Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Θεόδωρος Δηλιγιάννης


Θεόδωρος Δηλιγιάννης

Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης γεννήθηκε στα Λαγκάδια Αρκαδίας στις 19 Μαΐου 1824 και πέθανε στην Αθήνα στις 31 Μαΐου 1905, ήταν Έλληνας νομικός και πολιτικός, πληρεξούσιος, βουλευτής, υπουργός σε αρκετές κυβερνήσεις και πέντε φορές πρωθυπουργός στο διάστημα 1885-1903

Βιογραφία

Ήταν γιος του Πανάγου Δεληγιάννη και εγγονός του κοτζαμπάση της Πελοποννήσου, Ιωάννη Δεληγιάννη.

Εκλεγόταν βουλευτής από το 1862. Χρημάτισε υπουργός Εξωτερικών, Οικονομικών, Παιδείας και Εσωτερικών σε διάφορες κυβερνήσεις. Το 1883 αναδείχθηκε αρχηγός του Εθνικού Κόμματος και το 1885 χρίσθηκε για πρώτη φορά Πρωθυπουργός, αξίωμα στο οποίο ανήλθε άλλες τέσσερις φορές σε βραχύβιες κυβερνήσεις. Διατέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας στην Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη 1885-1886, στην Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη 1890-1892, στην Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη 1895-1897 και στην Κυβέρνηση Θεόδωρου Δηλιγιάννη 1902-1903. Καταγόταν από την επί Τουρκοκρατίας ισχυρή Λαγκαδινή οικογένεια κοτζαμπάσηδων, τους Δεληγιανναίους.

Έγινε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνοσυνέλευσης το 1862, ενώ το 1863 πρώτη φορά υπουργός Εξωτερικών, από τότε πολλές φορές βουλευτής, υπουργός και πέντε φορές πρωθυπουργός. Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης έχει μείνει στην ιστορία ως πολιτικός λαϊκιστής και πολλές φορές δημαγωγός. Θεωρείται ο κύριος υπεύθυνος για την χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 1893. Αφού διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία τον Χαρίλαο Τρικούπη το 1885, αναίρεσε ορισμένους κρίσιμους θεσμούς που είχε θεσπίσει ο προκάτοχος του. Μείωσε τους φόρους και δημιούργησε ένα σύστημα προσλήψεων στο δημόσιο χωρίς απαίτηση τυπικών προσόντων (προς μεγάλη ικανοποίηση των πολιτών). Δημιούργησε ένα κλίμα προσδοκίας για εισβολή στην Τουρκία, που εκείνη την εποχή κατέρρεε ως αυτοκρατορία και επέκταση των ελληνικών συνόρων προς την Μακεδονία (τότε έφταναν μέχρι την Θεσσαλία).

Πρώτη συνέπεια των πράξεών του ήταν ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τους συμμάχους. Όταν στην συνέχεια ξεκίνησε εξωτερικό δανεισμό για να αντεπεξέλθει στην δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα (λόγω μειωμένων φόρων και αδιάκριτων διορισμών στο δημόσιο), ο βασιλιάς τον έπαυσε και ανέλαβε και πάλι ο Τρικούπης. Τα συσσωρευμένα χρέη ήταν τόσα που το 1893 η Ελλάδα πτώχευσε.

Όμως ο Δηλιγιάννης θεωρείται υπεύθυνος και για τον ΔΟΕ που επιβλήθηκε στην Ελλάδα το 1897. Η Ελλάδα ενεπλάκη τελικά σε πόλεμο με τους Τούρκους τον Απρίλιο του 1897 ο οποίος όμως είχε κριθεί πριν να αρχίσει. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία και έτσι στράφηκε και πάλι στον δανεισμό. Αυτή την φορά όμως οι προστάτιδες δυνάμεις ανέλαβαν οι ίδιες να εισπράξουν τα δάνεια και επέβαλαν στην Ελλάδα τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο που κράτησε για 50 περίπου χρόνια, μέχρι και μετά την λήξη του Β' παγκοσμίου πολέμου.

Ο Δηλιγιάννης ήταν πολέμιος των χαρτοπαικτικών λεσχών οι οποίες ήταν μάστιγα για την εποχή του. Δολοφονήθηκε στις 31 Μαΐου 1905 στις σκάλες της βουλής από τον χαρτοπαίκτη και μόνιμο θαμώνα χαρτοπαικτικών λεσχών Αντώνιο Γερακάρη (που τον φώναζαν και Κωσταγερακάρη από το όνομα του πατέρα του) επειδή είχε απαγορεύσει τη λειτουργία τους.

Κατά μια άλλη εκδοχή η δολοφονία του υπήρξε συνέπεια της άρνησης του να επιλύσει το Κρητικό Ζήτημα (την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα).

Η καρδιά του φυλάσσεται στην εκκλησία των Ταξιαρχών στα Λαγκάδια.

De Siris

Αντώνης Μπενάκης


Αντώνης Μπενάκης

Ο Αντώνης Μπενάκης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1873 και πέθανε στην Αθήνα στις 31 Μαΐου 1954, ήταν εθνικός ευεργέτης, πολιτικός και ιδρυτής του Μουσείου Μπενάκη. Σε αντίθεση με πολλούς εθνικούς ευεργέτες που δεν γνωρίζουμε για τη ζωή τους, όχι μόνο δε μας είναι απόμακρος, αλλά γενιές και γενιές Ελλήνων γνωρίζουν τα παιδικά του κατορθώματα και τον τολμηρό του χαρακτήρα. Χάρις στον Τρελλαντώνη, το βιβλίο που έγραψε η αδελφή του Πηνελόπη Δέλτα, η παιδική του ηλικία ταυτίζεται με τη δική μας.

Οικογένεια Μπενάκη

Η οικογένεια Μπενάκη έλκει την καταγωγή της από τη Μάνη αλλά διασκορπίστηκε μετά τα Ορλωφικά του 1770. Ο Αντώνης Μπενάκης -παππούς του Τρελλαντώνη- γεννήθηκε στη Χίο και ο πατέρας του, Εμμανουήλ, στη Σύρο. Ο τελευταίος μετά τις σπουδές του στη Βρετανία, πήγε στην Αίγυπτο και εργάστηκε στην εταιρεία εμπορίας βάμβακος Χωρέμη. Καρποί του γάμου του με τη θυγατέρα του Χωρέμη, Βιργινία, ήταν η Αλεξάνδρα(1871), ο Αντώνης(1873), η Πηνελόπη(1874), ο Αλέξανδρος(1878-πέθανε μόλις 44 ετών) και η Αργίνη(1883).

Ο Μανώλης και η Βιργινία Μπενάκη ήταν φιλάνθρωποι αλλά σκληροί και αυστηροί γονείς. «Ο Αντώνης ήταν πολύ σκάνταλος και πολύ άτακτος», γράφει η Δέλτα στις «Πρώτες Ενθυμήσεις», «Απ' όλους μας είχε φάει το περισσότερο ξύλο. Ορμητικός, ανυπότακτος, γεμάτος ιδέες, ζωή και δράση, αδιάκοπα έπεφτε σε περιπέτειες που τελείωναν με μπάτσους και τραβήγματα αυτιών. Τότε κοκκίνιζε ως τα μέσα μαλλιά του, ντρεπόταν, υπέφερε στο φιλότιμό του, στην υπερηφάνεια του, που ήταν πολύ μεγάλη, μα ποτέ δεν έλεγε τίποτα, ούτε έκλαιγε ποτέ, ούτε καταδεχόταν να ξεφύγει με ένα ψέμα ή να διαμαρτυρηθεί. Σήκωνε το κεφάλι υπερήφανα, έτρωγε το ξύλο και δεν απαντούσε. Εμείς τα κορίτσια τον είχαμε για ήρωα». Θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια για να ομολογήσει ο Μπενάκης στη Δέλτα ότι η χωρίς αγάπη και τρυφερότητα ανατροφή τον είχε πληγώσει βαθιά. «Μπορείς να πονέσεις όσο θέλεις καημένη αδελφή. Από αγάπη οι γονείς μας δεν κατάλαβαν τίποτα...», της είπε σε ηλικία 20 ετών.

Σπουδές, επαγγελματική δράση και φιλανθρωπία

Σκληραγωγήθηκε στα ξενόγλωσσα σχολεία της Αλεξάνδρειας, όπου οι καθηγητές προσπαθούσαν να τον προσηλητίσουν στον καθολικισμό, και στο Rossal School της Βρετανίας όπου ήταν οικότροφος. Επιστρέφει στην Αίγυπτο και εργάζεται στον οικογενειακό οίκο εμπορίας βάμβακος "Χωρέμη-Μπενάκη", όμως η ψυχή του λαχταρά να βοηθήσει τον αλύτρωτο Ελληνισμό. Το 1897 παίρνει μέρος στην ελληνοτουρκική σύρραξη που είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τη χώρα. Στη συνέχεια ενισχύει το Μακεδονικό Αγώνα, εξοπλίζοντας την ομάδα Γαρέφη και προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες του στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13.

