν οι οικονομικές υποχρεώσεις της Ελλάδας. Έτσι, η Ρωσία απαίτησε άμεση καταβολή των τοκοχρεολυσίων των πρώτων 2 δόσεων του 1833 και την επιστροφή των προκαταβολών της 3ης δόσης. Με αυτά συμφώνησαν και οι υπόλοιπες δυνάμεις με αποτέλεσμα να μεγαλώσει η δυσφορία κατά του Όθωνα, ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει σε αντιλαϊκά μέτρα (σταμάτησε την εκτέλεση έργων, ανέστειλε την καταβολή μισθών και απέλυσε πολλούς δημοσίους υπαλλήλους).

Η δυσαρέσκεια οδήγησε στη συνωμοσία μερικών πολιτικών και αξιωματικών - με αρχηγούς τον Μακρυγιάννη και τον Καλλέργη- οι οποίοι ήθελαν να επιβάλουν στον Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος. Ωστόσο ο Όθωνας και η κυβέρνηση δεν έλαβαν καθόλου προστατευτικά μέτρα.

Τη νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτεμβρίου ένα τάγμα συγκέντρωσε πολίτες και κατευθύνθηκε προς τα ανάκτορα με την κραυγή «Ζήτω το Σύνταγμα». Ο Όθωνας κάλεσε τμήμα πυροβολικού, του οποίου όμως o επικεφαλής, λοχαγός Ελευθέριος Σχοινάς (ή Σχινάς), ήταν μυημένος στο κίνημα και ενώθηκε με τους επαναστάτες. Ο Μακρυγιάννης αυτοανακηρύχθηκε φρούραρχος της πόλης και ανέλαβε την προστασία των ανακτόρων και των δημοσίων καταστημάτων. Το υπουργείο του Χρηστίδη έχει διαλυθεί και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Μεταξά. Μια εξαμελής επαναστατική επιτροπή παρουσιάστηκε στον βασιλιά και τον ανάγκασε να διατάξει σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης για την ψήφιση του Συντάγματος. Οι επαναστάτες διεκδικούσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και όχι την απομάκρυνση του Όθωνα. Έγιναν εκλογές τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο και οι πληρεξούσιοι συγκρότησαν τη συνταγματική Εθνική Συνέλευση του 1843.

Ο Όθωνας τελικά παραχώρησε το Σύνταγμα του 1844, αλλά η νέα κυβέρνηση ζητούσε από τον βασιλιά όχι μόνο αμνηστία αλλά και την απονομή μεταλλίου στους πρωτεργάτες της Επανάστασης. Ο βασιλιάς αρχικά δε συμφώνησε, αλλά τελικά πιέστηκε από τις Μ.Δ., υποχώρησε και έγινε δεκτός από τον λαό και τον στρατό. Η νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου αποτέλεσε το τέλος της απόλυτης μοναρχίας στην Ελλάδα.

Η καθιέρωση της Συνταγματικής Μοναρχίας

Η κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά είχε την αποστολή για τη σύγκληση της Εθνικής Συνέλευσης του 1843, για την προετοιμασία και ψήφιση του Συντάγματος και τη διενέργεια εκλογών. Στην Εθνοσυνέλευση έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι ("πληρεξούσιοι") και από περιοχές που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση αλλά δεν απελευθερώθηκαν. Το Μάρτιο του 1844 αναδείχτηκε πρόεδρος ο Πανούτσος Νοταράς. Αποφασίστηκε η διατήρηση της μοναρχίας, αλλά με συνταγματικούς περιορισμούς. Αυτή τη μέση οδό προτίμησαν και οι Μεγάλες Δυνάμεις που δεν συμμετείχαν ενεργά στην επανάσταση και μπορούσαν τώρα να παίξουν τον ρόλο του μεσολαβητή. Η Ρωσία όμως ήταν αντίθετη προς την παραχώρηση Συντάγματος.

Στο νέο πολίτευμα η θέση του βασιλιά ήταν και πάλι κυρίαρχη, αφού η Εθνοσυνέλευση εξακολουθούσε να θεωρεί φορέα της συντακτικής εξουσίας τον μονάρχη. Η νέα μορφή πολιτεύματος ήταν ηγεμονική, διαδοχική, συνταγματική και κοινοβουλευτική. Ο βασιλιάς διατήρησε την εκτελεστική του εξουσία και μοιραζόταν μαζί με τη Βουλή και τη Γερουσία –της οποίας τα μέλη όριζε ο ίδιος- τη νομοθετική. Ήταν ο ανώτατος άρχοντας του κράτους: επικύρωνε νόμους, απένεμε βαθμούς στρατιωτικών, διόριζε και έπαυε δημοσίους υπαλλήλους.

