Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Μάχη του Λεβιδίου


Μάχη του Λεβιδίου

Περί την 13ην του μηνός Απριλίου συγκεντρώθηκαν όλοι οι γενναίοι Έλληνες στο Λεβίδι. με τους αρχηγούς τους Σωτ. Χαραλάμπη, Αναγνώστη Στριφτόμπολα, Βασίλειο και Νικόλαο Πετιμεζα, Σωτ. Θεοχαρόπουλο και Νικ. Σολιώτη και προετοιμάζονταν να εισβάλλουν ξαφνικά στην καλά οχυρωμένη Τριπολιτσά και να πολιορκήσουν τους εκεί εχθρούς των.

Στο Λεβίδι είχε προηγουμένως συσταθεί στρατόπεδο από τον Π. Αρβάλη, Γ. Μπηλίδα καπεταναίους της Τριπολιτσάς, από τους Καλαβρυτινούς Ασημάκη Σκαλτσά, Κωνστ. Πετιμεζά, τον Πιτσουνά από τη Στρέζοβα, το Θεόδ. Σακελλάριο και Αναγν Ρηγόπουλο από του Φίλια, από τους ντόπιους καπεταναίους εκ των οποίων ανώτερος ήταν ο Αλέξιος Νικολάου Λεβιδιώτης, από τους καπεταναίους του χωριού Δάρα, όλοι περίπου τριακόσιοι.

Αφού έφτασαν οι Καλαβρυτινοί, οι μεν Σωτ. Χαραλάμπης και Σωτ, Θεοχαρόπουλος κατέλαβαν και κατέλυσαν στα σπίτια τα Δημητρακαίϊκα των αδερφών Σταμάτη και Αναγνώστη, οι Πετιμεζαίοι έμειναν στα Ρογαραίϊκα και Οικονομαίϊκα σπίτια, ο Νικ. Σολιώτης στα Σαμαντουραίϊκα του Παναγή και Κωνσταντή Ζορμπαλά και ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας κατέλυσε στα Αργυραίϊκα.

Αλλά την εποχή εκείνη οι Οθωμανοί της Τριπολιτσάς άρχιζαν να εφαρμόζουν ένα καταστρεπτικό σχέδιο. Δέκα χιλιάδες ιππείς και πεζοί οι εκλεκτότεροι και εμπειρότεροι του πολέμου, διηρημένοι σε τρεις φάλαγγες ήταν έτοιμοι να εκστρατεύσουν κατά της Πελοποννήσου. Η πρώτη φάλαγγα είχε σκοπό να πάει στην Κόρινθο να ενωθεί με τους εκεί Τούρκους να καταλάβει τα παράλια και μέσω Ζαχώλης, Ακράτας και Αιγίου να φτάσει στην Πάτρα. Η δεύτερη να διέλθει από τη μεσόγειο Πελοπόννησο και μέσω Καλαβρύτων να ενωθεί με την πρώτη στην Πάτρα. Η δε τρίτη να διέλθει δια της Καρύταινας , Λεονταρίου, Φαναρίου, πύργου Γαστούνης και περνώντας από του Λάλα να ενωθεί με τους εκεί Τούρκους, , κατευθυνόμενη στην Πάτρα για την τελική συνένωση και συγκέντρωση των δυνάμεών τους. Οι τούρκοι με αυτό το σχέδιο ήθελαν να υποτάξουν όλη την Πελοπόννησο. Ενώ ήσαν έτοιμοι οι θηριώδεις αυτοί εχθροί για την εκτέλεση του τρομερού τους σχεδίου, πληροφορήθηκαν ότι στο Λεβίδι βρίσκονται τοποθετημένοι Κλέφτες(έτσι τους καλούσαν οι Τούρκοι τους αγωνιστές), έτοιμοι να εισβάλλουν στην Τρίπολη.