Μετά την επιστροφή του πατέρα του Εμμανουήλ στην Ελλάδα το 1911, ο Αντώνης διοικεί τον οικογενειακό εμπορικό οίκο εως το 1926 αποδεικνύοντας ότι τα καταφέρνει σε αυτή τη θέση με υπευθυνότητα. Επίσης με τη σύζυγό του οργανώνουν ένα ορφανοτροφείο και φροντίζουν για το συσσίτιο των απόρων. Το φιλανθρωπικό του έργο τον κάνει στυλοβάτη της ελληνικής κοινότητας, η οποία τον εκλέγει πρόεδρο στον Πανελλήνιο Σύλλογο Αλεξανδρείας. Ο ζήλος του για το πατριωτικό σωματείο είναι τεράστιος. Το άλλο μεγάλο πάθος του είναι ο προσκοπισμός. Ιδρύει το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων της Αλεξάνδρειας και ασχολείται με την προσκοπική κίνηση μέχρι το τέλος της ζωής του όπως και με τον ναυταθλητισμό. Είναι ο εμπνευστής, ο πρωτεργάτης και ο ιδρυτής του Ναυτικού Ομίλου Ελλάδος που τον ίδρυσε με άλλους επιφανείς Αθηναίους την 1η Νοεμβρίου του 1933. Διετέλεσε Πρόεδρος του Ν.Ο.Ε. μέχρι τον θάνατο του στις 31/05/1952 1952.

Το όνειρο του μουσείου

Με την επάνοδό του στην Ελλάδα γίνεται υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ταυτόχρονα φουντώνει το όνειρό του για τη δημιουργία ενός Μουσείου που θα φέρει το όνομα της οικογένειας. Το πάθος του συλλέγειν υπήρχε πάντοτε μέσα του. Η αδελφή του Πηνελόπη Δέλτα γράφει στον "Τρελλαντώνη", "Είχε πάντοτε γεμάτες τις τσέπες του με τόσους θησαυρούς. Τι δεν έβρισκες μέσα! Καρφιά, βώλους, βότσαλα, σπάγγους, κάποτε και κανένα κομμάτι μαστίχα, και πάνω απ' όλα, το τρίγωνο γυαλί που είχε πέσει απ' τον πολυέλαιο της εκκλησίας και που έκανε τόσο ωραία χρώματα σαν το έβαζες στον ήλιο. Ολόκληρο πλούτο είχαν αυτές οι τσέπες του Αντώνη".

Η πρώτη του μεγάλη αγάπη είναι τα όπλα και τα εθνικά κειμήλια. Ύστερα το ενδιαφέρον του στρέφεται στη μουσουλμανική-αραβική τέχνη, τα έργα εικαστικών τεχνών και τις εικόνες. Το προσωπικό ενδιαφέρον του αδελφού του Αλέξανδρου τον ωθεί να ασχοληθεί και με την κεραμική. Κατόρθωσε σταδιακά να σχηματίσει αξιόλογες συλλογές διαφόρων περιόδων που περιελάμβαναν μεταξύ άλλων αντικείμενα αρχαίας ελληνικής τέχνης, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, έργα λαϊκής τέχνης, κοπτικής κ.ά.

Το 1930 κάνει δωρεά τις συλλογές του στο κράτος και εργάζεται με πάθος για να μετατρέψει σε μουσείο την πατρική οικία της οδού Κουμπάρη η οποία επίσης παραχωρήθηκε με πρωτοβουλία του στην ελληνική πολιτεία. Προσφέρει το απαραίτητο οικονομικό κεφάλαιο και στις 22 Απριλίου του 1931 το Μουσείο Μπενάκη ανοίγει τις πόρτες του στο κοινό. Μέχρι τότε ο Αντώνης Μπενάκης είχε ασχοληθεί μέχρι και το τελευταίο καρφί ή το ύφασμα που μπήκε στις προθήκες. Ήταν τέτοια η αφοσίωσή του που είχε εκφράσει την επιθυμία να εντοιχισθεί μετά θάνατον η καρδιά του στο Μουσείο.

Μέχρι το τέλος της ζωής του φρόντισε να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία του νέου θεσμού αλλά και τον διαρκή εξοπλισμό του με νέα εκθέματα. Όταν τον ρωτούσαν οι ξένοι, γεμάτοι θαυμασμό και κατάπληξη, πως ολόκληρο Μουσείο το χάρισε στο έθνος απαντούσε "Έχουμε παράδοση στον τόπο μας, όποιος μπορεί να χαρίζει το περίσσευμά του, γιατί ο τόπος μας, βλέπετε, είναι φτωχός", θυμάται η Ευγενία Βέη-Χατζηδάκη.

Ο Μπενάκης αφήνει την τελευταία του πνοή στις 31 Μαΐου του 1954. Η Λίνα Κάσδαγλη έκλεισε μέσα σε μια φράση την ουσία της ζωής του Αντώνη Μπενάκη, "Γεννημένος άρχοντας έδωσε στη αρχοντιά το γνησιότερο περιεχόμενό της, την αγάπη για τα ωραία πράγματα και την αγάπη για τον πλησίον".

De Siris

Στέφανος Σαράφης


Στέφανος Σαράφης

Ο Στέφανος Σαράφης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 26 Οκτωβρίου 1890. H συμφορά του 1897 τον σφράγισε καθώς από την παιδική του ηλικία ένιωσε την ντροπή αλλά και την αδυναμία του νεοελληνικού κράτους. H θολή ατμόσφαιρα της ταπείνωσης αλλά και οι αστραπές περηφάνιας από τον Μακεδονικό αγώνα τρέφουν τις ελπίδες μιας επαναστατική ς αναγέννησης, που παίρνουν σχήμα το 1909 με το Kίνημα στο Γουδί. Το πνεύμα της επανάστασης επέδρασε καθοριστικά σε πολλούς νέους που κατατάσσονται εθελοντές στο στράτευμα. Ανάμεσά τους ο Σαράφης, φοιτητή ς της Νομικής, που κατατάσσεται ως λοχίας τριετούς θητείας στο 5ο σύνταγμα πεζικού των Τρικάλων όπου υπηρετούν μελλοντικοί συνοδοιπόροι των εθνικών και δημοκρατικών αγώνων όπως ο Οθωναίος και ο Πλαστήρας.

Από τον Οκτώβρη του 1912 ο Σαράφης συμμετέχει με το 5ο σύνταγμα στην απελευθερωτική εξόρμηση των Βαλκανικών πολέμων. Με την συνομολόγηση της ειρήνης και μετά από σύντομη φοίτηση στη Σχολή υπαξιωματικών, προάγεται σε ανθυπολοχαγό. Δεν αναπαύεται. H εθνική κρίση με το βασιλικό πραξικόπημα του 1915 και η παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας από τη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών στους Βούλγαρους το καλοκαίρι του 1916 τον ωθεί στην προσπάθεια διαφυγής και ένταξης στον στρατό της Αμύνης, αφού πρώτα φυλακίζεται επί τρίμηνο. Ζει τη δοκιμασία του πολέμου χαρακωμάτων, υπηρετεί σε επιτελικές θέσεις και τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1919, ταγματάρχης πλέον, φτάνει στη Σμύρνη. Μετά από συνεχείς αιτήσεις του στέλλεται σε μάχιμη μονάδα, στο 5/42 σύνταγμα ευζώνων που διοικεί ο Πλαστήρας. Διακρίνεται σε σειρά μαχών αλλά μετά τις μοιραίες εκλογές του 1920 και το κύμα απομάκρυνσης των Αμυνιτών αξιωματικών μετατίθεται στην ενδοχώρα, στη Φλώρινα και από εκεί στην Καλαμάτα και το Γύθειο, ουσιαστικά εξόριστος.

Προσχωρεί από τους πρώτους στο επαναστατικό καθεστώς, το Σεπτέμβρη του 1922. Αναλαμβάνει και πάλι επιτελικές θέσεις πριν μεταβεί στη Γαλλία για μετεκπαίδευση. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αντισυνταγματάρχης πλέον, φοιτά στη Σχολή Πολέμου που τότε οργανώνεται από τη γαλλική στρατιωτική αποστολή. Ακολουθεί νέα επιτελική υπηρεσία, ενώ το 1927 αναλαμβάνει υποδιοικητής και διευθυντής σπουδών στη Σχολή Ευελπίδων. Ο Σαράφης είναι αντίθετος στην επαναφορ ά των αποτάκτων βασιλοφρόνων αξιωματικών καθώς διαβλέπει τους κινδύνους για την νεότευκτη δημοκρατία.

