Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

Επαμεινώνδας


Επαμεινώνδας

Ο Επαμεινώνδας γεννήθηκε το 418 π.Χ και σκοτώθηκε στις 4 Ιουλίου 362 π.Χ, ήταν στρατηγός και πολιτικός της Θήβας, ο οποίος, τον 4ο αιώνα, απάλλαξε τη Θήβα από τη σπαρτιατική υποταγή και τη μετέτρεψε σε ισχυρή πόλη-κράτος. Νίκησε τους Σπαρτιάτες στη μάχη των Λεύκτρων και απελευθέρωση τους Μεσσήνιους οπλίτες, οι οποίοι ήταν υποταγμένοι στη Σπάρτη για 230 χρόνια, μετά την ήττα τους στο Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο, ο οποίος έληξε το 600 π.Χ. Ο Επαμεινώνδας κατέλυσε τις ως τότε συμμαχίες και δημιούργησε νέες.

Ο Ρωμαίος ρήτορας Μάρκος Τύλλιος Κικέρωνας τον χαρακτήρισε ως «πρώτο άνδρα της Ελλάδας». Παρά τις προσπάθειες του, το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν άλλαξε, καθώς η Θηβαϊκή ηγεμονία καταλύθηκε, από το Μέγα Αλέξανδρο, 27 χρόνια μετά τον θάνατο του Επαμεινώνδα. Ο Επαμεινώνδας παρουσιάζεται από τους σύγχρονούς του ως ιδεαλιστής και ελευθερωτής.

Πηγές

Η ζωή του Επαμεινώνδα δεν καταγράφεται σε μεγάλο βαθμό από τις αρχαίες πηγές όπως αυτές των συγχρόνων του (παραδείγματος χάρη του Φίλιππου της Μακεδονίας). Η αιτία για αυτό αποτελεί η μερική καταστροφή των εγγράφων του Πλούταρχου για τη βιογραφία του Επαμεινώνδα. Ο Πλούταρχος κάνει αναφορά στον Επαμεινώνδα στο έργο του Βίοι Παράλληλοι - ωστόσο το έργο καταστράφηκε. Ο Πλούταρχος θεωρείται δευτερογενής πηγή.

Μερικές πληροφορίες για τη ζωή του Επαμεινώνδα μπορούν να βρεθούν στις Ζωές του Πλούταρχου μαζί με αυτές του Πελοπίδα και του Αγησίλαου Β', οι οποίοι ήταν σύγχρονοι του Επαμεινώνδα. Υπάρχουν επίσης πληροφορίες σε έγγραφα του Ρωμαίου συγγραφέα Κορνέλιου Νέπου.

Η περίοδος της ελληνικής ιστορίας από το 411 μέχρι το 362 π.Χ. καταγράφεται από τον ιστορικό Ξενοφώντα, ο οποίος θεωρούσε τη δουλειά του ως συνέχεια του έργου του Θουκυδίδη, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο Ξενοφών, ο οποίος ειδωλοποίησε τη Σπάρτη και τον βασιλιά της, δεν καταγράφει τη παρουσία του Επαμεινώνδα στη μάχη των Λεύκτρων. Αναφορά στον ρόλο του Επαμεινώνδα στις συγκρούσεις του 4ου αιώνα π.Χ. γίνεται και στην Ιστορική Βιβλιοθήκη του Διόδωρου Σικελιώτη. Ο Διόδωρος ήταν ιστορικός του 1ου αιώνα π.Χ., για αυτό και θεωρείται δευτερογενής πηγή.

Παιδικά χρόνια

Ο Επαμεινώνδας ήταν μέλος της αριστοκρατίας της Θήβας. Ο Κορνέλιος Νέπος θεωρεί πως ο πατέρας του, Πολύμνις, αποκληρώθηκε από τους προγόνους του. Δάσκαλος του Επαμεινώνδα ήταν ο τελευταίος γνωστός Πυθαγόρειος φιλόσοφος, Λύσις του Ταράντα. Ο Επαμεινώνδας ήταν άριστος μαθητής. Ο Νέπος επίσης καταγράφει πώς ο νεαρός Επαμεινώνδας δούλευε σκληρά για να αυξήσει τη σωματική του δύναμη, καθώς θεωρούσε πως η ευκινησία ήταν το κύριο όπλο για τη νίκη σε ένα πόλεμο.

Ο Επαμεινώνδας άρχισε να υπηρετεί ως στρατιώτης μετά την ενηλικίωση του - ο Πλούταρχος αναφέρει ένα περιστατικό, το οποίο έλαβε χώρα στη μάχη της Μαντινείας, και επηρέασε τον Επαμεινώνδα. Χωρίς να δηλώνεται ρητά, πιθανόν αυτή να ήταν η σπαρτιατική επίθεση στη Μαντινεία το 385 π.Χ, την οποία περιέγραψε ο Ξενοφώντας - ο Πλούταρχος καταγράφει πώς ο Επαμεινώνδας συμμετείχε στη μάχη ως μέλος της θηβαϊκής μονάδας βοήθειας, η οποία βοηθούσε τους Σπαρτιάτες, για αυτό και η μάχη ταιριάζει με τη περιγραφή του Ξενοφώντα. Ο Επαμεινώνδας, ακόμα νέος, συμμετείχε στη μάχη της Μαντινείας.

Εκεί, στη Μαντινεία, συνέβη ένα σημαντικό γεγονός για τη ζωή του Επαμεινώνδα. Στη μάχη, ο Επαμεινώνδας έσωσε τη ζωή του Πελοπίδα

Ο Πελοπίδας, μετά από 7 χτυπήματα, έπεσε κοντά σε ένα πλήθος από δικούς του και εχθρούς - αλλά ο Επαμεινώνδας, παρόλο που τον θεώρησε νεκρό, στάθηκε μπροστά για να υπερασπιστεί το σώμα και τα χέρια του, μόνος εναντίον πολλών, προτιμώντας να πεθάνει παρά να αφήσει τον Πελοπίδα να βρίσκεται πεσμένος εκεί. Και τώρα, ο Επαμεινώνδας βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, καθώς είχε δεχθεί χτύπημα από δόρυ στο στήθος. Προς καλή του τύχη, ο Αγησίπολις, βασιλιάς των Σπαρτιατών, έσπευσε σε βοήθεια, και έσωσε και τον Πελοπίδα και τον Επαμεινώνδα.

