Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Δημήτρης Λέτσιος


Δημήτρης Λέτσιος

Ο Δημήτρης Λέτσιος γεννήθηκε το 1910 στην Ανακασιά του Βόλου και πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 2008.

Ο πατέρας του διατηρούσε από το 1909 αρτοποιείο στο Βόλο γεγονός που προσέφερε στην οικογένεια τους μια σχετική οικονομική άνεση που επέτρεπε τη μόρφωση και τις σπουδές. Ο Δ. Λέτσιος αρνούμενος να συνεχίσει τις σπουδές του αρκετά νωρίς αποφάσισε να αναλάβει το αρτοποιείο στο οποίο εργάστηκε μέχρι το 1984.

Αντίβαρο στην πολύωρη και κουραστική εργασία του αρτοποιείου ήταν η αγάπη του και οι αποδράσεις στην ύπαιθρο είτε σε Κυριακάτικες πορείες είτε σε οργανωμένες εκδρομές. Πάντα έβρισκε διαθέσιμο χρόνο για «να στριφογυρίζει» όπως λέει «στο Βόλο και τα Πηλιοχώρια. Σαν άνθρωπος που περπατούσα, η απόσταση Βόλος – Μακρινίτσα ήταν για μένα ψωμί και τυρί κάθε Κυριακή. Έτσι έμαθα φωτογραφία. Ψάχνοντας. Χαλώντας φιλμ και χαρτιά, προσπαθώντας να βελτιώσω τη χθεσινή δουλειά. Έκτοτε τα πάντα για μένα έχουν φωτογραφικό ενδιαφέρον».

Ξεκίνησε να φωτογραφίζει το 1934 και σταδιακά, άρχισε να διαθέτει όλο τον ελεύθερο χρόνο του στις εκδρομές και τη φωτογραφία. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου σεισμού στον Βόλο το 1954 όλα τα πρώτα αρνητικά που είχε τραβήξει εκείνη την περίοδο καταστράφηκαν. Το 1955 είναι η χρονιά που αποτελεί ένα καινούργιο ξεκίνημα και είναι η περίοδος που αρχίζει τις περιπλανήσεις του ανά την Ελλάδα. Υπήρξε συνιδρυτής της ΕΦΕ (1952) ενώ ίδρυσε την ΕΦΕ Βόλου (1956).

Η λογοτεχνία υπήρξε σημαντική επιρροή στο έργο του καθώς διάβαζε φανατικά κείμενα και ποίηση. Τα θεωρητικά ζητήματα της φωτογραφίας, από την οποία δεν βιοποριζόταν, δεν τον απασχολούσαν. Ο Δ. Λέτσιος ήταν αυθόρμητος στην επιλογή των θεμάτων και στην αισθητικής τους προσέγγιση. Αγαπούσε τους ανθρώπους και τον τόπο του και είχε μια βιωματική σχέση με ότι φωτογράφιζε. Μια σύντομη περιγραφή που κάνει ο Δ. Λέτσιος για το πώς φωτογράφιζε διευκολύνει τον αναγνώστη να προσεγγίσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τα θέματά του: «Την ίδια μέρα τέσσερις διαφορετικοί φωτογραφικοί χρόνοι. Ποτέ δεν εξαντλείται ένα θέμα. Αλλιώς ήταν προχθές το πρωί, αλλιώς ήταν χθες, αλλιώς είναι σήμερα».