Το 1931, συνταγματάρχης πλέον, διορίζεται στρατιωτικός ακόλουθος στο Παρίσι. Εκεί, πληροφορείται τα αγγλικά σχέδια για ανατροπή του ελληνικού δημοκρατικού πολιτεύματος και επιστροφή του Γεωργίου Γλύξμ πουργκ. Μένει πιστός στη δημοκρατία, υποδέχεται τον Βενιζέλο, συναντά τακτικά τον εξόριστο Πλαστήρα και έτσι, το φθινόπωρο του 1933 αντικαθίσταται από την κυβέρνηση Tσαλδάρη. Επιστρέφει στην Ελλάδα και διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην κινήσεις για την υπεράσπιση της δημοκρατίας ως μέλος της ηγετικής τριανδρίας (μαζί με τον στρατηγό Bλάχο και τον πλοίαρχο Kολιαλέξη) η οποία θα συντόνιζε πολιτικά και στρατιωτικά τις δυνάμεις που επεχείρησαν, ανεπιτυχώς, με το συκοφαντημένο Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 να αποτρέψουν την προδιαγεγραμμένη Παλινόρθωση.

Στο στρατοδικείο ο Σαράφης ανέλαβε όλες τις ευθύνες κάλυψε πολιτικού ς ηγέτες και στρατιωτικούς διακινδυνεύοντας τη ζωή του. Τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, με ψήφους τρεις έναντι δύο που ζητούσαν την εκτέλεσή του. Υφίσταται τον εξευτελισμό και τους προπηλακισμούς της καθαίρεσης καθώς του αφαιρούνται το εθνόσημο, οι επωμίδες και τα κουμπιά της στολής που ελάχιστοι είχαν τιμήσει όπως αυτός. Στις φυλακές Αιγίνης θα κάνει την πρώτη του άμεση γνωριμία με τους κομμουνιστές. Θαυμάζει την αγωνιστικότητά τους και κάνει πικρές συγκρίσεις με τους συναδέλφους του που δεν κινήθηκαν στο κίνημα της 1ης Μαρτίου ή δεν έδρασαν όπως έπρεπε.

Όταν αποφυλακίζεται, εγκαθίσταται στην Κρήτη, σε ένα περιβάλλον πίστης στη δημοκρατία και συνάμα αγάπης και θαυμασμού προς το πρόσωπό του. Ωστόσο η ρήξη με τους διαδόχους του Βενιζέλου στο Κόμμα των Φιλελευθέρων είναι οριστική μετά την αναγνώριση απ' αυτούς της Παλινόρθωσης, καθώς ο Σαράφης επιμένει για μια στροφή προς τα αριστερά. Για το σκοπό αυτό έρχεται σε επαφή με τον Μ. Πορφυρογένη με κοινό στόχο ένα πανδημοκρατικό μέτωπο.

Τον Σεπτέμβρη του 1937 εξορίζεται στη Μήλο απ' όπου απολύεται μόνο με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, πολέμου στον οποίο η κυβέρνηση Μεταξά δεν επέτρεψε τη συμμετοχή του. Μετά την κατάρρευση του μετώπου, ο Σαράφης κινείται αμέσως για τη δημιουργία μιας πανεθνικής αντίστασης, συνομιλώντας τόσο με το KKΕ όσο και με τα δημοκρατικά κόμματα, αλλά συναντά την επιφύλαξη των παλαιών πολιτικών. Συλλαμβάνεται δύο φορές αλλά δεν σταματά να κάνει επαφές για μια μεγάλη και ενιαία αντίσταση χωρίς ηγεμονισμούς. Tελικά, τον Οκτώβριο του 1942, μαζί με τους Nεόκοσμο Γρηγοριάδη, Σταμάτη Xατζήμπεη, Σίμο Bλάχο και Γιάννη Πανόπουλο, ιδρύει την οργάνωση ΑΑΑ («Αγών-Απελευθέρωσις-Ανεξαρτησί α»). Τρεις είναι οι στόχοι της ΑΑΑ: Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, αποκατάσταση λαϊκών ελευθεριών και τιμωρία των υπευθύνων της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.

Το Γενάρη του 1943 αναχωρεί για τη Λάρισα με σκοπό να αναλάβει την ηγεσία του αντιστασιακού αγώνα στη Θεσσαλία υπό τις διαταγές του Συμμαχικού Στρατηγείου. Όταν φτάνει στα Τρίκαλα (όπου συνεργάζεται με ένα παλιό του φίλο, τον δημοκρατικό ταγματάρχη Kωστόπουλο), αντιλαμβάνεται αμέσως την ένταση με το ΕΑΜ, ενώ η είδηση του θανάτου του Tσιγάντε τον αποκόπτει από την επαφή με το συμμαχικό στρατηγεί ο. Τη νύχτα της 1ης Μαρτίου του 1943 το τμήμα Σαράφη Kωστόπουλου αφοπλίστηκε από τον ΕΛΑΣ ενώ αναπαυόταν.

Τις επόμενες μέρες, ζώντας από κοντά την οργάνωση, την πειθαρχία και τη δύναμη του ΕΛΑΣ, ο Σαράφης θα αποφασίσει να συνταχθεί στον αγώνα αυτόν ώστε μια μεγάλη, ενωμένη αντιστασιακή οργάνωση να αποκτήσει τη δύναμη που απαιτούνταν τόσο για τον απελευθερωτικό αγώνα όσο και για να εξασφαλιστούν μετά τον πόλεμο τα λαϊκά συμφέροντα, και κυρίως, για να αποφευχθεί η εμφύλια σύγκρουση από την ύπαρξη πολλών οργανώσεων. Συντάσσεται με τον ΕΛΑΣ γιατί εκτιμά ότι εκεί είναι η δύναμη που θα επιβάλει την ελευθερία του έθνους αλλά και την ευημερία του λαού, την κοινωνική αλλαγή, την ολοκλήρωση των δημοκρατικών πολιτικών αρχών για τις οποίες αγωνίστηκε σε όλη του τη ζωή.

Στις 21 Απριλίου του 1943 ο Σαράφης επέστρεφε στην Αθήνα για να συναντήσει την ηγεσία του ΕΑΜ και του KKΕ και να συζητήσουν την ένταξή του στις γραμμές του ΕΛΑΣ. H συμφωνία είναι άμεση: Απελευθερωτικός αγώνας, αποκατάσταση λαϊκών ελευθεριών, εθνική ανεξαρτησία και διεκδίκηση των περιοχών (Δωδεκάνησος, Kύπρος, Bόρεια Κπειρος) οι κάτοικοι των οποίων ήταν στην πλειονότητα τους Έλληνες. H Kεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ θα αποφασίσει τη συγκρότηση τριμελούς Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ με τον Σαράφη αρχηγό, τον Bελουχιώτη καπετάνιο και τον Σαμαρινιώτη εκπρόσωπο του ΕΑΜ. Μια νέα περίοδος άρχιζε για τη δράση των ανταρτών και την Αντίσταση συνολικά, που έπαιρνε πλέον χαρακτηριστικά μετωπικής αντιπαράθεσης με τα κατοχικά στρατεύματα. Στρατηγός και στρατιώτης που εξέφραζε την ψυχή του Έθνους, με τη στρατηγική του ευφυϊα, την ηγετική φυσιογνωμία, το αγωνιστικό ήθος, τον ενθουσιασμό αλλά και την ανθρωπιά του, θα φωτίσει το δρόμο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

Παράλληλα, ο ένδοξος αρχηγός του θρυλικού ΕΛΑΣ που κατέφερε βαριά πλήγματα στον κατακτητή, πάσχιζε να αποτρέψει τον εμφύλιο πόλεμο, να συνεννοηθούν οι οργανώσεις αντίστασης και να μην αφήσουν τους απόντες και τους προσκυνημένους να κυβερνήσουν τη μεταπολεμική Ελλάδα. Δείχνει κάθε καλή διάθεση στη Μέση Ανατολή και στην Kαζέρτα. Άλλα σχεδιάζουν όμως οι Σύμμαχοι και οι κομματικές γραφειοκρατίες. Αν το έπος της Αντίστασης χρωστά πολλά στη φλόγα και στις ικανότητές του, η αγνόησή του από την ηγεσία του KKΕ τον Δεκέμβρη του 1944 και η υπαγωγή του στην K.Ε. του ΕΛΑΣ (κατ' ουσίαν στην άσχετη με τις στρατιωτική τέχνη κομματική ηγεσία) θα σταθεί μοιραία για τις εξελίξεις. Διατάσσεται να πάει στα Γιάννενα απ' όπου καλείται να στείλει ενισχύσεις στην Αθήνα μόλις την Πρωτοχρονι ά του 1945, όταν πια όλα είχαν κριθεί! Δεν έμενε παρά η ανακωχή και η Bάρκι ζα. Kι όταν έρθει η στιγμή της νέας ρήξης, η καχύποπτη ηγεσία θα τον αφήσει, όπως και άλλους δημοκρατικού ς αξιωματικούς, στη διάθεση των κυβερνήσεων της Αθήνας και θα τους στείλει (αυτή κατ' ουσίαν) στα ξερονήσια.