Ο Πλούταρχος θεωρεί πως αυτό το περιστατικό έκανε τη φιλία τους πιο δυνατή, καθώς ο Πελοπίδας θα ήταν βοηθός του Επαμεινώνδα για τα επόμενα 20 χρόνια.

Πολιτική και στρατιωτική καριέρα

Πρώιμη ιστορία

Ο Επαμεινώνδας έζησε την περίοδο της ταραχής στην ελληνική ιστορία. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου το 404 π.Χ, η Σπάρτη τήρησε επιθετική πολιτική απέναντι στην υπόλοιπη Ελλάδα και αλλοτρίωσε πολλούς από τους συμμάχους της. Η Θήβα, εν τω μεταξύ, αύξησε τη δύναμη της κατά τη διάρκεια του πολέμου και θέλησε να πάρει υπό κατοχή της τις πόλεις της Βοιωτίας. Αυτή η πολιτική, οδήγησε σε σύγκρουση, μεταξύ της Θήβας και της Σπάρτης. Το 395 π.Χ, η Θήβα, μαζί με την Αθήνα, τη Κόρινθο και το Άργος, άρχισε πόλεμο με τη Σπάρτη, γνωστό ως Κορινθιακό Πόλεμο. Ο πόλεμος διήρκεσε για 8 χρόνια, και η Θήβα αναγκάστηκε να συνάψει ξανά συμμαχία με τη Σπάρτη.

Το 382 π.Χ, ωστόσο, ο Σπαρτιάτης διοικητής Φοιβίδας διέπραξε κάτι που θα έκανε για τα καλά τη Θήβα εχθρό της Σπάρτης. Αφού διέσχισε με εκστρατεία τη Βοιωτία, ο Φοιβίδας εκμεταλλεύτηκε την εμφύλια διαμάχη στη Θράκη για να μπεί στην πόλη με τον στρατό του. Εκεί, κατέλαβε τη Καδμεία (ακρόπολη της Θήβας), και έδιωξε το αντισπαρτιατικό κόμμα από την πόλη. Ο Επαμεινώνδας, παρόλο που ανήκε στη παράταξη, είχε το δικαίωμα να μείνει στη Θήβα. Η Σπάρτη διόρισε κυβέρνηση στη Θήβα, και ζήτησε από τη Καδμεία να εγγυηθεί για τη συμπεριφορά της Θήβας.

Αρχή

378 π.Χ - Θηβαϊκή εξέγερση

Στα χρόνια που ακολούθησαν τη σπαρτιατική κατοχή, οι εξορισμένοι Θηβαίοι συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και, με διαταγή του Πελοπίδα, ετοιμάστηκαν να ελευθερώσουν την πόλη τους. Εν τω μεταξύ, στη Θήβα, ο Επαμεινώνδας, ετοίμαζε τους νεαρούς Θηβαίους για να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες. Τον χειμώνα του 379 π.Χ, μια μικρή ομάδα από εξορισμένους, με αρχηγό τον Πελοπίδα, έφθασε στην πόλη. Αυτή η ομάδα έλαβε την υποστήριξη του αντισπαρτιατικού κόμματος, του Επαμεινώνδα και του Γοργίδα, ο οποίος διοικούσε μια ομάδα από νεαρούς άνδρες, και ενός σώματος Αθηναίων οπλίτων, και περικύκλωσαν τους Σπαρτιάτες στη Καδμεία. Την επόμενη μέρα, ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίδας έφεραν τον Πελοπίδα και τους άνδρες του κοντά στην πόλη και τους προέτρεψαν να πολεμήσουν για την ελευθερία τους. Η Καδμεία περικυκλώθηκε και οι Σπαρτιάτες δέχθηκαν επίθεση - ο Πελοπίδας κατάλαβε πως έπρεπε να νικήσει τους Σπαρτιάτες πριν να φθάσουν δυνάμεις από τη Σπάρτη. Η σπαρτιατική φρουρά παραδόθηκε με τον όρο ότι θα μπορούσε να φύγει μακριά χωρίς να δεχθεί επίθεση.

Ο Πλούταρχος καταγράφει για την εξέγερση στη Θήβα:
...αυτός ο πόλεμος γίνεται πιο ένδοξος λόγω της αλλαγής της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα. Αυτός ο πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα τη λήξη της ηγεμονίας της Σπάρτης....

378-371 π.Χ. Επακόλουθα

Όταν το νέο για την εξέγερση στη Θήβα έφθασε στη Σπάρτη, μια στρατιά με αρχηγό τον Κλεόμβροτο στάλθηκε για να ανακαταλάβει την πόλη, αλλά δεν τα κατάφερε. Μια άλλη στρατιά με αρχηγό τον Αγησίλαο Β' στάλθηκε για να επιτεθεί στους Θηβαίους. Ωστόσο, οι Θηβαίοι απέφυγαν να αναμετρηθούν σε μάχη με τους Σπαρτιάτες, αντιθέτως έστησαν μια τάφρο έξω από την πόλη, για να σταματήσουν τους Σπαρτιάτες. Οι Σπαρτιάτες κατέστρεψαν την ύπαιθρο αλλά υποχώρησαν, αφήνοντας τους Θηβαίους ανεξάρτητους. Αυτή η νίκη ενθάρρυνε τους Θηβαίους, οι οποίοι επιτέθηκαν στους γείτονες τους. Σε μια μικρή περίοδο η Θήβα πήρε τον έλεγχο της Βοιωτίας. Οι πόλεις της Βοιωτίας ενώθηκαν σε συνομοσπονδία με αρχηγούς 7 στρατηγούς, 1 από κάθε πόλη της Βοιωτίας.

Προσπαθώντας να συντρίψουν τους Θηβαίους, οι Σπαρτιάτες θα επιτεθούν 3 φορές στη Βοιωτία κατά τη διάρκεια των προσεχών χρόνων. Στη πρώτη προσπάθεια, οι Θηβαίοι φοβήθηκαν να αντιμετωπίσουν ανοιχτά τους Σπαρτιάτες, αλλά από αυτή τη σύγκρουση έμαθαν πολλά στη πολεμική τέχνη. Παρά το γεγονός ότι η Σπάρτη παρέμενε η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας, οι Βοιωτοί έδειξαν πώς και αυτοί έχουν μεγάλη δύναμη. Την ίδια στιγμή, ο Πελοπίδας, ένας αντι-Σπαρτιατικός πολιτικός, έγινε ένας από τους πολιτικούς αρχηγούς της Θήβας.