Από τις φωτογραφίες του αποκαλύπτεται η τεχνική αρτιότητα του Λέτσιου, που δεν εστιάζεται μόνο στην αρμονική διάταξη και διαβάθμιση των τόνων του μαύρου και του γκρίζου, κοινό ζητούμενο της τότε εικονογραφικής αντίληψης, όσο στην πολύ καλή χρήση της φόρμας, γεγονός που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους φωτογράφους της εποχής του. Οι λήψεις του Λέτσιου από τα παραδοσιακά επαγγέλματα του θεσσαλικού κάμπου, τη λίμνη Κάρλα, το βουνό και τους λόφους, τα μοναχικά εικονοστάσια και τα πέτρινα γεφύρια, τη θάλασσα και τους ψαράδες, την αρχιτεκτονική του Αιγαίου, αν και δεν προσθέτουν κάτι καινούργιο στην ήδη πολυφορεμένη αφήγηση του είδους, εν τούτοις επιβεβαιώνουν την ικανότητά του να αναγνωρίζει και να απομονώνει τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν μια απρόσμενη στιγμή….

Τα παραπάνω αναγνωρίζονται σε κάποιες μεμονωμένες φωτογραφίες όπως αυτή της Μαρίνας στο Τρίκερι, της γυναίκας στο πέρασμα του ποταμού, ή αυτή με τον κομμένο κίονα και τον σταυρό στο βάθος ενός λιβαδιού, τα στιγμιότυπα από την επίδειξη μόδας στο κατάστημα νεωτερισμών Κουτσίνα στον Βόλο, καθώς και εκείνη του υπαίθριου φωτογράφου με την πρωτοποριακή σύνθεση των στοιχείων του κάδρου.

Ενδιαφέρον ακόμη έχουν οι φωτογραφίες στο κατάστρωμα του πλοίου «Κύκνος», που εκτελούσε δρομολόγια στις Σποράδες, με τις φυσιογνωμίες των ταξιδευτών που αφήνονται ανέμελα στην απόλαυση του καλοκαιρινού ήλιου. Εν τέλει στον Λέτσιο αναγνωρίζεται μια πολύπλευρη φωτογραφική ματιά που αντανακλάται διαυγέστατα στο λεύκωμα.

Δεν είναι μόνο η θεματολογία του και η ελευθερία στην επιλογή των θεμάτων που δείχνουν να μην υπάρχει τίποτε στο διάβα του που να μην τον προκαλεί φωτογραφικά, αλλά και η διαφορετικότητα στη γωνία λήψης και η απόσταση από τα αντικείμενα που δίνουν μια ενδιαφέρουσα εικονογραφική ποικιλία στην αλληλουχία των φωτογραφιών.

Το έργο του Λέτσιου θα μπορούσε να παραλληλιστεί με αυτό του Τλούπα, που ήταν επίσης Θεσσαλός και αφοσιωμένος φωτογραφικά στο θεσσαλικό τοπίο και στους ανθρώπους του. Παρά τη συγγένεια αυτή και τις ομοιότητες στην πρόθεση, το έργο τους διαφέρει.

Ο Λέτσιος έπλασε έναν κόσμο πιο «εσωτερικό», σε σχέση με τον πιο εξωστρεφή κόσμο του Τλούπα, στον οποίον αναζήτησε μια βαθύτερη πνευματική ουσία. Το λεύκωμα, που επιμελήθηκε ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, είναι περιεκτικό, με «σφιχτό» περιεχόμενο, αποτελεί δείγμα μονογραφίας ως προς το μέγεθος και την ποιότητα της εκτύπωσης και αναδεικνύει το έργο του Λέτσιου, ο οποίος έχει ήδη κατοχυρώσει τη θέση του δίπλα στην τριανδρία των κλασικών φωτογράφων Μπαλάφα, Μελετζή, Τλούπα.

Στα εξήντα χρόνια της ενασχόλησής του με τη φωτογραφία, ο Δ. Λέτσιος κατέγραψε το ελληνικό τοπίο, το λαϊκό πολιτισμό, τον απλό άνθρωπο της υπαίθρου και τον καθημερινό μόχθο του. Το αρχείο του, 40.000 περίπου φωτογραφίες, αποτελεί μια πολύτιμη καλλιτεχνική, ιστορική, κοινωνική και λαογραφική παρακαταθήκη.