H μεταδεκεμβριανή Ελλάδα θα στείλει τον πρωτεργάτη της εποποιϊας της Αντίστασης στην εξορία, στη Σέριφο, τη Μακρόνησο, τον Άη Στράτη. Μα και εκεί ο Αρχηγός αγκαλιάζει τους συναγωνιστές του και επιβάλλεται με το ήθος και την περηφάνια του. Αν και εξόριστος, εκλέγεται το 1951 βουλευτής της ΕΔΑ της οποίας αναλαμβάνει οργανωτικός γραμματέας. H εκλογή του ακυρώνεται όπως και των άλλων εκλεγμένων συνεξόριστών του. Αναλαμβάνει οργανωτικός γραμματέας της ΕΔΑ. Το 1956 επανεκλέγεται βουλευτής Μαγνησίας. Στη Bουλή εντυπωσιάζει με τη μετριοπάθεια και τη σοβαρότητά του, δίνει υποσχέσεις για μια λαμπρή πολιτική ηγεσία. Αλλά η ζωή του πλησίαζε στο τέρμα. Tο νήμα της κόπηκε το απομεσήμερο της 31ης Μαϊου του 1957 από αυτοκίνητο που οδηγούσε αμερικανός σμηνίας στην παραλιακή λεωφόρο, στο ύψος του Αλίμου, όπου έμενε ο στρατηγός. H γυναίκα του Μάριον, που τραυματίστηκε σοβαρά στο ίδιο δυστύχημα, πάντα θα υποστηρίζει ότι επρόκειτο για δολοφονία. Καθαρή απάντηση δεν δόθηκε ποτέ. Όμως ο στρατηγός Σαράφης είχε περάσει στην αθανασία.

De Siris

Θωμάς Μαύρος


Θωμάς Μαύρος

Ο Θωμάς Μαύρος γεννήθηκε στις 31 Μαΐου 1954, είναι πρώην ποδοσφαιριστής και ένας από τους μεγαλύτερους σκόρερ που ανέδειξε η Ελλάδα.

Καριέρα

Ξεκίνησε την καριέρα του σε ηλικία 16 ετών το 1970 με την ομάδα του Πανιωνίου. Από πολύ νωρίς φανέρωσε τη μεγάλη του αξία και έτσι το 1976 η ΑΕΚ τον απέκτησε στην ομάδα της. Την πρώτη του χρονιά με την ΑΕΚ έφτασε στον ημιτελικό του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Τις χρονιές 1978, 1979 ο Θωμάς Μαύρος κέρδισε το πρωτάθλημα με την ΑΕΚ και το 1978 και 1983 το κύπελλο.
Το 1988 επέστρεψε στον Πανιώνιο όπου και έκλεισε την καριέρα του το 1991.

Εθνική Ελλάδος

Ο Θωμάς Μαύρος αγωνίστηκε με την Εθνική Ελλάδος το διάστημα 1972-1984 σε 36 εμφανίσεις σκοράροντας 11 γκολ. Ήταν μέλος της ομάδας που αγωνίστηκε στο Euro 1980.

Προηγουμένως είχε αγωνιστεί με την Εθνική Νέων από το 1972 ως το 1974, με την οποία πέτυχε 4 γκολ στους αγώνες για το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα: με Γιουγκοσλαβία στις 19/10/72 εκτός έδρας, δύο γκολ (σκορ: 2-1) και στις 24/1/73 εντός έδρας, ένα γκολ (σκορ: 2-1) κι ένα γκολ με Μάλτα στις 16/1/74 (σκορ: 4-1).

Επίσης, αγωνίστηκε με την Εθνική Ελπίδων και μάλιστα στις 31/5/1972 σκόραρε το νικητήριο γκολ στον ημιτελικό του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος επί της Τσεχοσλοβακίας (σκορ: 2-1).

Τίτλοι

1978 πρωτάθλημα Ελλάδας
1978 κύπελλο Ελλάδας
1979 πρωτάθλημα Ελλάδας
1983 κύπελλο Ελλάδας

Διακρίσεις

Ο Θωμάς Μαύρος είναι πρώτος σε γκολ στο Ελληνικό πρωτάθλημα (260 σε 501 εμφανίσεις)

4 φορές αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ:

1978 22 γκολ,
1979 31 γκολ (δεύτερος στην Ευρώπη),
1985 27 γκολ,
1990 22 γκολ.

De Siris

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Κατέβασμα σβάστικας από την Ακρόπολη.


Κατέβασμα σβάστικας από την Ακρόπολη.

Το βράδυ της 30ης προς 31ης Μαΐου 1941, δυο νεαροί φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, κατέβασαν την γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, καταγράφοντας την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Ελλάδα .

Η Κρήτη μόλις είχε καταληφθεί από τα Γερμανικά στρατεύματα και οι Γερμανοί στρατιώτες πανηγύριζαν. Οι Μανώλης Γλέζος και Λάκης Σάντας βλέποντας από το Ζάππειο την σβάστικα να κυματίζει στον Ιερό βράχο της Ακρόπολης, πήραν μια παράτολμη απόφαση. Να κατεβάσουν το σύμβολο του κατακτητή.

Οι δυο νέοι πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και έψαξαν να βρουν ότι μπορούσαν για τον βράχο της Ακρόπολης. Στην Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια βρήκαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες του βράχου. Αποφάσισαν ότι η μόνη διαδρομή που θα μπορούσαν να φτάσουν τον στόχο τους ήταν από το Πανδρόσειο Άντρο.

Ήταν 30 Μαΐου και οι Γλέζος Σάντας μαθαίνουν από το ραδιόφωνο την πτώση της Κρήτης. Οι Γερμανική προπαγάνδα με προκηρύξεις κόμπαζαν για την επιτυχία τους. Έτσι οι δυο νέοι αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ. Μόνα τους όπλα ένα φανάρι κι ένας σουγιάς.

Λίγο πριν τις 10 κι ενώ οι φρουροί διασκέδαζαν με γυναικεία παρέα στην είσοδο των Προπυλαίων, δίνοντας τους την ευκαιρία να πηδήξουν τον φράχτη και να φτάσουν στο Πανδρόσειο Άντρο, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς στρατιώτες.. Από κει σκαρφάλωσαν με την βοήθεια των σκαλωσιών που είχαν οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές τους. Μέσα σε λίγη ώρα τα δυο παλικάρια έφτασαν λίγα μέτρα από τον ιστό που ήταν αναστημένη η σημαία των Ναζιστών. Ήταν τεράστια η σημαία. Είχε διαστάσεις 2Χ4 μέτρα.

Πλησίαζαν μεσάνυχτα και οι Γλέζος,  Σάντας κατέβασαν την σημαία και την πήραν μαζί τους. Από την ίδια διαδρομή κατέβηκαν από την Ακρόπολη, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους φρουρούς της.

Το πρωί έκπληκτοι οι Γερμανοί ανακάλυψαν ότι η σβάστικα έλειπε. Άρχισαν πανικόβλητοι ανακρίσεις χωρίς όμως να μπορέσουν να ανακαλύψουν κάτι. Οι Γλέζος και Σάντας καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο. Η φρουρά των στρατιωτών εκτελέστηκε. Οι Έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων απαλλάχθηκαν των καθηκόντων τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποια ευθύνη.

Η σβάστικα αναρτήθηκε ξανά στον ιστό της Ακρόπολης στις 11 το πρωί της 31ης Μαΐου 1941. Ήταν η πρώτη πράξη αντίστασης ενάντια στον άξονα στη Αθήνα.

