Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Σφαγή του Δήλεσι


Σφαγή του Δήλεσι

Με την ονομασία «Σφαγή του Δήλεσι» (ή «δράμα του Ωρωπού», όπως επίσης λέγεται) φέρεται στη νεότερη ελληνική ιστορία η σύλληψη, η ομηρία και τελικά η θανάτωση, από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες, ομάδας Άγγλων και Ιταλών περιηγητών στις 9 Απριλίου του 1870 στο Δήλεσι. Η ημερομηνία του γεγονότος αυτού που συνέπεσε με την Μεγάλη Πέμπτη της Εβδομάδας των Παθών του έτους εκείνου αποτέλεσε μια αποφράδα ημέρα της ελληνικής ιστορίας, κυρίως λόγω του αντίκτυπου που είχε στις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Αγγλία αφενός και Ιταλία αφετέρου, που οδήγησε τελικά στην πτώση της κυβέρνησης του Θρασύβουλου Ζαΐμη.

Γενικά

Την εποχή εκείνη ο νεαρός Βασιλεύς Γεώργιος Α' συμπλήρωσε τον έβδομο χρόνο της Βασιλείας του και η ζωή στην Αθήνα των 60.000 τότε κατοίκων κυλούσε σχετικά ήρεμα γιορτάζοντας τα εξάχρονα του νέου συντάγματος που θεωρούνταν από τα πλέον φιλελεύθερα ευρωπαϊκά της εποχής του. Τότε η Ελλάδα προσπαθούσε ν' αναπτύξει τον κοινοβουλευτικό βίο παρά τις πάμπολλες προσωποπαγείς κομματικές καταστάσεις που αποτελούσαν τελικά την πολιτική τροχοπέδη της.

Χαρακτηριστικό επίσης της εποχής εκείνης ήταν η λεγόμενη Ληστοκρατία που βρισκόταν σε έξαρση κατά τη μετεπαναστατική περίοδο, από ανένταχτους φουστανελλοφόρους που δημιουργούσαν ομάδες και δεν έλεγαν να εγκαταλείψουν τα βουνά, παρ' όλα τα μέτρα που είχαν πάρει αρχικά οι Βαυαροί και στη συνέχεια οι διάφορες κυβερνήσεις για την εξουδετέρωση της, με συνέπεια τα κρούσματα της να είναι συχνά μέχρι και στο δεύτερο μισό τού 19ου αιώνα.
Μία από τις σημαντικότερες εκείνες ληστείες που ξεκίνησε από το Πικέρμι είναι και η αναφερόμενη που κατέληξε σε σφαγή των ομήρων στη περιοχή του Δήλεσι, αλλά και ένα οδυνηρό τραύμα στις διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας.

Τα γεγονότα


Το πρωί της Δευτέρας 29 Μαρτίου του 1870 μια ομάδα Άγγλων κυρίως περιηγητών που την αποτελούσαν ο λόρδος και η λαίδη Μάνκαστερ, ο εγγονός του κόμη Γκρέϋ Φρειδερίκος Βίνερ, ο γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας Εδουάρδος Χέρμπερτ, ο Δικηγόρος Λόϋντ με την σύζυγο και την κόρη του, o γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας της Αθήνας κόμης Αλβέρτος ντε Μπόιλ, ένας Ιταλός υπηρέτης και ένας Έλληνας ξεναγός ο Αλέξανδρος Ανεμογιάννης, υπάλληλος του ξενοδοχείου Αγγλία που είχε καταλύσει η παραπάνω ομάδα, ξεκίνησαν με δύο άμαξες και τέσσερις έφιπποι χωροφύλακες, τους οποίους διέθεσε η τότε Μοιραρχία κατόπιν εθιμικής αίτησης* για να επισκεφθεί την ιστορική περιοχή του Μαραθώνα.