Ξεκινά από τα τέλη του μεσοπολέμου και επεκτείνεται σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Παρότι οι φωτογραφίες του διατρέχουν την ελληνική επικράτεια, μεγάλο μέρος του έργου του, εστιάζεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Θεσσαλία.

Ξεκίνησε να φωτογραφίζει το 1934 με μια φτηνή μηχανή και σταδιακά διέθεσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του, σ’ αυτή του την αγάπη. Στην Κατοχή οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ Βόλου και βγήκε στο βουνό στην περιοχή του Πηλίου. Μετά τα Δεκεμβριανά οδηγήθηκε στη φυλακή και την εξορία.

Οπως αναφέρει ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, «το έργο του άρχισε να αναγνωρίζεται κυρίως μεταπολιτευτικά, όπως και αυτό των Μπαλάφα, Τλούπα, Μελετζή, που αποτελούσαν άτυπη ομάδα με αρκετές κοινές καλλιτεχνικές αρχές. Στην τετρανδρία αυτή χρεώνεται σε ικανό βαθμό το μεγαλύτερο ίσως έργο, της μεταπολεμικής τουλάχιστον ελληνικής φωτογραφίας: η βαθιά προσέγγιση του λαϊκού, δημώδους πολιτισμού της υπαίθρου, μέσα από μια αυθεντική βιωματικότητα».

Ο Δ. Λέτσιος δε βιοποριζόταν από τη φωτογραφία. Ετσι, δώριζε γενναιόδωρα φωτογραφίες στους πρωταγωνιστές των εικόνων του, τιμώντας τους τόπους και τους ανθρώπους που στάθηκαν στο δρόμο του. «Ενδεικτικό στοιχείο της αντίληψης αυτής που είχε για το έργο του» σημειώνει ο Ηρακλης Παπαϊωάννου «είναι ότι δεχόταν με χαρά να το παρουσιάσει σε μικρές κοινότητες. Δε φωτογράφιζε δηλαδή τον απλό άνθρωπο της υπαίθρου προορίζοντας το έργο αυτό μόνο για το αστικό κοινό του Βόλου ή άλλων πόλεων, όπου ενδεχομένως η φωτογραφία εκτιμόνταν περισσότερο, αλλά έβρισκε ευχαρίστηση να μοιράζεται τις φωτογραφίες του με τους ίδιους απλούς ανθρώπους που εμφανίζονταν σ’ αυτές, ενώ και στις ίδιες τις κοινότητες χάριζε ενότητες του έργου του, θεωρώντας πως αποτελούν κομμάτι ιστορίας και ματιά στον καθρέφτη αυτογνωσίας».

Στα μεταπολεμικά χρόνια, σε πείσμα της θεαματικής στροφής που συντελέστηκε προς το θαλασσινό τοπίο και το Αιγαίο, ο Δ. Λέτσιος επιμένει να φωτογραφίζει τη «γυναίκα της γης», τον περιθωριοποιημένο θεσσαλικό κάμπο, την ιστορία της Κάρλας…

Κατά τον Γιάννη Μουγογιάννη, το έργο του διακρίνεται σε τρεις άτυπες χρονικές ενότητες. Η πρώτη κυριαρχείται από το τοπίο. Η δεύτερη υποδέχεται τον άνθρωπο, ως «υποκείμενο της ιστορικής πραγματικότητας». Η τρίτη υποκλίνεται στο χρώμα. Ωστόσο, η κάθε φάση δεν ακυρώνει τις προηγούμενες, αλλά προστίθεται σε αυτές ως διεύρυνση της προβληματικής του. Ο κύριος όγκος του έργου του έγινε με τετράγωνα ασπρόμαυρα αρνητικά, ενώ χρησιμοποιούσε πάντα το διαθέσιμο φυσικό φως. Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, ο Δ. Λέτσιος δε σκηνοθετούσε τις λήψεις του, παραμένοντας «οξυδερκής παρατηρητής και περιπατητής, που ανακάλυπτε συχνά τον κόσμο ως διαρκή ή στιγμιαία σκηνογραφία».