De Siris

Παλαιών Πατρών Γερμανός


Παλαιών Πατρών Γερμανός

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1771 και πέθανε στις  30 Μαΐου 1826, ήταν μητροπολίτης Πάτρας και ένας από τους πρωταγωνιστές ιεράρχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με διπλωματική και πολιτική δράση.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στη Δημητσάνα, γιος του Ιωάννη Κόζη, χρυσοχόου και κτηματία και της Κανέλας Κουκουζή, το δε κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Φοίτησε αρχικά στη φημισμένη Σχολή Δημητσάνας, στο Άργος και μετέπειτα στη Σχολή της Σμύρνης. Χειροτονήθηκε διάκος από τον Μητροπολίτη Άργους και Ναυπλίου Ιάκωβο και στη συνέχεια υπηρέτησε στη Σμύρνη όπου μητροπολίτης ήταν ο συμπατριώτης και θείος του Γρηγόριος, (ο μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄), τον οποίον και ακολούθησε στη Κωνσταντινούπολη και στη μετέπειτα εξορία του στο Άγιο Όρος, γενόμενος αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Κυζίκου Ιωακείμ. Την εποχή εκείνη ανέλαβε να διευθετήσει τις διαφορές που υπήρχαν στις σταυροπηγιακές μονές της Πελοποννήσου όπου και έφερε επιτυχώς σε πέρας κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του ανώτερου κλήρου σε βαθμό τέτοιο που επί μια επταετία διεκπεραίωνε όλες τις υποθέσεις των απόντων από την Κωνσταντινούπολη Αρχιερέων. Στις αρχές του 1806 επί πατριαρχίας του Γρηγορίου, χειροτονήθηκε επίσκοπος και εκλέχθηκε μητροπολίτης Παλαιών Πατρών όπου και ανέλαβε καθήκοντα (ενθρόνιση) τον Μάιο του ίδιου έτους με ιδιαίτερη εντολή να καθησυχάσει τα πνεύματα των εκεί Χριστιανών σε μια προσπάθεια αναμόρφωσης, μετά τους τρομερούς πατριαρχικούς αφορισμούς κατά των Κλεφτών που είχαν επιδράσει δυσμενώς. Έτσι ο νέος ιεράρχης επεδειξε μία αξιοθαύμαστη λεπτή διπλωματία που δεν άργησε να καταξιωθεί επ΄ αυτού και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των τότε "ραγιάδων" αλλά και των Τούρκων του Μωριά. Πολλές φορές μέχρι το τ¨΄ελος της ζωής του κλήθηκε ως δικαστής (κριτής) να επιλύσει διαφορές μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων προυχόντων ή και μεταξύ Ελλήνων ομοίως όπως μεταξύ των Νοταραίων και του Κιαμήλ Μπέη στη Κορινθία ή των Σισίνηδων μετά του σαΐταγα Λαλαίου στην Ηλεία. Παράλληλα την περίοδο 1815-1817 υπήρξε μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Από το 1818 διέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στη Πελοπόννησο. Το Νοέμβριο του 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα.

Δράση

Ουσιαστικά η δράση του Παλαιών Πατρών Γερμανού στη προετοιμασία της επικείμενης Επανάστασης ξεκίνησε από τις αρχές του επόμενου έτους της μύησής του όπου και άρχισε τις επαφές με τους Φιλικούς των Πατρών Ι. Βλασόπουλο, που την εποχή εκείνη ήταν πρόξενος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στη Πάτρα και Ι. Παπαρρηγόπουλο, πρώτο γραμματέα, διερμηνέα, του ρωσικού προξενείου στην ίδια πόλη, ενεργώντας υπό τη σκιά των διαφόρων ειδήσεων περί του Αλή Πασά (1820) την προετοιμασία του Αγώνα.

Αρχές Ιανουαρίου του 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υποβάλει προς τη Φιλική Εταιρεία τους περίφημους "Στοχασμούς των Πελοποννησίων" ζητώντας σαφείς οδηγίες. Σε απάντηση ο Αλέξανδρος Υψηλάντης που είχε στο μεταξύ αναλάβει αρχηγός του Αγώνα, μαζί με κάποιες οδηγίες τον διορίζει μέλος της Παμπελοποννησιακής Εταιρείας. Κατόπιν αυτού αλλά και της είδησης περί της δολοφονίας του Φιλικού Κ. Καμαρηνού o Γερμανός ξεκίνησε άμεση δράση για προετοιμασία εξέγερσης που την απέδιδε σε προσωπική σπουδή του Α. Υψηλάντη.

Επαναστατική δράση

Στη μυστική όμως συνέλευση της Βοστίτσας, (στις 20 - 30 Ιανουαρίου του 1821), διατύπωσε τις επιφυλάξεις του για τη δυνατότητα έναρξης της επανάστασης, εκείνη την χρονιά, αμφισβητώντας τα επιχειρήματα του Παπαφλέσσα με συνέπεια να έρθει σε σύγκρουση. Από τα απομνημονεύματά του φέρεται, εκείνη την περίοδο, να ήταν ιδιαίτερα διστακτικός, ζητώντας προηγουμένως την επαλήθευση των διάφορων φημών περί της πραγματικής στάσης της Ρωσίας, όπως και άλλων δυνάμεων της Ευρώπης. Έτσι ο παραμερισμός του από τον Παπαφλέσσα σ΄ εκείνη τη χρονική στιγμή κρίθηκε ορθότατος.

Όταν όμως άρχισε να υποψιάζεται ότι οι Τούρκοι έχουν πάρει είδηση περί τής προετοιμασίας του Αγώνα και ειδικά όταν ο Καϊμακάμης της Τριπολιτσάς, Μεχμέτ Σαλίχ, στα μέσα Φεβρουαρίου, καλούσε όλους τους προύχοντες και αρχιερείς της Πελοποννήσου σε μια σύσκεψη δήθεν για επείγοντα ζητήματα, (στη πραγματικότητα για να τους συλλάβει και να τους κρατήσει ομήρους, όπως αποδείχθηκε), πρώτος αυτός συνέστησε να μην υπακούσουν διότι πλησίαζε ο χρόνος εκδήλωσης της επανάστασης, επινοώντας μια πλαστή επιστολή.

Έτσι οι προύχοντες της Αχαΐας κ.ά. μεταξύ των οποίων ο επίσκοπος Κενίκης Προκόπιος και οι πρόκριτοι Ανδρ. Ζαΐμης, Ασημ. Ζαΐμης, Ασημ. Φωτήλας, Σωτ. Χαραλάμπης και Σωτ. Θεοχαρόπουλος, έφθασαν βραδυπορώντας στην Αγία Λαύρα, εκτεθειμένοι όμως όλοι οριστικά στους Τούρκους σε αντίθεση με άλλους όπου ακολούθησε η σύλληψή τους. Εκεί στις 13 Μαρτίου του 1821 ημέρα Κυριακή μετά από μια κατανυκτική λειτουργία ο Παλαιών Πατρών Γερμανός απέσπασε το πέτασμα της Ωραίας Πύλης του παλαιού ναΐσκου (που αργότερα καταστράφηκε) το οποίο και ύψωσε ως λάβαρο της Εθνεγερσίας. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας αναχώρησαν όλοι με έκδηλη την ανησυχία τους.

Την επομένη στις 14 Μαρτίου ο παλαιός Κλέφτης Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης παρακινημένος από τον ορμητικό Παπαφλέσσα προκειμένου να γίνει η αρχή και να τεθεί τέλος στην αναβλητικότητα των κοτζαμπάσηδων της Αχαΐας ρίχνει τον πρώτο πυροβολισμό σε καρτέρι στη θέση Πόρτες παρά την Κλουκίνα, χωριό Αγρίδι σκοτώνοντας τρεις φοροεισπράκτορες (γυφτοχαρατζήδες) που έρχονταν από την Τρίπολη. Αυτού ακολούθησαν αλλεπάλληλες συγκρούσεις μεμονωμένων Τούρκων, στη γέφυρα του Αμπίμπαγα, και σε άλλα σημεία γύρω από τα Καλάβρυτα. Η είδηση των γεγονότων αυτών δεν άργησε να φθάσει τόσο στη Τριπολιτσά όσο κυρίως στη Πάτρα όπου και ακολούθησε έκδηλος αναβρασμός.

Τον ίδιο καιρό (2ο δεκαήμερο του Μαρτίου) και ενώ ο Γερμανός βρισκόταν στα Νεζερά, λαμβάνοντας επιστολή από τον Νικόλαο Λόντο να σπεύσει στη Πάτρα γιατί "κινδύνευε όλη η πόλη" από τους Τούρκους, μετέβη εκεί όπου στις 22 ή 23 Μαρτίου στη πλατεία του Αγίου Γεωργίου ευλόγησε τους συγκεντρωμένους αγωνιστές και τα όπλα τους. Σημειώνεται ότι την ίδια ημέρα έγινε η κατάληψη της Καλαμάτας από τους Μανιάτες που είχαν ήδη ξεσηκωθεί στις 17 Μαρτίου στην Αρεόπολη.

Συγκεκριμένα κατά τον ξεσηκωμό της Πάτρας στις 22 Μαρτίου του 1821 και σύμφωνα με τις αναφορές του ανθέλληνα πρέσβη της Μεγάλης Βρετανίας στο Μωριά, που είχε έδρα την Πάτρα, Φίλιπ Γκρην, που βοηθούμενος με σπείρα κατασκόπων υποδαύλιζε εξ αρχής τις ανησυχίες των Τούρκων υπερασπιζόμενος την οθωμανική κυριαρχία[1], ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, είχε αποσυρθεί έξω από την κωμόπολη των Καλαβρύτων, στη Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, προκειμένου να αποφύγει την παράδοσή του στην Τριπολιτσά.