Με το Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου αναγνωρίστηκε ως επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα η ορθοδοξία, ενώ οποιαδήποτε άλλη θρησκεία ήταν ανεκτή. Επίσης η Εκκλησία της Ελλάδος είναι δογματικά ενωμένη με το Πατριαρχείο της Κων/λης αλλά αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη από κάθε άλλη Εκκλησία.

Στο θέμα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων προέκυψε μεγάλη ένταση, αφού νωρίτερα είχε αποφασιστεί ότι μόνο Έλληνες πολίτες ήταν δεκτοί στα δημόσια επαγγέλματα. Ο καθορισμός των αυτοχθόνων απαιτούσε πολιτογράφηση των ετεροχθόνων, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό από τις δημόσιες θέσεις όλων των Ελλήνων που προέρχονταν από τις υπόδουλες ακόμη περιοχές. Αυτό προκάλεσε και την αντίδραση των ετεροχθόνων με αποτέλεσμα η απόφαση να ενταχθεί στα Ψηφίσματα και όχι στο Σύνταγμα.

Στο θέμα της διαδοχής, το Σύνταγμα προέβλεπε ότι κάθε μελλοντικός διάδοχος του Ελληνικού θρόνου θα έπρεπε να είναι ορθόδοξος, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις, αφού η Συνθήκη του Λονδίνου δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο. Η Ρωσία όμως δεν είχε πρόβλημα, και η Αγγλία και η Γαλλία αποδέχτηκαν το τετελεσμένο γεγονός.

Πολλοί υποστήριζαν ότι η Γερουσία, που προβλεπόταν από το νέο Σύνταγμα, ήταν ένας αριστοκρατικός και επικίνδυνος θεσμός, αφού ο βασιλιάς όριζε τους ισόβιους γερουσιαστές, οι οποίοι όντας πιστοί σε αυτόν θα περιόριζαν το έργο των εκλεγμένων βουλευτών. Τελικά σχηματίστηκαν δύο αντίθετες ομάδες και επικράτησαν οι υποστηρικτές των βασιλικών απόψεων.

Το Σύνταγμα βασιζόταν σε ευρωπαϊκά συντάγματα και τις εμπειρίες μερικών πολιτικών αλλά δεν καθοριζόταν από συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία.

Η εκθρόνιση και η εξορία του Όθωνα

Δυσαρέσκειες και αντιδυναστικές εκδηλώσεις

Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο οι αρχηγοί των 3 κομμάτων αποσύρθηκαν από την πολιτική ζωή και άρχισε μια νέα περίοδος στην οποία άρχισε ο μετασχηματισμός της νεοελληνικής κοινωνίας με την ενίσχυση της αστικής τάξης. Επίσης, ο Όθωνας δεν κατάφερε να κάνει παιδιά και έτσι άρχισε η αναζήτηση για ένα νέο ορθόδοξο πρίγκιπα.

Επίσης το φιλελεύθερο πνεύμα που επικρατούσε στην Ιταλία εμψύχωσε τους Έλληνες, οι οποίοι πίστευαν ότι οι Ιταλοί μετά από τη νίκη τους πάνω στην Αυστρία θα προχωρούσαν στην απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής. Ο λαός περίμενε από τον Όθωνα ενεργή δράση, αλλά εκείνος δίσταζε και κατηγορήθηκε για φιλοαυστριακά αισθήματα.

Ο Τύπος στρεφόταν ανοιχτά κατά του βασιλιά και στη Βουλή ενισχύθηκε η αντιπολιτευτική παράταξη. Ο Όθωνας διέταξε τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης Μιαούλη, η οποία διενήργησε εκλογές 1859 και κέρδισε. Η αντιπολίτευση αντέδρασε για τις σκανδαλώδεις παρεμβάσεις υπέρ των κυβερνητικών υποψηφίων. Μετά από την απομάκρυνση πολλών βουλευτών και αναταραχές ο Όθωνας τελικά διέλυσε τη Βουλή και έκανε εκλογές το 1861, στις οποίες τόσο ο Όθωνας, όσο και η κυβέρνηση χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα για να επικρατήσουν οι κυβερνητικοί. Μια απόπειρα δολοφονίας της Αμαλίας μετρίασε κάπως τα πνεύματα, αλλά σε λίγο ο αντιδυναστικός αγώνας βρισκόταν και πάλι σε έξαρση.

Ο Όθωνας κάλεσε τότε την αντιπολίτευση να σχηματίσει κυβέρνηση αλλά αυτή απαίτησε:
να τηρείται αυστηρά το σύνταγμα,
οι υπουργοί να επιλέγονται αποκλειστικά από τον πρωθυπουργό,
να γίνουν αλλαγές στη σύνθεση της Γερουσίας,
να ιδρυθεί εθνοφυλακή,
να κατοχυρωθεί ελευθεροτυπία και
να γίνει διεξαγωγή ελεύθερων και τίμιων εκλογών.
Ενώ αρχικά ο Όθωνας συμφώνησε, έπειτα ανακάλεσε την εντολή και έδωσε την πρωθυπουργία και πάλι στον Μιαούλη.