Έτσι την 14ην Απριλίου 1821 ημέρα Τετάρτη εξελθόντες άπαντες οι Τούρκοι, την 4ην ώρα μετά το μεσονύκτιο έφτασαν στο χωριό Κάψια μια ώρα απόσταση περίπου από το Λεβίδι. Αριθμούσαν οκτώ χιλιάδες πεζοί και δυο χιλιάδες ιππείς και υπολόγιζαν να διαλύσουν το εκεί στρατόπεδο. Ακούσαντες από τους φρουρούς οι έλληνες ότι ξαφνικά έρχονται χιλιάδες Τούρκοι από την Κάψια συναθροίστηκαν όλοι στο σπίτι που έμενε ο Σωτ. Χαραλάμπης. Αποφάσισαν να ειδοποιήσουν τους Καρυτινούς στρατιώτες που βρίσκονταν στο διάσελο της Αλωνίσταινας να έρθουν για βοήθεια. Κατά καλή τύχη στη Βυτίνα είχε έλθει ο Δ. Πλαπούτας με λίγους στρατιώτες, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος με λίγους Μανιάτες , ο Νικ. Πετιμεζάς που πήγαινε χρήματα και γράμματα στον Π. Μαυρομιχάλη από τους προκρίτους των Καλαβρύτων και των Πατρών.

Όλοι αυτοί με του Βυτινιώτες ήσαν περίπου 200.Μαγουλιανίτες και άλλα χωριά έστειλαν ογδόντα. Ταυτόχρονα ξεκίνησε και ο Σταύρος Δημητρακόπουλος με τους Αλωνιστιώτες. Έστειλαν και τον Παπακώστα από του Δάρα καβαλάρη με τη γνωστή φοράδα τη «Κούλα» έχοντας μαζί του τον γέρο Τουφεξή με το παιδί του,να πάνε στο Κακούρι να ειδοποιήσουν τον Ασημ. Σκαλτσά για βοήθεια. Στο δρόμο χιλιοι πεντακόσιοι ιππείς κυνήγησαν τν Παπακώστα, αλλά δεν τον έπιασαν, τους ξέφυγε και πήγε στο Κακούρη όπου ειδοποίησε το Σκαλτσά. Ο Σωτ. Χαραλάμπης χωρίς να γνωρίζουν ότι έρχονται άλλοι τούρκοι καβαλαραίοι από το κάμπο της μηλιάς απεφάσισαν να βγουν έξω από το χωριό να περιμένουν να πολεμήσουν τους πεζούς για να μην τους αφήσουν να μπουν στο Λεβίδι.

Ο Σολιώτης, Στριφτόμπολας πήραν του Κούκου το ρέμα και ανέβηκαν κατάραχα στο διάσελο του Σταυρούλη. Αλλά οι έλληνες δεν μπόρεσαν να σταθούν στη μάχη κατά το μέρος της μεσημβρινής πλευράς του χωριού και ετράπησαν σε φυγή. Οι δε τούρκοι μπήκαν στο χωριό. Οι έλληνες τρομαγμένοι έπιασαν διάφορα σπίτια και εκεί εκλείστηκαν όπου άρχισαν τον πόλεμο. Ο Β. και Ν. Πετιμεζάς δεν πρόφτασαν να κλειστούν σε κανένα σπίτι. Ο Σωτ. Χαραλάμπης , ο Σωτ. Θεοχαρόπουλος, ο Π. Αρβάλης, ο αλ. Νικολάου όλοι κόλλησαν στο βουνό και στο δάσος. Όσοι κλείστηκαν στα σπίτια δεν γνώριζαν ότι οι σύντροφοί των έφυγαν και ενώ άρχισε η μάχη νόμισαν ότι ολόκληρο το σώμα πολεμά. Στο σπίτι του Μαντά εκεί μέσα ήσαν οι Νταβλαίοι από το χωριό Νουσά, άνθρωποι του Σωτ. Χαραλάμπη, ο Τσεπεζής και άλλοι από του Γκιόζα.. αυτοί σκότωσαν πολλούς Τούρκους και έτσι έδωσαν καιρό στους φεύγοντες να σωθούν . Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο Λεβίδι βρήκαν τη γριά Γιαννού Παπαπαρασκευά την βα'σνισαν , της έβγαλαν τη γλώσσα πίσω από τον αυχένα και έτσι πέθανε. Το γέρο ασημάκη τον πρόφτασαν πίσω από του Κατραλή το σπίτι τον σκότωσαν και τον κύλισαν στον γκρεμό. Στα σπίτια των Δημητρακαίων και στο ληνό που είναι σαν πύργος κλείστηκαν ο Σωτ. Παπουτσής από το χωριό Μπετενάκι του Μουσάγα, ο Αγγελής από την Κλουκίνα με τρεις συντρόφους του ο οποίος εφονεύθη, και ο Σπύρος Καρασπύρος καπετάνιος τότε των Νεζερών. Οι τούρκοι έβαλαν φωτιά στο σπίτι αλλά όταν ήλθε ο Σκαλτσάς, οι έλληνες είχαν κατορθώσει να βγάλουν έξω τα πολεμοφόδια τα χρήματα και τα άλλα πράγματα του Σωτ. Χαραλάμπη.