Στις 24 Μαρτίου είχαν αρχίσει οι εχθροπραξίες στην πόλη της Πάτρας, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός αναμενόταν στην πόλη, αφού είχε ονομασθεί αρχηγός της επανάστασης της Αχαΐας.

Φθάνοντας εκεί, στις 26 Μαρτίου και συνεχιζόμενης της πολιορκίας του κάστρου της πόλης όπου είχαν εγκλειστεί οι Τούρκοι, είχε μια συνάντηση με τους ξένους πρόξενους (Πουκεβίλ Γαλλίας και Γκρην Μεγάλης Βρετανίας) όπου ως πρόεδρος της επαναστατικής Αρχής της Αχαΐας, του λεγόμενου Αχαϊκού Διευθυντηρίου επέδωσε μανιφέστο της επανάστασης, με ημερομηνία 23 Μαρτίου 1821. Στο μανιφέστο εκείνο αφού τόνιζε ότι «αποφασίσαμεν σταθερώς ή ν΄ αποθάνωμεν όλοι, ή να ελευθερωθόμεν» καλούσε τους προξένους ώστε οι χώρες τους «να παρέχουν την εύνοια και την προστασία τους»(Το πιο πάνω βιβλίο περιέχει μεταφρασμένο αντίγραφο του μανιφέστου). Η μαρτυρία του Βρετανού προξένου έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί επιβεβαιώνει όλα τα γεγονότα που αναφέρει ο Πουκεβίλ στη γνωστή ιστορία του της Ελληνικής επανάστασης, παρόλο ότι τηρούσε, ως γνωστό, καθαρά φιλοτουρκική στάση.

Παράλληλα και οι Τούρκοι της Πάτρας ζητώντας από τους πρέσβεις, μάταια όμως, να συστήσουν στους Έλληνες την παράδοση των όπλων, προχώρησαν στη πυρπόληση της οικίας του προκρίτου Ιωάννη Παπαδιαμαντοπούλου με συνέπεια η σύρραξη να γενικευθεί και να αρχίσει από το κάστρο ο κανονιοβολισμός της πόλης. Έτσι αρχές Μαΐου του 1821 το κάστρο της Πάτρας βρισκόταν υπό πλήρη αποκλεισμό, μέχρι που έφθασε με υποτροπή του Άγγλου προξένου Φ. Γκρην ο Γιουσούφ Σέρεζλης και από τα Ιωάννινα λίγο αργότερα ο Μουσταφάμπεης με ισχυρή δύναμη όπου καταστρέφοντας την πόλη, έλυσε την πολιορκία του κάστρου και στη συνέχεια πυρπολώντας τη Βοστίτσα (Αίγιο), κατευθύνθηκε προς την Τριπολιτσά.

Ακόμα και σ΄ αυτές τις δύσκολες ώρες ο Παλαιών Πατρών Γερμανός αντιτάσσονταν στην αρχηγία του Θ. Κολοκοτρώνη φοβούμενος τους απείθαρχους στρατιωτικούς γενικά. Αυτό είχε ως συνέπεια να μην εισακούγεται πλέον παρότι διατηρούσε μεγάλη επιβολή στην Αχαΐα.

Διπλωματική δράση

Το Καλοκαίρι όταν στις 19 Ιουνίου ο πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Δημήτριος Υψηλάντης αποβιβάστηκε στο Άστρος και κατευθύνθηκε στο στρατόπεδο που πολιορκούσε τη Τριπολιτσά γενόμενος μετά ενθουσιασμού δεκτός ως γενικός πληρεξούσιος του συνόλου των αγωνιστών, άρχισαν σχεδόν αμέσως οι διάφορες αντιδράσεις και έριδες των προεστών της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Μάταια προσπαθούσε ο Δ. Υψηλάντης να επιφέρει την ομόνοια ζητώντας την αρχιστρατηγία με σύμπραξη Βουλής εκλεγμένης εμμέσως από τις επαρχίες. Η δε Γερουσία όμως δεν ήθελε να χάσει τα δικαιώματα να ελέγχει και αυτή τα στρατιωτικά. Αυτό είχε ως συνέπεια την αποχώρηση του Υψηλάντη από το στρατόπεδο. Τότε κλήθηκε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός να μεσολαβήσει για την επίλυση της διαφοράς πλην όμως δεν το κατόρθωσε μέχρι που εξαναγκάσθηκε η Γερουσία να δεχθεί τους όρους του Υψηλάντη αλλά με δημιουργία τριανδρίας, γεγονός που επέφερε νέα διένεξη.

Παρά ταύτα τον Δεκέμβριο του 1821 συμμετείχε στην Α' Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο. Το 1822 κλήθηκε να συνδιαλλάξει τους Δεληγιανναίους προς τον Πλαπούτα από μια μεταξύ τους έριδα στρατιωτικής υφής που δυστυχώς ούτε και σ΄ αυτό επέτυχε. Στην οικονομική απελπισία του 1822 με απόφασή της Εθνοσυνέλευσης ορίστηκε μαζί με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη να μεταβεί τον Οκτώβριο του 1822 στην Ιταλία, προκειμένου να συναντήσει τον Πάπα με σκοπό να του ζητήσει υλική και ηθική βοήθεια, αλλά τελικά δεν κατάφερε να τον συναντήσει. Περιφερόμενος επί μια διετία στην Ιταλία και μετά από αποτυχία των κάποιων συνεννοήσεων με Ηγεμόνες στη Βερόνη, αλλά και σ΄ εκείνη με τον ΄φιλικό μητροπολίτη Ιγνάτιο που ήταν εξόριστος στη Πίζα, προσπάθησε να έλθει σε επαφή με τον Λόρδο Στάνχωπ και τον τραπεζίτη Μπλαγχίαρ (ή Βλακέρου, κατά τους λογίους) για σύναψη εθνικού δανείου όπου ούτε και σ΄ αυτό στάθηκε ευτυχέστερος.

Όμως παρά την αποτυχία της κυρίας αποστολής του κατάφερε τουλάχιστον να ενημερώσει και να προτρέψει τους φιλέλληνες της Ευρώπης να βοηθήσουν την επανάσταση.

Πολιτική δράση

Τελικά, αποκαρδιωμένος και άπρακτος, επέστρεψε στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1824, όπου και εγκαταστάθηκε στη Γαστούνη, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στην έδρα του. Την περίοδο όμως εκείνη είχε ξεσπάσει η πρώτη ένοπλη εμφύλια διαμάχη. Ο Γερμανός αρχικά προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντίπαλες παρατάξεις πλην όμως έκανε το μοιραίο λάθος να υπερασπιστεί εντονότερα, (ίσως για λόγους εκ καταγωγής) τους Αχαιούς προκρίτους με συνέπεια όχι μόνο δεν κατάφερε συμφιλίωση αλλά αντίθετα να υποπέσει σε δυσμένεια πολλών οπλαρχηγών και ιδιαίτερα του Γιάννη Γκούρα που ανέλαβε να καθυποτάξει όλους τους ενάντιους στην υπό τους Κουντουριώτες Διοίκηση.

Έτσι ενώ ο Γερμανός είχε αποσυρθεί στη Μονή της Χρυσοποδαρίτισσας, ο Γ. Γκούρας τον Χειμώνα του 1825 προχώρησε στη σύλληψή του και τη μεταφορά του, πεζοπορώντας, στη Γαστούνη. Εκεί λέγεται ότι υπέστη και κάποια τυρανική συμπεριφορά από τον ιατρό Νικόλαο Σοφιανόπουλο, που καταγόταν από τα Λεχούρια, που είχε αναλάβει την φύλαξή του. Όταν όμως ο τελευταίος προσβλήθηκε από δυσεντερία και πέθανε, ο Γκούρας που πίστευε σε δεισιδαιμονίες, φοβήθηκε και απέλυσε τον Γερμανό ο οποίος εξαντλημένος έφθασε στο Ναύπλιο όπου και εγκαταστάθηκε μέχρι να ανακτήσει την υγεία του.

Το 1826 εκλέχθηκε μέλος της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο όπου και ανέλαβε τη διεύθυνση των εργασιών της, εκλεγείς και μέλος της επί των Εσωτερικών επιτροπής, αποκαθιστάμενου έτσι του παλαιού κύρους του από τους επαναστάτες. Λίγο αργότερα όμως προσβλήθηκε από εξανθηματικό τύφο, που είχε καταστεί τότε ενδημικός στο Ναύπλιο, όπου και πέθανε στις 30 Μαΐου του 1826. Η κηδεία του έγινε στο Ναύπλιο με κάθε μεγαλοπρέπεια και αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Δημητσάνα.