Μετά την ολοκλήρωση της ξενάγησης και στους γύρω χώρους, η ομάδα καθώς επέστρεφε στην Αθήνα, γύρω στις 16.30 ώρα, περνώντας ανάμεσα στο Πικέρμι και τα Σπάτα δέχτηκε επίθεση από τη ληστανταρτική συμμορία των λήσταρχων Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη που την συναποτελούσαν περίπου 25 λησταντάρτες. Τότε οι τέσσερις ιππείς ρίχτηκαν κατά πάνω τους πυροβολώντας και ξιφήρεις πλην όμως λόγω του υπέρμετρου αριθμού οι δύο σκοτώθηκαν και οι άλλοι δύο τραυματίσθηκαν. Τότε περικυκλώθηκαν οι άμαξες και υποχρεώθηκαν όλοι να κατέβουν. Τη στιγμή εκείνη οι ληστές αφαίρεσαν από το λαιμό της Λάιδης Μανκάστερ ένα αδαμάντινο κόσμημα λέγοντας σ΄ όλη την ομάδα να τους ακολουθήσουν, οδηγώντας την σε μια σπηλιά (λιμέρι) της Πεντέλης όπου εκεί ανέμεναν έξι γεροντότεροι λήσταρχοι καπετάνιοι μεταξύ των οποίων οι αρχηγοί και αδελφοί Αρβανιτάκη και ο περιβόητος Σπανός στους οποίους και παραδόθηκαν όλα τα μέλη της ομάδας ως αιχμάλωτοι.

Τότε κατά την ειδησεογραφία της εποχής πλησίασε το χώρο της αιχμαλωσίας μικρό απόσπασμα έξι στρατιωτών πιθανώς από το Πικέρμι που άρχισαν αμέσως την προσβολή, πλην όμως αναγκάστηκαν να διακόψουν και να αποχωρήσουν προ των απειλών των ληστών ότι αν επέμεναν θα σκότωναν όλους τους αιχμαλώτους τους.

Οι ληστές μη μπορώντας να υπομένουν στις μετακινήσεις τους τις γυναικείες παρουσίες και τους δύο τραυματίες χωροφύλακες απελευθέρωσαν αυτούς και τον Ιταλό υπηρέτη και μάλιστα με συνοδεία τους μετέφεραν στο Χαρβάτι, διαβεβαιώνοντας ότι δεν θα πάθαιναν τίποτε οι σύζυγοί των. Εκεί ανέμεναν οι άμαξες με τις οποίες και επέστρεψαν στην Αθήνα.

Στη συνέχεια οι ληστές έδωσαν στους αιχμαλώτους τους χαρτί μελάνι και καλάμους για ν' αναγγείλουν στην Αθήνα την ομηρία τους και την ανάγκη καταβολής λύτρων 32.000 αγγλικών λιρών προκειμένου να ελευθερωθούν. Λίγο μετά οι όροι άλλαξαν σε 50.000 αγγλικές λίρες , παροχή αμνηστίας και διακοπή κάθε περαιτέρω καταδίωξης εκ μέρους της Πολιτείας μέχρι το τέλος των διαπραγματεύσεων.

Διαπραγματεύσεις

Ενώ η αγγλική πρεσβεία υποστήριζε την άποψη ότι πρέπει να γίνουν δεκτοί οι όροι των ληστών, ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος αρνιόταν οποιαδήποτε συζήτηση θεωρώντας ότι η υποχώρηση στις αξιώσεις του Αρβανιτάκη για αμνηστεία αποτελούσε απαράδεκτο εξευτελισμό για το κράτος.
Αυτή η καθυστέρηση της κυβερνητικής απάντησης εξόργισε τους ληστές και ο λόρδος Μάνκαστερ, ένας από τους συλληφθέντες, ζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αθήνα, ώστε να στείλει στους ληστές το ποσόν των 25.000 λιρών και να φροντίσει για τη χορήγηση αμνηστίας.

Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε αυτούς τους όρους και απέστειλε στρατιωτικό απόσπασμα για να καταδιώξει τους ληστές, οι οποίοι διέφυγαν προς τη βορεινή πλευρά της Πάρνηθας και έφτασαν στον Ωρωπό. Με τη σειρά τους ζήτησαν την αποχώρησή του αποσπάσματος, απειλώντας πως σε αντίθετη περίπτωση θα δολοφονούσαν τους αιχμαλώτους. Η ανεπιτυχής κατάληξη των διαπραγματεύσεων είχε ως αποτέλεσμα τη θανάτωση τεσσάρων αιχμαλώτων από τους ληστές, ενώ στη συμπλοκή που ακολούθησε κοντά στο χωριό Δήλεσι, σκοτώθηκαν και δέκα στρατιώτες.

Οι ληστές τελικά κατόρθωσαν να διαφύγουν, και οι συνέπειες υπήρξαν βαριές. Ο φόνος των τεσσάρων περιηγητών από τη συμμορία του Αρβανιτάκη δημιούργησε σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο. Ο υπουργός εσωτερικών Ανδρέας Αυγερινός αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 9 Ιουλίου 1870 και το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε από την Αγγλία και την Ιταλία να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων καταβάλοντας σε κάθε οικογένεια θύματος από 22.000 λίρες, να αποδώσει τιμές στους νεκρούς και να εκφράσει επίσημα τη λύπη της στις κυβερνήσεις των κρατών αυτών. Λίγες μέρες αργότερα η κυβέρνηση Ζαΐμη παραιτήθηκε.

Στον ευρωπαϊκό Τύπο η Ελλάδα αναφερόταν ως «φωλέα ληστών και πειρατών», «χώρα ημιβαρβάρων», «εντροπή δια τον πολιτισμόν». Σε επίσημα κείμενα διατυπωνόταν η άποψη ότι η Ελλάδα «τίθεται εκτός του κύκλου των εξευγενισμένων κρατών» και ότι «αι ληστείαι συμφωνούνται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα». Η Αγγλία εκμεταλλεύθηκε το γεγονός και η αγγλική κυβέρνηση στη Βουλή χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία ανάξια για οποιαδήποτε υποστήριξη.

Στην δίκη των ληστών που συνελήφθησαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων «φωτογραφήθηκε» σαν εγκέφαλος της απαγωγής ο Άγγλος τσιφλικάς Φρανκ Νόελ, ο οποίος και παραπέμφθηκε σε δίκη, αλλά απαλλάχθηκε με βούλευμα λόγω των πιέσεων που άσκησε ο Βρετανός πρεσβευτής Έρσκιν. Όπως αποδείχθηκε, συχνά ο Νόελ προσέφερε καταφύγιο στα απέραντα τσιφλίκια του σε συμμορίες ληστών, όταν η πίεση των καταδιωκτικών αποσπασμάτων γινόταν ανυπόφορη.

Για σχέσεις με τους ληστές κατηγορήθηκε και ο υπουργός στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος ο οποίος για να υπερασπιστεί την τιμή του κάλεσε σε μονομαχία και τραυμάτισε σοβαρά τον συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο. Ο Σούτσος ήταν μεγαλοτσιφλικάς (υπολογίζεται ότι είχε πάνω από 200.000 στρέμματα στην Αττική) γι'αυτό και χρησιμοποιούσε τους ληστές για να προστατεύουν τις εκτάσεις του. Ανεξάρτητα από το εάν πράγματι ο Σούτσος είχε σχέσεις με τους Αρβανιτάκηδες, γεγονός είναι πως πολλοί πολιτικοί της εποχής χρησιμοποιούσαν συμμορίες ληστών για να πιέζουν τους ψηφοφόρους τους. Η "Σφαγή του Δήλεσι" ήταν ένα τα πιο θλιβερά γεγονότα της περιόδου, όχι μόνο γιατί στοίχισε στο ελληνικό κράτος αρκετά εκατομμύρια δραχμές αλλά και επειδή εξαιτίας της καταρρακώθηκε διεθνώς το κύρος της χώρας.

Την προσπάθεια υπεράσπισης της χώρας στο εξωτερικό ανέλαβε ο Ιωάννης Γεννάδιος, γιος του Γεωργίου.

De Siris