Στα σπίτια των Ρογαραίων εκλείστηκαν οι αδερφοί Πετιμεζαίοι ο Γκολφίνος, Γεωργάκης, και ο Κουλός και άλλοι Καλαβρυτινοί. Στο ίδιο σπίτι κλείστηκαν και πολλοί Δαραίοι, ο Πανάγος Μονάντερος, οι αδερφοί Λαμπρόπουλοι Γεωργάκης και Αναγνώστης, ο Δημ. Τσέκος, ο Νικολέτος Ζακύνθιος και άλλοι. Όταν οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά ο Δαριώτης Δημ. Δεληγιάννης , βαφτιστικός του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη με άνα σουβλί άνοιξε τρύπα και έφυγαν όλοι και πήγαν στο σπίτι του Αποστόλη Οικονόμου. Εκεί ένας Σοπωτινός ο Αντώνιος Ανδριόπουλος ονομαζόμενος γυναικάδελφος του Κωνστ. Πετιμεζά κτύπησε την πόρτα και ο Γκολφίνος νόμισε ότι κτύπησε Τούρκος τουφέκισε και τον σκότωσε. Εκεί λαβώθηκε και ο Δαραίος Αναγνώστης Τσαβάρας περίφημος για την παληκαριά του. Στο Αργυραίϊκο σπίτι του Πανάγου ήταν κλεισμένος ο Αναγν. Στριφτόμπολας με άλλους Έλληνες. Το σπίτι κυκλώθηκε πανταχόιθεν από του ς τούρκους και πολεμιόταν από τα γύρω σπίτια που είχαν κυριεύσει οι τούρκοι.

Ο Αναγν. Στριφτόμπολας άνοιξε πολεμότρυπες και αυτός μοίραζε στους συντρόφους του φυσέκια για να πολεμούν. Όταν κάθισε κάποια στιγμή πάνω σ' ένα βαρέλι και έδωσε τη φροντίδα της μάχης στον Κατριμουστάκη ένα βόλι πέρασε από τη πολεμίστρα τον πήρε στο λαιμό και έπεσε νεκρός. Τότε ο γερο Κατριμουστάκης από το χωριό Μποτιά, παλαιός κλέφτης, σκέπασε επιτήδεια το νεκρό με την κάπα του και είπε στους μαχόμενους, ότι ο καπετάνιος κοιμάται, αλλά πολεμάτε εσείς εγώ θα σας δίνω φυσέκια

Έτσι γίνονταν η μάχη μεταξύ των Τούρκων και των κλεισμένων Ελλήνων στα σπίτια που δεν ήταν περισσότεροι από εβδομήντα, έως ότου ήρθαν οι βοήθειες από τα έξω μέρη και από τη ράχι Λάκκα Μαυτρίλα και τη Μακράν κορυφή. Τουφέκισαν όλολι μαζί και και φώναξαν στους κλεισμένους στο χωριό. «Βαστάτε και φτάσαμε. Ο Κολοκοτρώνης έρχεται! Έφτασαν από το Κακούρι ο Σκαλτσάς και Θανάσης Δαγρές και φάνηκαν πάνω στο βουνό Ελληνίτσα που μαζί με τους Βυτινιώτες τουφέκισαν όλοι μαζί. Οι διασκορπισμένοι Έλληνες έξω του Λεβιδίου ακούσαντες τους τουφεκισμούς και τις φωνές των ερχομένων σε βοήθιεια έλαβαν θάρρος και τουφέκισαν και το δάσος όπου ήσαν άναψε από τουφέκια. Οι Τούρκοι βλέποντες ότι οι έλληνες θα τους αποκλέισουν ολόγυρα και ενώ άρχιζε να νυκτώνει και να βρέχει , φοβηθέντες άρχισαν να φεύγουν προς τον κάμπο. Τότε οι Έλληνες έπεσαν επάνω τους μαζί με τους κλεισμένους που απελευθερώθηκαν και τους κατεδίωξαν.