Προς τιμή του ανεγέρθηκε στη Πάτρα σπουδαίος ανδριάντας επί μαρμάρινου βάθρου στη θέση Ψηλά Αλώνια ως σύμβολο της "ευελπίδι παλιγγενεσίας".

Στα τελευταία του χρόνια ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έγραψε τα απομνημονεύματά του, στα οποία αναφέρονται μεν τα γεγονότα της Επανάστασης μέχρι το τέλος του 1822, αρκετά πικρόχολα και ημιτελή, τα οποία και δημοσιεύτηκαν πολύ αργότερα, για ευνόητους λόγους, επί βασιλείας Όθωνα, το 1837. Σημειώνεται ότι σ΄ αυτά δεν περιλαμβάνεται η κατά παράδοση δοξολογία που φέρεται να τέλεσε στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου του 1821.

Ο θρύλος της 25ης Μαρτίου

Αναφέρεται επίσης ότι στις 14 Μαρτίου ο Παλαιών Πατρών Γερμανός συμμετείχε στη σύναξη κάποιων απείθαρχων προκρίτων του Μωριά, στη Μονή της Αγίας Λαύρας, όπου τελικά αποφασίστηκε η συμμετοχή τους στην επιούσα επανάσταση. Σύμφωνα με τον θρύλο της εποχής και με δεδομένο ότι τότε η Μονή της Αγίας Λαύρας αποτελούσε σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο της Αχαΐας, στις 25 Μαρτίου του 1821, ευλόγησε εκεί μία ελληνική σημαία και κήρυξε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Η άποψη αυτή φέρεται τουλάχιστον ως προς την ημερομηνία ανακριβής.

Όπως είναι γνωστό, η Ελληνική Επανάσταση εκδηλώθηκε, ως απελευθερωτικό κίνημα, εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις 21 Φεβρουαρίου του 1821, από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Ιάσιο. Επίσης ότι ευλόγησε σημαία είναι εξίσου ανακριβές δεδομένου ότι σημαίες την εποχή εκείνη είχαν μόνο τα τρία ιστορικά νησιά των θαλασσομάχων και η Μάνη της οποίας ήταν λευκή φέροντας διάφορα σύμβολα. Το πιθανότερο είναι ότι η όποια ευλογία που έκανε να συνέβη κρατώντας θρησκευτικό λάβαρο που έφεραν τότε οι μεγάλες εκκλησίες και τα Μοναστήρια, δηλαδή το επικαλούμενο λάβαρο της Επανάστασης του 21

Οι περισσότεροι ιστορικοί, όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ήταν της άποψης που αναφέρεται στα απομνημονεύματα του Παλαιών Πατρών Γερμανού, δηλαδή, "οι δε συγκεντρωθέντες αποφάσισαν να μην δώσουν αιτίαν τινά, αλλά ως φοβισμένοι να παραμερίσωσι εις ασφαλή μέρη". Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας του μύθου διασώζει κάποια ιστορική αλήθεια, βασιζόμενοι σε προσωπικά αρχεία οικογενειών αγωνιστών του 1821, που ισχυρίζονται ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τέλεσε δοξολογία στις 17 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα και όρκισε ορισμένους κοτζαμπάσηδες και επισκόπους του Μωριά, που βρίσκονταν εκεί για τον εορτασμό του Αγίου Αλεξίου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συγκεντρωμένοι έφυγαν από την Αγία Λαύρα έχοντας γνώση της επικείμενης έναρξης επανάστασης. Σημαντικό και αδιάψευστο τεκμήριο της εποχής είναι δημοσίευση επαναστατικής διακήρυξης που αναφέρεται ότι έκανε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στην Αγία Λαύρα στις 8 Μαρτίου 1821.

Η δημοσίευση έγινε σε γαλλική εφημερίδα που εκδόθηκε δυόμιση μήνες περίπου αργότερα, στις 6 Ιουνίου 1821 (Γρηγοριανό ημερολόγιο), δηλαδή στις 25 Μαΐου 1821 (Ιουλιανό σε ισχύ στην Ελλάδα). Η ημερομηνία που αναγράφεται «8 (20) Μαρτίου» είναι γραμμένη με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο (8 Μαρτίου), ενώ η ημερομηνία 20 είναι η αντίστοιχη στο Γρηγοριανό.

De Siris

Αλκέτας Παναγούλιας


Αλκέτας Παναγούλιας

Ο Αλκέτας Παναγούλιας είναι Έλληνας πρώην ποδοσφαιριστής και προπονητής γεννημένος στις 30 Μαΐου 1934 και πέθανε στις 18 Ιουνίου 2012.

Στην ποδοσφαιρική του καριέρα υπήρξε ποδοσφαιριστής της ομάδας του Άρη, την οποία στήριξε αργότερα ως προπονητής αλλά και ως παράγοντας.

Προπονητής

Ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα απο την ελληνοαμερικάνική ομάδα Atlas Soccer Club με την οποία κατέκτησε το US Open Cup 3 φορές (1967, 1968, 1969).

Το 1972 ανέλαβε βοηθός του προπονητή της Εθνικής Ελλάδος Μπίλυ Μπίγκχαμ και το 1973 τον αντικατέστησε αναλαμβάνοντας πρώτος προπονητής έως το 1981. Σημείωσε την μεγάλη επιτυχία της πρόκρισης της Εθνικής Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980 στην Ιταλία που ήταν και η πρώτη διάκριση στην ιστορία της Εθνικής Ελλάδος. Στα τελικά του Euro 1980 οδήγησε την Εθνική Ελλάδος σε τρεις αξιοπρεπείς εμφανίσεις απέναντι στα φαβορί του θεσμού.

Από το 1981 έως το 1983 υπήρξε προπονητής του Ολυμπιακού και κέρδισε 2 πρωταθλήματα το 1982 και το 1983.

Το διάστημα 1983-1985 ανέλαβε προπονητής της Εθνικής Ομάδας των ΗΠΑ. Το 1984 ήταν προπονητής της Ολυμπιακής ομάδας των ΗΠΑ στην Ολυμπιάδα του Λος Άντζελες.

Στη συνέχεια ανέλαβε και πάλι τον Ολυμπιακό και κερδίζει ένα ακόμα πρωτάθλημα το 1987, που έμελε να είναι και το τελευταίο πριν τα πέτρινα χρόνια της ομάδας, καθώς και το Σούπερ Κύπελλο.

Από το 1987 έως το 1990 ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Άρη.

Το 1992 ανέλαβε και πάλι την Εθνική Ελλάδος και σημείωσε ξανά μια μεγάλη επιτυχία οδηγώντας την Εθνική στο Μουντιάλ των ΗΠΑ το 1994. Ασφαλώς η επιτυχία θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν η Εθνική Ελλάδος δεν αντιμετώπιζε μερικές από τις πιο ισχυρές ομάδες του θεσμού σύμφωνα με τα μετέπειτα αποτελέσματα και δεν προδιδόταν από την απειρία της.

Το διάστημα 1996-1998 ανέλαβε τον Ηρακλή και τη σεζόν 1998-1999 τον Άρη σε μια δύσκολη περίοδο για την ιστορία του.

Διακρίσεις

Ο Αλκέτας Παναγούλιας αποτελεί πλέον έναν προπονητή-σύμβολο για την Εθνική ομάδα και είναι ο μόνος Έλληνας που έχει οδηγήσει την Εθνική Ελλάδος σε επιτυχίες. Πριν την έλευση του Όττο Ρεχάγκελ ήταν ο μόνος προπονητής που είχε σημειώσει διεθνείς επιτυχίες και παρέμενε ο μόνος που έχει συμμετάσχει με την Εθνική Ελλάδος σε Παγκόσμιο Κύπελλο μέχρι τη συμμετοχή της ομάδας το 2010 στο Μουντιάλ της Νότιας Αφρικής.

Τα τρία πρωταθλήματα που έχει κατακτήσει με τον Ολυμπιακό τον καταξιώνουν και σε επίπεδο εθνικών συλλόγων.

1980 Συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα
1994 Συμμετοχή στο Παγκόσμιο Κύπελλο
1982 Πρωτάθλημα Ελλάδας
1983 Πρωτάθλημα Ελλάδας
1987 Πρωτάθλημα Ελλάδας

Εκτός γηπέδων

Πλούσια είναι και η συνεισφορά εκτός του εκτός γηπέδων καθώς στο παρελθόν είχε εκλεγεί μέλος του δημοτικού συμβουλίου της Θεσσαλονίκης, μέλος της Βουλής των Ελλήνων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ακόμα έχει υπάρξει επιθεωρητής της ΦΙΦΑ, μέλος της Ακαδημίας των Σπορ των ΗΠΑ, μέλος του Αμερικανικού ποδοσφαιρικού Χολ οφ Φέημ και μέλος της Αμερικανικής Ομοσπονδίας προπονητών.