Ο ρόλος του Επαμεινώνδα στα έτη έως το 371 π.Χ είναι δύσκολο να ενωθεί. Βέβαια, είχε βοηθήσει τον θηβαϊκό στρατό να υπερασπιστεί τη Βοιωτία το 370 π.Χ, και τον επόμενο χρόνο έγινε Βοιωτάρχης. Είναι βέβαιο, δεδομένου της φιλίας τους, πως ο Πελοπίδας και ο Επαμεινώνδας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη πολιτική της Θήβας τα έτη 378-371 π.Χ.

Σύνοδος ειρήνης του 371 π.Χ

Τα χρόνια που ακολούθησαν τη θηβαϊκή εξέγερση είδαν διαμάχες μεταξύ Θήβας και Σπάρτης, μαζί με τη συμμετοχή της Αθήνας. Έγινε μια προσπάθεια για συμφωνία ειρήνης το 375 π.Χ, αλλά απέτυχε καθώς η Αθήνα και η Σπάρτη άρχισαν να συγκρούονται το 373 π.Χ. Το 371, η Αθήνα και η Σπάρτη συνέχιζαν τις συγκρούσεις, και τότε, στη Σπάρτη, συγκεντρώθηκαν οι απεσταλμένοι των πόλεων για να συνάψουν ειρήνη.

Ο Επαμεινώνδας ως Βοιωτάρχης το 371 π.Χ, εκπροσώπησε τη Βοιωτία στη σύνοδο ειρήνης. Στη σύνοδο συμφωνήθηκαν όροι ειρήνης και οι Θηβαίοι τους δέχθηκαν. Ωστόσο, την επόμενη μέρα, ο Επαμεινώνδας προκάλεσε δραστική ρήξη με τη Σπάρτη, καθώς επέμεινε να υπογράψουν όχι μόνο οι Θηβαίοι, αλλά και όλοι οι Βοιωτοί τους όρους. Ο Αγησίλαος αρνήθηκε, καθώς θεωρούσε πώς όλες οι πόλεις της Βοιωτίας έπρεπε να είναι ανεξάρτητες. Ο Επαμεινώνδας επέστρεψε στη Θήβα, όπου προετοιμάστηκε για πόλεμο με τη Σπάρτη.

Μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ)

Αμέσως μετά την αποτυχία στη συμφωνία ειρήνης, από τη Σπάρτη στάλθηκαν μονάδες στρατού στον Κλεόμβροτο, ο οποίος ήταν αρχηγός του στρατού στη Φωκίδα, με διαταγή να κατευθυνθεί στη Βοιωτία. Ο Κλεόμβροτος απέφυγε τις ορεινές περιοχές, όπου οι Βοιωτοί του έστησαν ενέδρα, και κατέλαβε ένα οχυρό μαζί με 10 ή 12 τριήρεις. Βαδίζοντας στη Θήβα, σταμάτησε στα Λεύκτρα, περιοχή των Θεσπίων. Εκεί, ο στρατός των Βοιωτών έφθασε για να τον αντιμετωπίσει. Οι Σπαρτιάτες είχαν στη κατοχή τους 10.000 οπλίτες, συμπεριλαμβανομένων και 700 ομοίων. Οι Βοιωτοί είχαν στη κατοχή τους 6.000 οπλίτες, αλλά είχαν καλύτερο ιππικό από αυτό των Πελοποννησίων.

Ο Επαμεινώνδας ανέλαβε, μαζί με τους υπόλοιπους έξι Βοιωτάρχες, τη διοίκηση του βοιωτικού στρατού, ενώ ο Πελοπίδας ανέλαβε τη διοίκηση του θηβαϊκού στρατού. Πριν τη μάχη, υπήρξαν διαφωνίες αν έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες ή όχι. Ο Επαμεινώνδας και ο Πελοπίδας αποφάσισαν να δεχθούν τη μάχη. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Επαμεινώνδας χρησιμοποίησε τακτική, άγνωστη για τα τότε δεδομένα του πολέμου στην Ελλάδα.

Ο σχηματισμός της φάλαγγας ήταν συνηθισμένος εκείνη την εποχή, για αυτό και τα ελληνικά στρατεύματα χτυπούσαν τον εχθρό στο δεξί του πλευρό. Ο κάθε οπλίτης καλυπτόταν από την ασπίδα του οπλίτη στα δεξιά του, ενώ ο τελευταίος έμενε ακάλυπτος. Παραδοσιακά, οι στρατοί έβαζαν τους καλύτερους στρατιώτες τους στα δεξιά, για να κρατούν την ισορροπία. Η σπαρτιατική φάλαγγα παρέταξε τους καλύτερους Σπαρτιάτες στα δεξιά και τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους στα αριστερά. Ωστόσο, για να αντιμετωπίσει την αριθμητική υπεροχή των Σπαρτιατών, ο Επαμεινώνδας υλοποίησε δύο τακτικές καινοτομίες. Πρώτα, μετέφερε το καλύτερο του στρατεύμα στα αριστερά, πίσω από το στράτευμα του Πελοπίδα. Δεύτερο, μετέφερε τους χειρότερους στρατιώτες του στα δεξιά, διατάζοντας τους να αποσύρονται σταδιακά κατά τη διάρκεια της επίθεσης των αντιπάλων. Αυτή η τακτική είχε χρησιμοποιηθεί στη μάχη του Δηλίου, από τον στρατηγό Παγώνδα. Ωστόσο, η πλάγια θέση των στρατιωτών αποτελούσε, τότε, καινοτομία.

Η μάχη στα Λεύκτρα άρχισε με σύγκρουση των 2 ιππικών, όπου οι Θηβαίοι κατατρόπωσαν τους Σπαρτιάτες και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν. Τότε, η μάχη έγινε γενική, και το αριστερό πλευρό των Θηβαίων επιτέθηκε ενώ το δεξί αποσύρθηκε. Μετά από σκληρή μάχη, οι Σπαρτιάτες υποχώρησαν και ο Κλεόμβροτος σκοτώθηκε. Οι Πελοποννήσιοι, βλέποντας πώς οι Σπαρτιάτες ήταν ανίκανοι να συνεχίσουν τη μάχη και υποχωρούσαν, αποφάσισαν και αυτοί να υποχωρήσουν. Στη μάχη σκοτώθηκαν 1.000 Σπαρτιάτες, ενώ οι Βοιωτοί έχασαν μόνο 300 άνδρες. Αυτή η ήττα αποτελούσε σοβαρό πλήγμα για τη στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης. Μετά τη μάχη, οι Σπαρτιάτες και οι Πελοποννήσιοι ζήτησαν να μεταφέρουν τους νεκρούς τους από το πεδίο της μάχης στη πατρίδα τους, και τότε ο Επαμεινώνδας τους ζήτησε να δεχθούν πώς οι Θηβαίοι ήταν πιο δυνατοί από αυτούς.