Στο πληθωρικό και πολύμορφο έργο τού Δημήτρη Λέτσιου διακρίνουμε τον άνθρωπο, τις κυρτωμένες γυναίκες του κάμπου με τα αυλακωμένα πρόσωπα από τον κόπο και την αγωνία, τις αθώες φυσιογνωμίες των παιδιών και τους περήφανους Πηλιορείτες «βρακάδες». Δεσπόζουν οι πλαγιές και οι κορφές των βουνών με τα δαρμένα από τον αέρα δένδρα, τα ορμητικά ρυάκια, οι εικόνες της αποξηραμένης Κάρλας με τις λίγες εναπομείνασες βάρκες. Αγιορείτικα τοπία που συνθέτουν τη Βυζαντινή μεγαλοπρέπεια των Μοναστηριών με την ταπεινότητα και ευλάβεια των μοναχών. Πηλιορείτικα αρχοντικά, πολλά από τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν, αλλά και τα αριστουργήματα της Πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς. Το σύνολο αυτό του έργου του το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα από τις διάφορες εκθέσεις που πραγματοποίησε, τα λίγα βιβλία που εκδόθηκαν, μα κυρίως από την επιμελημένη εργασία του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης , από τότε που απόκτησε και κατέχει το αρχείο του.

Χαρά των ματιών και συνάμα πνεύμα και μάθημα ελληνικότητας, απλότητας και λειτουργικής ομορφιάς, αποπνέει το ενδιαφέρον του Δημήτρη Λέτσιου για τον λαϊκό πολιτισμό, τον πολιτισμό της υπαίθρου που δεν ήταν ποτέ ακαδημαϊκό ή στο πλαίσιο καταγραφής ενός ηθογραφικού ρομαντισμού.

Είναι μια “εικονογράφηση” που συγκρινόμενη με τη σημερινή κατάσταση, μπορεί να αποτυπώσει ανάγλυφα το μέγεθος της λαθεμένης παρέμβασης που έγινε στο Πηλιορείτικο τοπίο, βορά στην υπηρεσία τής κακώς νοούμενης τουριστικής ανάπτυξης.

Όσοι γνώρισαν τον Δημήτρη Λέτσιο από κοντά, τον έχουν θαυμάσει και είχαν γίνει φίλοι του, τον ήξεραν να πάλλεται από νεανικό παλμό, από την παντοτινή αγάπη του για κάθε τι λαϊκό, ελληνικό. Πώς χαίρεται ένα ηλιοβασίλεμα, το σχήμα ενός βράχου, τη γραμμή ενός Αρχοντικού ή λαϊκού σπιτιού, την ανάπτυξη ενός παραδοσιακού οικισμού.

Τον θυμόμαστε με τι συγκίνηση παρουσίαζε τις φωτογραφίες των λαϊκών σπιτιών, των εκκλησιών, των λιθανάγλυφων και των λεπτομερειών των κτισμάτων, που οι απλοί οικοδόμοι έχτισαν με πενιχρά μέσα, σεβόμενοι τους κανόνες της αγνής ομορφιάς.Αυτή η αγάπη, η γεμάτη πάθος προς την λαϊκή παράδοση του ελληνικού λαού, έκανε το Δημήτρη Λέτσιο να τη βγάλει απ’ την καρδιά του, να τη φέρει στο φως με τη φωτογραφική του μηχανή και να διατηρηθεί με τον τρόπο αυτό αιώνια.

Για να μπορέσουν να τη δουν και άλλοι και να επωφεληθούν. Είναι η προσήλωσή του σε εκείνους τους λαϊκούς τεχνίτες τους εμποτισμένους στους αιώνες απ’ τα μαθήματα των προγόνων τους, που τον οδήγησε να διασώσει, εξ ονόματός τους και να καταστρώσει προς τιμήν τους, τον απολογισμό από τις πολλές περιδιαβάσεις του, πρώτα στον πηλιορείτικο χώρο, μετά στο Θεσσαλικό, αλλά και στο νησιωτικό περιβάλλον.