Επαναστατικά κινήματα

Στο Ναύπλιο εμφανίστηκαν τα πρώτα επαναστατικά κινήματα. Το 1862 οι επαναστάτες κατέλυσαν τις αρχές και επιδίωξαν την κατάργηση του συστήματος και την αναγόρευση νέου, τη διάλυση του παρανόμου της Βουλής και τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης. Η κυβέρνηση πολιόρκησε το Ναύπλιο. Ο Όθωνας χορήγησε μερική αμνηστία, υπό τον όρο οι πρωτεργάτες να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος σε δύο πλοία.

Επαναστατικά κινήματα πραγματοποιήθηκαν και στη Σύρο. Οι επαναστάτες εξόπλισαν ένα εμπορικό πλοίο, αλλά ο Όθωνας έστειλε το πολεμικό Αμαλία με ικανή στρατιωτική δύναμη και συνέλαβε τους επαναστάτες. Χορήγησε αμνηστία σε όσους συμμετείχαν στην επανάσταση εκτός από τους πρωτεργάτες.

Επανάσταση και έξωση του Όθωνα

Τελικά ο Μιαούλης υπέβαλε την παραίτησή του και ο Όθωνας έκανε πρωθυπουργό τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Ο Όθωνας μάλιστα έκανε κρυφά σχέδια με την Ιταλία για κοινή δράση κατά της Πύλης. Η Αγγλία μαθαίνοντας γι’ αυτά τα σχέδια έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για τη ματαίωσή τους.

Στο εσωτερικό επικρατούσαν οι αντιβασιλικές διαδηλώσεις. Τη νύχτα 10 προς 11 Οκτωβρίου εκδίδεται Ψήφισμα του Έθνους για την κατάργηση της Βασιλείας του Όθωνα ως ακολούθως:

    Τα δεινά της Πατρίδος έπαυσαν. Άπασαι αι επαρχία και η Πρωτεύουσα συνενωθείσαι μετά του Στρατού έθεσαν τέρμα εις αυτά, ως κοινή έκφρασις του Ελληνικού Έθνους ολοκλήρου Κηρύττεται και ψηφίζεται: Η Βασιλεία του Όθωνος καταργείται. Η Αντιβασιλεία της Αμαλίας καταργείται. Προσωρινή Κυβέρνησις συνιστάται όπως κυβερνήσει το Κράτος μέχρι συγκαλέσεως της Εθνικής Συνελεύσεως συγκειμένης εκ των εξής πολιτών: Δημητρίου Βούλγαρη, Προέδρου. Κωνσταντίνου Κανάρη, Βενιζέλου Ρούφου.

Το βασιλικό ζεύγος θεώρησε σωστό να κάνει μια περιοδεία στις επαρχίες για να αποκατασταθεί η δημοτικότητά του. Ενώ όμως η υποδοχή έδειχνε ενθουσιώδης, στο μεταξύ ξέσπασε στην Αιτωλοακαρνανία επανάσταση που έφτασε μέχρι την Αθήνα. Το βασιλικό ζεύγος έμεινε στο πολεμικό Αμαλία, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις τους συμβούλευαν να αναχωρήσουν αμέσως. Ο Όθωνας και η Αμαλία εγκατέλειψαν την Ελλάδα στις 23 Οκτωβρίου 1862 με το αγγλικό πολεμικό Σκύλλα. Κατέφυγαν στο Μόναχο και αργότερα στη Βαμβέργη, αλλά ο Όθωνας δεν παραιτήθηκε επίσημα από τον θρόνο.

Μετά από περίοδο μεσοβασιλείας, ο ελληνικός θρόνος δόθηκε στον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο, που αναγορεύτηκε Βασιλιάς των Ελλήνων ως Γεώργιος Α΄.

Κάποιοι ιστορικοί αναφέρουν ότι ο Όθων αγάπησε την Ελλάδα όσο τίποτε άλλο, όχι όμως και τους Έλληνες. Απεβίωσε στις 14 Ιουλίου 1867 στη Βαμβέργη (Bamberg). Ο ίδιος θέλησε να θαφτεί με την παραδοσιακή ενδυμασία της Ελλάδας, τη φουστανέλα. Είναι θαμμένος μαζί με την Αμαλία στον οικογενειακό τάφο της βαυαρικής δυναστείας, στην εκκλησία Theatinerkirche, στο κέντρο του Μονάχου.


De Siris