Η νίκη των Θηβαίων στα Λεύκτρα κλόνισε τη σπαρτιατική κυριαρχία στην Ελλάδα. Καθώς οι Σπαρτιάτες είχαν πάντα λίγους στρατιώτες, οι Πελοποννήσιοι, οι οποίοι βρισκόταν υπό τη κατοχή της Σπάρτης, αναγκάζονταν να τους παρέχουν στρατό. Ωστόσο, μετά την ήττα στα Λεύκτρα και σε άλλες μάχες, οι Πελοποννήσιοι δεν προσφέρθηκαν να παρέχουν στρατό στη Σπάρτη.

Θηβαϊκή ηγεμονία

Μετά τη μάχη στα Λεύκτρα, οι Θηβαίοι χρησιμοποίησαν τη νίκη τους για να πάρουν εκδίκηση από τη Σπάρτη - για αυτό και ζήτησαν από τους Αθηναίους να τους βοηθήσουν και να πράξουν το ίδιο. Ωστόσο, οι συμμάχοι της Θήβας, με αρχηγό τον Ιάσωνα των Φερών, τους απέτρεψαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Ο Επαμεινώνδας, όμως, αποφάσισε να εδραιώσει τη Βοιωτική συνομοσπονδία, αναγκάζοντας τη παλιά πόλη-σύμμαχο της Σπάρτης, τη πόλη του Ορχομενού, να δεχθεί να γίνει μέλος της συνομοσπονδίας.

Τον επόμενο χρόνο οι Θηβαίοι εισέβαλλαν στη Πελοπόννησο. Δεν είναι γνωστό πότε οι Θηβαίοι άρχισαν να σκέφτονται για τη καταστροφή της σπαρτιατικής ηγεμονίας, καθώς και για τη δημιουργία της δικής τους ηγεμονίας, αλλά είναι ξεκάθαρο πως τα κατάφεραν. Ο Χανς Μπέκ υποστηρίζει πως, αντίθετα με τη Σπάρτη στη Πελοποννησιακή Συμμαχία και την Αθήνα στη Δηλιακή Συμμαχία, η Θήβα δεν προσπάθησε να δημιουργήσει μια δική της αυτοκρατορία ούτε προσπάθησε να πείσει τους συμμάχους της να μείνουν στη συνομοσπονδία της. Μετά τη νίκη στα Λεύκτρα, η Θήβα επικεντρώθηκε σε διπλωματικές σχέσεις με τη Κεντρική Ελλάδα, παρά με την επέκταση της ηγεμονίας της. Στα τέλη του 370, η Θήβα είχε πολλούς συμμάχους στη Κεντρική Ελλάδα, κάτι που δεν είχε πριν τη μάχη των Λεύκτρων.
Πρώτη εισβολή στη Πελοπόννησο (370 π.Χ)

Αμέσως μετά τη μάχη των Λεύκτρων, οι Θηβαίοι έστειλαν κήρυκα στην Αθήνα για να μάθουν οι Αθηναίοι τη νίκη των Θηβαίων στη μάχη. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να λάβουν την υπεροχή και να καταστρέψουν τη ηγεμονία της Σπάρτης. Αποφάσισαν, όπως και το 371 π.Χ, πώς όλες οι πόλεις της Πελοποννήσου, οι οποίες ήταν υπό τη κατοχή της Σπάρτης, θα λάμβαναν την ανεξαρτησία τους.

Αξιοποιώντας το γεγονός, οι κάτοικοι της Μαντινείας αποφάσισαν να ενώσουν τους οικισμούς τους σε μια ενιαία πόλη και να τους ενισχύσουν, κάτι που δεν άρεσε στον Αγησίλαο. Επιπλέον, η Τεγέα, χάρη στη στήριξη της Μαντινείας, αποφάσισε να ιδρύσει μια αρκαδική συμμαχία. Αυτό ανάγκασε τους Σπαρτιάτες να κυρήξουν πόλεμο στη Μαντινεία και οι υπόλοιπες αρκαδικές πόλεις συγκεντρώθηκαν για να αντισταθούν στους Σπαρτιάτες και ζήτησαν τη βοήθεια της Θήβας. Ο θηβαϊκός στρατός έφθασε στα τέλη του 370 π.Χ, με αρχηγούς τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα. Καθώς κατευθυνόνταν στην Αρκαδία, οι Θηβαίοι έλαβαν στρατό από πρώην συμμάχους της Σπάρτης (50-70 χιλιάδες άνδρες). Στην Αρκαδία, ο Επαμεινώνδας ενθάρρυνε τους Αρκάδες να χτίσουν μια νέα πόλη, τη Μεγαλόπολη.

Ο Επαμεινώνδας, με υποστήριξη του Πελοπίδα και των Αρκάδων, πίεσε τους υπόλοιπους Βοιωτάρχες να εισβάλλουν στη Λακωνία. Αφού κινήθηκαν νότια, διέσχισαν τον ποταμό Ευρώτα, στα σύνορα της Σπάρτης, όπου δεν συνάντησαν στρατό. Οι Σπαρτιάτες, απρόθυμοι να στείλουν μεγάλο στρατό σε μάχη, υπερασπίστηκαν την πόλη τους, την οποία οι Θηβαίοι δεν σκόπευαν να καταλάβουν. Οι Θηβαίοι και οι συμμάχοι τους κατέστρεψαν τη Λακωνία, φθάνοντας μέχρι το Γύθειο, απελευθερώνοντας κάποιες πόλεις από τη σπαρτιατική κατοχή. Ο Επαμεινώνδας επέστρεψε στην Αρκαδία, πριν να κινηθεί και πάλι νότια, αυτή τη φορά στη Μεσσηνία, μια περιοχή την οποία οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν 200 χρόνια πριν. Ο Επαμεινώνδας απελευθέρωσε τους είλωτες της Μεσσηνίας, και ξανάχτισε την αρχαία πόλη της Μεσσήνης στη κορυφή της Ιθώμης. Η απώλεια της Μεσσηνίας αποδείχθηκε καταστροφική για τους Σπαρτιάτες, καθώς στη περιοχή ζούσε το 1/3 των ειλωτών της Σπάρτης.