Όλες οι φωτογραφίες, όχι μόνο οι πιο σημαντικές, αλλά και οι απλούστερες, αποδίδονται στην καλύτερή τους άποψη. Ας προσθέσουμε ότι ο καλλιτέχνης αναμειγνύει το ανθρώπινο στοιχείο με τη λαϊκή δημιουργία και τα καθιστά ικανά να βαρύνουν την όψη των προτύπων του, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό τον θαυμασμό μας.

Οι φωτογραφίες του δεν χαρίζουν τίποτα στη «γλυκερή» εντύπωση. Για να διατηρήσει στα πρότυπα την ωραιότερή τους σημασία κι εμείς να έχουμε γι’ αυτά μια ακριβή και ζωντανή ιδέα, απομακρύνεται από εικόνες που είναι μισό μνήμη, μισό ανακάλυψη.

Σε μια εποχή γιομάτη από ασκήμιες και απάτες, σε κάθε έκφραση της ζωής μας, το έργο που μας άφησε ο Δημήτρης Λέτσιος, αξίζει να συστηθεί σ’ όσους ενδιαφέρονται για τη λαϊκή τέχνη και την παράδοση.

Ο Δημήτρης Λέτσιος προτίμησε την αλήθεια του ματιού, μεταφερόμενη στο φακό για τη φωτογραφία. Την ευχαρίστηση που αισθάνεται μας τη μεταδίδει, για να περιδιαβούμε τα μονοπάτια του Πηλίου, τις πλατείες, τις ανηφοριές με καλντερίμια, όπου σε μια στροφή μάς αναμένει μια θαυμάσια θέα, σε θάλασσες και στεριές μιας περιοχής πλούσιας σε ομορφιές, θρύλους και ιστορία.

Ευχαριστούμε και ευγνωμονούμε το μεγάλο μας φίλο, που σκέφτηκε πως τα ταπεινά σπίτια, τα Αρχοντικά, τα λιθανάγλυφα, οι εκκλησίες, τα καλντερίμια του λαϊκού δημιουργού, που φωτογράφισε με τόση αγάπη και συγκίνηση, είναι μια κληρονομιά ανεξάντλητη για να εμπνεύσει τη σημερινή αδιάφορη εποχή μας».

 Ο συγγραφέας Γιάννης Μουγογιάννης έγραψε, μεταξύ άλλων, στο περιοδικό ¨Μαγνησία¨, για τον Δημήτρη Λέτσιο : ¨Ύστερα από τον Κίτσο Μακρή, τη Νίτσα Κολιού,το Μένιο Μουρτζόπουλο, το Νίκο Κολοβό και τον Παναγιώτη Κατσιρέλο , έφυγε στις 16 του Γενάρη του 2008, κι ένας ακόμη εραστής της Τέχνης, ο Δημήτρης Λέτσιος, ο άνθρωπος με το σακούλι και τις μηχανές στον ώμο, που τριγύριζε παντού και αποθανάτιζε το παρόν που σε λίγο θα γινόταν μνήμη, Ολόκληρη η μεταπολεμική γενιά του πνευματικού Βόλου μας εγκατέλειψε, αφήνοντας σημαντικό έργο και παρακαταθήκες ποιότητας και ήθους. Μακάρι και οι επίγονοι ν’ακολουθήσουν το παράδειγμά τους, μακριά από ψευδαισθήσεις ταχείας ανάδειξης και υπεροπτικής στάσης ζωής.

Μια διαδρομή ασίγαστου πάθους και ανειρήνευτης ανάδειξης των πηγών της ιστορίας μας ,των ηθών και των εθίμων του λαού μας και των εκφάνσεων του πολιτιστικού του βίου. Κι’όλα αυτά διά μέσου των δυνατοτήτων που του παρείχε ο φωτογραφικός φακός.

De Siris