Την μάχη του Λεβιδίου υμνεί το δημοτικό τραγούδι:

«Τι ειν' το κακό που γίνεται στη μέση στο Λεβίδι;
Μήνα βουνά γκρεμίζονται, μήνα στοιχειά μαλώνουν.
Μάϋτε βουνά γκρεμίζονται, μάϋτε στοιχειά μαλώνουν.
Πετιμεζαίοι πολεμούν με εφτά χιλιάδες Τούρκους.
Έκλεισαν τον Στριφτόμπολα, τον δόλιον Αναγνώστη
Μεριά τον δέρνει η φωτιά, μεριά και το τουφέκι.
Στο παραθύρι κάθεται, ψηλή φωνίτζα βάλλει»
«...Πύσαι αδερφούλη Κωνσταντή και ξάδερφε Θανάση,
«...Πάρτε στα χέρια τα σπαθιά και τ' αλαφρά τουφέκια.
«...Κελάτε να με σώστε απ' των Τουρκών τα χέρια»
Πήραν στα χέρια τα σπαθιά, στης πλάταις τα τουφέκια,
Βάζουν τους Τούρκους εμπροστά, σαν γίδια και τους πάνε
‘σαν την κοπή τα πρόβατα, σαν βουκολιό γελάδια.

Ένας τούρκος μπήκε στην εκκλησία του αγίου Χαραλάμπους και προσπαθούσε να βγάλει τα μάτια των αγίων, και έπειτα έβαλε φωτιά να την κάψει. Επειδή οι σύντροφοί του έφευγαν και δεν επρόφτασε πήρε τη κολυμπήθρα για λάφυρο. Το τούρκο τούτον πέτυχε ένας Κλουκινιώτης βαρελάς, ο οποίος άρπαξε μια δούγα, του έδωσε μια στο κεφάλι και του το ζούπησε(βούλιαξε) λέγοντας συγχρόνως Κλουκινιώτικα: «ατιέ! Ήθελες να κάψης την εκκλησιάν μου, κ' εσύ κοιμήσου τώρα Μουρτάτη!».

Στη μάχη του Λεβιδίου λαβώθηκαν και δυο Ντολκαίοι από το Κάνι Κλειτορίας και o ιγιός του Κωνστ. Πετιμεζά Γιάννης. Ο Κ. Πετιμεζάς έδωσε διαταγή στους Σουδενιώτες αδερφούς Σπύρο και Αθανάσιο Καρανικόλα να κλείσουν την κατωγόπορτα αλλά αυτοί δεν τα κατάφεραν τότε ο Γιάννης Πετιμεζάς πήρε ένα στρώμα γεμάτο με καρπούς και το έβαλε πίσω από την πόρτα,. Ενώ το έβαζε πυροβολήθηκε από Τούρκους και το βόλι τον πλήγωσε στα γεννητικά όργανα και του απέκοψε ένα εξ αυτών. Τον λαβωμένο μετά την μάχη τον μετέφεραν πάνω σε ξυλοκρέβατο στρατιώτες του πατέρα του φοβούμενοι μη τον εύρουν οι Τούρκοι, τον ανέβασαν πάνω στο όρος Χελμόςστη θέση «Καλόγερος», τον έβαλαν σε μια σπηλιά και τον θεράπευσε ο αδερφός του Ανδρέας Πετιμεζάς.

De Siris