Η εκστρατεία του Επαμεινώνδα, τα έτη 370/369, περιγράφονται ως «μεγάλη στρατηγική έμμεσης προσέγγισης», η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη καταστροφή των οικονομικών ρίζων της σπαρτιατικής στρατιωτικής υπεροχής. Σε λίγους μήνες, ο Επαμεινώνδας δημιούργησε δύο εχθρικά κράτη τα οποία ήταν εναντίον της Σπάρτης, αλλά κατάφερε να καταστρέψει το γόητρο της Σπάρτης.

Δίκη

Για να πετύχει τους στόχους του στη Πελοπόννησο, ο Επαμεινώνδας ανάγκασε τους Βοιωτάρχες να παραμείνουν στη θέση τους για αρκετούς μήνες μετά το τέλος της θητείας τους. Όταν επέστρεψε στη Θήβα, ο Επαμεινώνδας δεν έγινε δεκτός σαν ήρωας, αλλά δικάστηκε από τους πολιτικούς εχθρούς του. Σύμφωνα με τον Κορνήλιο Νέπο, ο Επαμεινώνδας ζήτησε, σε περίπτωση που καταδικαστεί σε θάνατο, η επιγραφή για την ετυμηγορία να ήταν η εξής:

Ο Επαμεινώνδας καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Θηβαίους, επειδή τους υποχρέωσε να ανατρέψουν τους Λακεδεμόνιους στα Λεύκτρα, κάτι που, πριν γίνει ο ίδιος στρατηγός, δεν επεχείρησε να κάνει κάποιος Βοιωτάρχης, κάτι που έσωσε τη Θήβα από την καταστροφή, αλλά και κάτι που έδωσε ελευθερία σε όλη την Ελλάδα.

Οι δικαστές ξέσπασαν σε γέλια, απέσυραν τις κατηγορίες και ο Επαμεινώνδας έγινε ξανά Βοιωτάρχης τον επόμενο χρόνο.

Δεύτερη εισβολή στη Πελοπόννησο (369 π.Χ)

Το 369 π.Χ, οι Αργείοι, οι Ηλείοι και οι Αρκάδες, πρόθυμοι να συνεχίσουν τον πόλεμο με τη Σπάρτη, ξανακάλεσαν τη Θήβα για να τους βοηθήσει. Ο Επαμεινώνδας άρχισε νέα εκστρατεία. Φθάνοντας στον Ισθμό της Κορίνθου, οι Θηβαίοι τον βρήκα γεμάτο από Σπαρτιάτες και Αθηναίους. Ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να επιτεθεί στο πιο αδύνατο σημείο, όπου βρισκόταν οι Λακεδαιμόνιοι. Οι Θηβαίοι πήραν μια εύκολη νίκη και διέσχισαν τον Ισθμό. Ο Διόδωρος τονίζει πώς αυτό «αποτελεί κατόρθωμα ίσο με τα θαυμαστά έργα του Επαμεινώνδα».

Ωστόσο, η εκστρατεία δεν είχε πολύ καλό αποτέλεσμα: η Σικυώνα και η Πελλήνη έγιναν σύμμαχοι της Θήβας, η ύπαιθρος της Τροιζήνας και της Επίδαυρου καταστράφηκαν, αλλά οι πόλεις δεν καταλήφθηκαν. Οι Θηβαίοι απέτυχαν να καταλάβουν τη Κόρινθο, και όταν ο Διονύσιος των Συρακούσεων έστειλε βοήθεια στη Σπάρτη, οι Θηβαίοι επέστρεψαν στη πατρίδα τους.

Θεσσαλία (368 π.Χ)

Όταν ο Επαμεινώνδας επέστρεψε στη Θήβα, συνέχισε να μαστίζεται από τους πολιτικούς εχθρούς του, οι οποίοι τον έδιωξαν για δεύτερη φορά. Το 368 π.Χ, λόγω αυτού, δεν έλαβε το αξίωμα του Βοιωτάρχη. Αυτή είναι η μοναδική φορά από τη μάχη των Λεύκτρων μέχρι τον θάνατο του, όταν ο Επαμεινώνδας δεν υπηρέτησε ως Βοιωτάρχης. Το 368, ο θηβαϊκός στρατός βάδισε στη Θεσσαλία για να απελευθερώσει τον Πελοπίδα και τον Ισμηνία, τους οποίους είχε φυλακίσει ο Αλέξανδρος των Φερών. Ο θηβαϊκός στρατός δεν κατάφερε να νικήσει τον στρατό του Αλέξανδρου και αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Στις αρχές του 367 π.Χ, ο Επαμεινώνδας οδήγησε ένα νέο σώμα Θηβαίων για να απελευθερώσει τον Πελοπίδα και τον Ισμηνία, κάτι που κατάφερε να κάνει χωρίς μάχη.

Τρίτη εισβολή στη Πελοπόννησο (367 π.Χ)

Την άνοιξη του 367 π.Χ, ο Επαμεινώνδας εισέβαλλε ξανά στη Πελοπόννησο. Ένας στρατός από Αργείους κατέλαβε ένα μέρος του Ισθμού μετά από διαταγή του Επαμεινώνδα, επιτρέποντας στους Θηβαίους να εισέλθουν στη Πελοπόννησο. Με την ευκαιρία αυτή, ο Επαμεινώνδας βάδισε προς την Αχαΐα, ώστε να εξασφαλίσει την υποταγή της στη Θήβα. Η υποδοχή των Αχαιών ολιγαρχικών από τον Επαμεινώνδα προκάλεσε διαμαρτυρίες τόσο μεταξύ των Αρκάδων και των πολιτικών εχθρών του Επαμεινώνδα: οι δημοκρατικοί ξεσηκώθηκαν και οι ολιγαρχικοί εξορίστηκαν. Τα νέα δημοκρατικά κράτη δεν έζησαν πολύ καιρό, καθώς οι προσπαρτιατικές αριστοκρατικές τάξεις κατέλαβαν τη κάθε πόλη και επανέφεραν την ολιγαρχία. Οι νέες ολιγαρχικές κυβερνήσεις πήραν το μέρος της Σπάρτης και έγιναν εχθροί της Θήβας.

Αντίσταση στη Θήβα

Το 366/365 π.Χ έγινε προσπάθεια για κοινή ειρήνη, με τον Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Β' ως εγγυητή. Η Θήβα οργάνωσε συνέδριο για να συζητηθούν οι όροι της ειρήνης, αλλά το συνέδριο απέτυχε: υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ της Θήβας και άλλων πόλεων-κρατών και η ειρήνη δεν έγινε πλήρως αποδεκτή, κάτι που σήμαινε πώς ο πόλεμος θα συνεχιζόταν.

Καθόλη τη δεκαετία μετά τη μάχη των Λεύκτρων, πολλοί από τους πρώην συμμάχους της Θήβας έγιναν σύμμαχοι της Σπάρτης ή άλλων εχθρικών κρατών. Στα μέσα αυτής της δεκαετίας, ως και οι Αρκάδες (τους οποίους ο Επαμεινώνδας βοήθησε το 369 π.Χ) είχαν γυρίσει εναντίον της Θήβας. Παρόλο αυτά, ο Επαμεινώνδας κατάφερε να διαλύσει τη Πελοποννησιακή Συμμαχία: το 365 π.Χ, η Κόρινθος, η Επίδαυρος και ο Φλειούς υπέγραψαν ειρήνη με τη Θήβα και το Άργος), και η Μεσσηνία παρέμεινε ανεξάρτητη και έγινε σύμμαχος της Θήβας.

Οι στρατοί της Βοιωτίας είχαν εκστρατεύσει σε όλη την Ελλάδα και απέκτησαν πολλούς εχθρούς. Ο δήμος της Θήβας ζήτησε από τον Επαμεινώνδα να καταλάβει την Ρόδο, τη Χίο και το Βυζάντιο. Ο στόλος απέπλευσε τελικά το 364 π.Χ, αλλά μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πως ο Επαμεινώνδας δεν είχε σκοπό να αποσπάσει διαρκή οφελή από αυτή την εκστρατεία. Το ίδιο έτος, ο Πελοπίδας σκοτώθηκε σε εκστρατεία κατά του Αλέξανδρου των Φερρών.

Τέταρτη εισβολή στη Πελοπόννησο (362 π.Χ)

Το 362 π.Χ, ο Επαμεινώνδας ξεκίνησε τη τελική του εκστρατεία στη Πελοπόννησο. Κύριος στόχος της εκστρατείας αποτελούσε η υποταγή της Μαντινείας, η οποία αντιστεκόταν στη θηβαϊκή επιρροή στη γύρω περιοχή. Ο Επαμειώνδας μάζεψε στρατό από τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία και την Εύβοια. Δέχθηκε βοήθεια από τη Τεγέα, το Άργος, τη Μεσσηνία καθώς και από κάποιους Αρκάδες. Η Μαντινεία, από την άλλη πλευρά, έλαβε βοήθεια από τη Σπάρτη, την Αθήνα, την Αχαΐα, καθώς και από ένα μέρος της Αρκαδίας. Όλη η υπόλοιπη Ελλάδα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: το ένα βοηθούσε τη Θήβα ενώ το υπόλοιπο τη Μαντινεία.

Ο Επαμεινώνδας έμαθε πως οι Σπαρτιάτες έστειλαν στρατό στη Μαντινεία και πως η Σπάρτη ήταν απροστάτευτη. Για αυτό και αποφάσισε να επιτεθεί στη Σπάρτη κατά τη διάρκεια μιας νύχτας. Ωστόσο, ο βασιλιάς της Σπάρτης, Αρχίδαμος, έμαθε το σχέδιο του Επαμεινώνδα από ένα πληροφοριοδότη, πιθανόν Κρητικού δρομέα, και κατάφερε να φέρει τους στρατιώτες του στη Σπάρτη. Μόλις έφθασε στη Σπάρτη, ο Επαμεινώνδας τη βρήκε καλά προστατευμένη. Αν και επιτέθηκε στη πόλη, ο Επαμεινώνδας κατάλαβε πως η επίθεση δεν αποτελούσε έκπληξη για τους Σπαρτιάτες. Επιπλέον, στρατεύματα των Λακεδαιμόνιων και της Μαντινείας έφυγαν από τη Μαντινεία με κατεύθυνση τη Σπάρτη, ώστε να αποτρέψουν τον Επαμεινώνδα να επιτεθεί στη Σπάρτη. Ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να επιτεθεί αιφνιδιαστικά στη Μαντινεία, αλλά το σχέδιο του απέτυχε καθώς συνάντησε αντίσταση από το αθηναϊκό ιππικό στα τείχη της πόλης. Συνειδητοποιώντας ότι χρόνος για εκστρατείες δεν είχε απομείνει, και πως αν δεν νικήσει τους εχθρούς της Τεγέας, η Θήβα θα χάσει την επιρροή της στη Πελοπόννησο, αποφάσισε να δώσει μια αποφασιστική μάχη.

Στη Μαντινεία διεξήχθη η μεγαλύτερη μάχη οπλιτών στην ελληνική ιστορία. Ο Επαμεινώνδας κατείχε τον μεγαλύτερο στρατού, 30.000 βαρύ πεζικό και 3.000 ιππικό, καθώς οι αντίπαλοι διέθεταν 20.000 πεζικό και 2.000 ιππικό. Ο Ξενοφών λέει πως, αφού αποφάσισε να πολεμήσει, ο Επαμεινώνδας τακτοποίησε τον στρατό του σε σχήμα μάχης, και τότε βάδισε παράλληλα με τον στρατό της Μαντινείας, έτσι ώστε να φανεί πως ο στρατός του βαδίζει αλλού και πως δεν θα γίνει μάχη. Αφού έφτασε σε ένα σημείο στη πορεία του, ο θηβαϊκός στρατός άφησε τα όπλα του και στρατοπεδεύσε στη περιοχή. Ο Ξενοφών θεωρεί πως αυτή η πράξη του Επαμεινώνδα προκάλεσε χαλάρωσε στο στρατόπεδο των αντιπάλων Οι κολώνες του στρατού, οι οποίες βάδισαν από τα δεξιά στα αριστερά του μετώπου του στρατού της Μαντινείας, βρήκαν τον στρατό της Μαντινείας. Ο Επαμεινώνδας, ο οποίος ήταν αρχηγός του στρατού (στο αριστερό πλευρό του), μετέφερε κάποιες μονάδες πεζικού από τη δεξιά πλευρά στην αριστερή. Στα πλευρά μετέφερε δυνάμεις ιππικού, επαναλαμβάνοντας κάπως το μοντέλο της μάχης των Λεύκτρων.

Ο Επαμεινώνδας έδωσε διαταγή στον στρατό του να επιτεθεί, προκαλώντας αναστάτωση στο στρατόπεδο της Μαντινείας. Η μάχη άρχισε όπως το σχεδίαζε ο Επαμεινώνδας. Το θηβαϊκό ιππικό, το οποίοι βρισκόταν στα άκρα, ανάγκασε το αθηναϊκό ιππικό στη δεξιά πλευρά να υποχωρήσει, ενώ παράλληλα, το θηβαϊκό πεζικό συνέχιζε να επεκτείνεται. Ο Ξενοφών καταγράφει πως ο Επαμεινώνδας σκέφθηκε να οδηγήσει τον στρατό του σαν μια τρίηρη, ελπίζωντας να καταστρέψει τον στρατό του αντιπάλου. Όπως και στα Λεύκτρα, η δεξιά πλευρά του στρατού υποχώρησε και απέφευγε συγκρούσεις. Η μάχη των πεζικών ήταν σκληρή, αλλά η αριστερή πλευρά του θηβαϊκού στρατού έσπασε το μέτωπο των Σπαρτιατών. Ωστόσο, ο Επαμεινώνδας τραυματίστηκε σοβαρά από ένα Σπαρτιάτη και πέθανε στη μάχη.

Ο Ξενοφών, ο οποίος τελείωσε την ιστορία του με τη μάχη της Μαντινείας, κατέγραψε τα αποτελέσματα της μάχης ως εξής:

Όλοι οι Έλληνες συμμετείχαν και έβαλαν τους εαυτούς τους σε 2 αντίθετα στρατόπεδα. Όποιος νικούσε τη μάχη θα γινόταν κυρίαρχος ενώ οι νικημένοι υπόδουλοι του - αλλά οι θεοί αποφάσισαν να δώσουν νίκη και λάφυρα και στα 2 στρατόπεδα... μετά τη μάχη προκλήθηκε μεγαλύτερη σύγχυση και σύγκρουση στην Ελλάδα, παρά πριν τη μάχη.

Θάνατος

Καθώς προχωρούσε εμπρός στη μάχη, ο Επαμεινώνδας χτυπήθηκε από ένα δόρυ. Ο Κορνέλιος Νέπος θεωρεί πως οι Σπαρτιάτες προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν, με σκοπό να διαφθείρουν τους Θηβαίους. Το δόρυ έσπασε, αλλά το σίδηρο του έμεινε στο σώμα του Επαμεινώνδα, ο οποίος έπεσε. Ακολούθησε σκληρή μάχη γύρω από το σώμα του Επαμεινώνδα, καθώς οι Θηβαίοι προσπαθούσαν να σταματήσουν τους Σπαριάτες να πάρουν το σώμα του. Όταν επέστρεψαν στο στρατόπεδο, ο Επαμεινώνδας ρώτησε ποιά πλευρά νίκησε τη μάχη. Όταν του είπαν πώς οι Βοιωτοί, ο Επαμεινώνδας δήλωσε πως είναι ώρα να πεθάνει. Ο Διόδωρος θεωρεί πως ένας φίλος του Επαμεινώνδα έκλαιγε λέγοντας του πως έμεινε άκληρος, αλλά ο Επαμεινώνδας του απάντησε πως είχε αφήσει 2 κόρες, τα Λεύκτρα και τη Μαντινεία, τις νίκες του. Όταν βγήκε το σίδηρο από το σώμα του, ο Επαμεινώνδας ξεψύχισε. Σύμφωνα με την ελληνική νεκρική παράδοση, το σώμα του κάηκε στο πεδίο της μάχης.

Αξιολογήσεις

Χαρακτήρας

Ο χαρακτήρας του Επαμεινώνδα ήταν ανεπίληπτος στα μάτια των αρχαίων ιστορικών, οι οποίοι διηγήθηκαν τη ζωή του. Οι σύγχρονοι του, τον επαινούσαν για τη κοινή χρήση των αγαθών του με τους φίλους του και για το γεγονός ότι δεν δεχόταν δωροδοκίες. Ένας από τους τελευταίους κληρονόμους της πυθαγόρειας παράδοσης, προτιμούσε μια απλή και ασκητική ζωή, έστω και αν έγινε αρχηγός όλης της Ελλάδας. Ο Κορνήλιος περιγράφει ένα περιστατικό, όπου ο Επαμεινώνδας αρνήθηκε να λάβει δώρα από την Περσία, τα οποία του στάλθηκαν με ένα πρεσβευτή.

Ο Επαμεινώνδας δεν είχε ποτέ παντρευτεί και αυτό έγινε λόγος κριτικής από τους συμπατριώτες του, οι οποίοι θεωρούσαν πως ήταν υποχρεωμένος να κάνει γιους για να διοικούν τη χώρα. Σε απάντηση, ο Επαμεινώνδας είπε πως η νίκη του στη μάχη των Λεύκτρων ήταν η κόρη που γεννήθηκε για να ζει αιώνια.

Ως στρατηγός

Οι σωζόμενες βιογραφίες του Επαμεινώνδα τον περιγράφουν παντού ως ένα από τους πιο ταλαντούχους Έλληνες στρατηγούς. Ως και ο Ξενοφών, ο οποίος δεν κατέγραψε τη παρουσία του Επαμεινώνδα στα Λεύκτρα, έγραψε για τη μάχη της Μαντινείας: «Τώρα μπορώ να πώ πως αυτή η εκστρατεία δεν είχε τύχη...»

Ο Διόδωρος έγραψε για τον Επαμεινώνδα:

Για μένα φαίνεται πως ο Επαμεινώνδας ξεπέρασε τους συγχρόνους του... στη τέχνη και στην εμπειρία του πολέμου. Ο Επαμεινώνδας άνηκε σε μια γενιά από γνωστούς άνδρες: Πελοπίδας ο Θηβαίος, ο Τιμοθέος και ο Κονών, καθώς και ο Χαβριάς και ο Ιφικράτης... ο Αηγσίλαος της Σπάρτης, ο οποίος άνηκε σε λίγο παλαιότερη γενιά. Ακόμα νωρίτερα από αυτούς, την εποχή των Μήδων και των Περσών, εκεί ήταν ο Σόλωνας, ο Θεμιστοκλής, ο Μιλτιάδης, ο Κίμωνας και ο Περικλής και άλλοι πολλοί. Αν συγκριθούν αυτοί με τον Επαμεινώνδα, ο Επαμεινώνδας θα αναδειχθεί ανώτερος.

Σε θέματα τακτικής, ο Επαμεινώνδας θεωρείται ο καλύτερος από όλους τους Έλληνες στρατηγούς, αλλά οι σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν το στρατηγικό του όραμα. Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Α. Γκάμπριελ, οι τακτικές του ήταν η αρχή του τέλους για τη παραδοσιακή ελληνική πολεμική τακτική. Η τακτική του στα Λεύκτρα του επέτρεψε να νικήσει τη σπαρτιατική φάλαγγα, έστω και αν είχε λιγότερους στρατιώτες. Πολλές από τις τακτικές καινοτομίες του Επαμεινώνδα χρησιμοποιήθηκαν από τον Φίλιππο Β', ο οποίος στα νιάτα του βρισκόταν στη Θήβα, και πιθανολογείται να έμαθε τις τακτικές από τον ίδιο τον Επαμεινώνδα.

Κληρονομιά

Κατά κάποιο τρόπο ο Επαμεινώνδας άλλαξε δραματικά την Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας της εξουσίας του. Πριν τον θάνατο του, η Σπάρτη είχε ταπεινωθεί, η Μεσσηνία ελευθερώθηκε και η Πελοπόννησος αναδιοργανώθηκε τελείως. Από άλλη άποψη, ωστόσο, άφησε πίσω μια Ελλάδα όχι διαφορετική από αυτή που βρήκε. Η Θήβα έγινε κυρίαρχη δύναμη της Ελλάδος, προτού υποταχθεί στη Μακεδονία.

Στη Μαντινεία, η Θήβα αντιμετώπισε όλες τις μεγαλύτερες δυνάμεις της Ελλάδας, αλλά κατάφερε να νικήσει τη μάχη. Μετά τον θάνατο του Επαμεινώνδα, η Θήβα επέστρεψε στη παραδοσιακή της αμυντική πολιτική, με την Αθήνα να ξαναπαίρνει τη κυριαρχία στην Ελλάδα. Κανένα ελληνικό κράτος δεν υπέταξε τη Βοιωτία, αλλά η θηβαϊκή επιρροή μειώθηκε στην υπόλοποιη Ελλάδα. Τελικά, στη μάχη της Χαιρώνειας, η Θήβα και η Αθήνα ηττήθηκαν από τον Φίλιππο της Μακεδονίας, ο οποίος έβαλε τέλος στη θηβαϊκή ηγεμονία. Τρία χρόνια αργότερα, όταν βασιλιάς έγινε ο Μέγας Αλέξανδρος, οι Θηβαίοι εξεγέρθηκαν, αλλά η εξέγερση δεν πέτυχε.

Ο Επαμεινώνδας, ως εκ τούτου, παρουσιάζεται σαν ελευθερωτής και σαν άνθρωπος που καταστρέφει τα πάντα. Θεωρείται από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους ως ένας από τους μεγαλύτερους άνδρες στην ιστορία. Ο Κικέρωνας τον περιγράφει ως τον πρώτο άνδρα της Ελλάδας, ενώ ο Παυσανίας μας μεταφέρει το πάρακατω ποιήμα από τον τάφο του Επαμεινώνδα:

Με τις συμβουλές μου η Σπάρτη χάθηκε στη δόξα της,
Και η ιερή Μεσσηνία έλαβε επιτέλους τα παιδιά της.
Με τα όπλα των Θηβών η Μεγαλόπολη περικυκλώθηκε με τα τείχη,
Και όλη η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της και την ελευθερία της.

Οι πράξεις του Επαμεινώνδα έγιναν ευπρόσδεκτες από τους Μεσσήνιους και από άλλους, τους οποίους βοηθήσε στις εκστρατείες του κατά των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, ήταν το κέντρο της αντίστασης κατά τη διάρκεια των περσικών επιθέσεων τον 5ο αιώνα π.Χ, και η απουσία τους έγινε φανερή στη Χαιρώνεια. Οι ατελείωτες πολεμικές συγκρούσεις στις οποίες ο Επαμεινώνδας έπαιξε καθοριστικό ρόλο εξασθένησαν τα κράτη-πόλεις της Ελλάδας έως το σημείο να μην μπορούν να υπερασπιστούν την ακεραιότητά τους έναντι των βορείων γειτόνων τους. Ο Βίκτορ Ντέηβις Χάνσον θεωρεί πως ο Επαμεινώνδας ήθελε μια Ελλάδα ενωμένη, η οποία θα χωριζόταν σε δημοκρατικές περιφέρειες, αλλά, έστω και αν ήταν αλήθεια, δεν τα κατάφερε. Ο Σιμόν Χορνμπλάουερ υποστηρίζει πως η θηβαϊκή κληρονομιά του 4ου αιώνα και η Ελληνιστική Ελλάδα ήταν φεντεραλισμός, «ένα εναλλακτικό είδος ιμπεριαλισμού, ένας τρόπος για επίτευξη ενότητας χωρίς δύναμη».

Παρά τις ικανότητες του, ο Επαμεινώνδας δεν κατάφερε να ξεπεράσει το ελληνικό σύστημα των πόλεων-κρατών, και λόγω των εκστρατειών του, άφησε την Ελλάδα πιο ρημαγμένη από τους πολέμους αλλά δεν είχε διαφορά από την Ελλάδα πριν την εξουσία του Επαμεινώνδα. Ο Χορνμπλάουερ θεωρεί πως είναι σύμβολο της πολιτικής αποτυχίας του Επαμεινώνδα, ακόμη και πριν τη μάχη της Μαντινείας, καθώς οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι του πολεμούσαν για να απαλλαγούν από τη σπαρτιατική ηγεμονία και όχι για να βοηθήσουν τη Θήβα.

Από την άλλη πλευρά, ο Κάβκελλ πιστεύει πως η αύξηση της δύναμης της Βοιωτίας και η λήξη της σπαρτιατικής ηγεμονίας στη Πελοπόννησο είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει ποτέ ένας Βοιωτός.

De Siris