De Siris

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως


Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως

Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β'. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 7 Απριλίου ως τις 29 Μαϊου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε, η υπερχιλιετής Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει.

Το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο αιώνες, σκιά της παλιάς Αυτοκρατορίας. Η Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους και αργότερα οι εσωτερικές έριδες των Παλαιολόγων, παρόλο που επανέκτησαν την Κωνσταντινούπολη, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση. Ήδη από το 1354 με την κατάληψη της Αδριανούπολης από τους Οθωμανούς, το Βυζάντιο, κυκλωμένο πλέον εδαφικά, ήταν φόρου υποτελής στον Οθωμανό σουλτάνο. Έτσι, η Άλωση ήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή. Οι συγκρούσεις ήταν ιδιαίτερα άνισες υπέρ των Τούρκων, σε σημείο που να μνημονεύεται από τις πηγές το τετελεσμένο της έκβασης της πολιορκίας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στον ηρωισμό των πολιορκημένων και ιδιαίτερα του Αυτοκράτορα. Το γεγονός της πτώσης της «θεοφυλάκτου Πόλεως», άφησε βαθιά ίχνη στις πηγές της εποχής.

Απόρροια της Άλωσης ήταν η συνέχιση της εδαφικής προώθησης των Τούρκων. Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της, απειλώντας την Βιέννη. Πολλές φορές η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς ως γεγονός που σηματοδοτεί το τέλους του Μεσαίωνα και την έναρξη της Αναγέννησης.

Πηγές

Οι διάφορες πηγές που περιγράφουν αναλυτικά τις τελευταίες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προέρχονται από επιφανείς ιστορικούς της εποχής και είναι καταγεγραμμένες σε διάφορες γλώσσες: ελληνικά, λατινικά, ιταλικά, σλάβικα, τούρκικα. Οι κυριότερες ελληνικές πηγές ποικίλουν ιδιαίτερα ως προς την εκτίμηση των γεγονότων. Ο Γεώργιος Φραντζής, που έλαβε και ο ίδιος μέρος στην πολιορκία και ήταν στενός φίλος του Αυτοκράτορα, περιέγραφε τις τελευταίες ημέρες του Βυζαντίου με σκοπό την αποκατάσταση της τιμής του ηττημένου Κωνσταντίνου ΙΑ', της ταπεινωμένης του χώρας και της προσβεβλημένης ορθόδοξης πίστης. Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος, που είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο των Τούρκων, περιγράφει τα γεγονότα από το πρίσμα ενός υπηκόου της νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και ποτέ δεν επιτίθεται κατά των Ελλήνων συμπατριωτών του. Ο Μικρασιάτης Μιχαήλ Δούκας, υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, τονίζει την ανάγκη συνεργασίας του Βυζαντίου με τις δυτικές δυνάμεις της εποχής. Μνημονεύει ιδιαίτερα τον Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη, ο οποίος θα συνεισφέρει στην άμυνα της πόλης για κάποιο χρονικό διάστημα. Τέλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης επιλέγει ως κύριο θέμα της ιστορίας του όχι το Βυζάντιο αλλά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τονίζοντας την ραγδαία επέκτασή της. Το έργο του Χαλκοκονδύλη όμως είναι ιδιαίτερα γενικού χαρακτήρα και ο ίδιος δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων.

Από τις Λατινικές πηγές ξεχωρίζει από τον καρδινάλιο Ισίδωρο η «Έκκληση προς όλους τους πιστούς του Χριστού» (Ad universos Christifideles de expugnatione Constantinopolis), ο οποίος μόλις που διέφυγε την αιχμαλωσία από τους Τούρκους. Υπάρχει επίσης και η έκθεση του Λατίνου αρχιεπισκόπου Χίου προς τον Πάπα, που παρουσιάζει τα γεγονότα της Άλωσης ως θεία τιμωρία των Βυζαντινών λόγω της απομάκρυνσής τους από την Καθολική πίστη. Από τις σημαντικότερες πηγές είναι το «Ημερολόγιο της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως», του Βενετού Νικόλαο Μπάρμπαρο, που περιγράφει μέρα προς μέρα τις συγκρούσεις. Αξιόλογα έργα έχει να παρουσιάσει και η ρωσική γραμματεία. Τέλος, υπάρχουν και τουρκικές πηγές που παρουσιάζουν τα γεγονότα από το πρίσμα του θριαμβεύβοντος και νικηφόρου Ισλάμ και του εκπροσώπου του, Μωάμεθ Β'. Οι τουρκικές πηγές είναι εμπλουτισμένες και από θρύλους, σχετικούς με την Κωνσταντινούπολη και τον Βόσπορο.

Κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Κατά τα 1.100 χρόνια ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί αρκετές φορές αλλά μόνο μία φορά είχε πέσει στα χέρια των εχθρών, το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Μετά το 1204 στην πόλη εγκαθιδρύθηκε ένα αδύναμο Λατινικό βασίλειο και οι υπόλοιπες περιοχές της Αυτοκρατορίας είχαν διασπαστεί σε επί μέρους βασίλεια. Ένα από αυτά, η ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατάφερε να επικρατήσει στην περιοχή και να ανακτήσει την Πόλη το 1261. Τους επόμενους δύο αιώνες, η εξασθενημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεχόταν συνεχείς επιθέσεις από Λατίνους, Σέρβους, Βουλγάρους και ιδιαίτερα από τους Οθωμανούς Τούρκους. Το 1453 στην Αυτοκρατορία ανήκαν εκτός από την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, το μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου, με επίκεντρο τον Μυστρά. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ένα ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε το 1204 στην άκρη της Μικράς Ασίας και κατάφερε να επιβιώσει όλο αυτό το διάστημα, αποτελούσε εντελώς ξεχωριστή από το Βυζάντιο πολιτική οντότητα.

Προπαρασκευή

Μωάμεθ Β΄

Στο οθωμανικό στρατόπεδο, ο Μωάμεθ Β', είκοσι ενός μόλις ετών (το 1453), χαρακτήρας ιδιαίτερα σκληροτράχηλος, φιλοπόλεμος, υπέκυπτε γενικά σε κατώτερα πάθη, ταυτόχρονα όμως έδειχνε ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση. Κατείχε τα χαρίσματα του στρατηγού, του πολιτικού και του οργανωτή. Ο Γ. Φραντζής αναφέρει ότι ασχολούνταν με ιδιαίτερο ζήλο με τις επιστήμες, κυρίως αστρολογία, διάβαζε παραμύθια και μιλούσε εκτός από τουρκικά και άλλες πέντε γλώσσες. Οι μουσουλμανικές πηγές εξυμνούν την ευσέβειά του και την προστασία που παρείχε στους ομόθρησκούς του λογίους.

Η επιθυμία να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη είχε γίνει έμμονη ιδέα για τον νεαρό σουλτάνο: διασώζεται ότι έμενε άυπνος για συνεχείς νύχτες, χαράσσοντας στο χαρτί το σχέδιο της πόλης και σημειώνοντας τα σημεία που μπορούσαν να προσβληθούν ευκολότερα. Αφού αποφάσισε να δώσει το τελικό χτύπημα στην Πόλη, ο Μωάμεθ άρχισε να εργάζεται με εξαιρετική προσοχή. Πρώτα έκτισε, στα βόρεια της πόλης, στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, στο πιο στενό σημείο του, ένα ισχυρό φρούριο (Ρούμελι Χισάρ). Τα κανόνια που τοποθετήθηκαν εκεί ήταν ό,τι πιο προηγμένο είχε να επιδείξει η πολεμική τεχνολογία της εποχής.

Αυτή η ενέργεια προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στους Βυζαντινούς, που πίστεψαν πια ότι πλησιάζει το τέλος τους. Το οχυρωματικό αυτό έργο απέκοπτε, σε συνδυασμό με το προϋπάρχον οχυρό στην απέναντι ασιατική ακτή (Ανατολή-χισάρ) την θαλάσσια επικοινωνία της Κωνσταντινούπολης με τα λιμάνια του Εύξεινου πόντου, στερώντας έτσι πολύτιμες ενισχύσεις και εφόδια για την πόλη. Αμέσως μετά, ο Μωάμεθ Β' εισέβαλε στις βυζαντινές περιοχές της Πελοποννήσου, με σκοπό να εμποδίσει τον Δεσπότη του Μοριά, σε περίπτωση ανάγκης να προστρέξει σε βοήθεια της Κωνσταντινούπολης.

Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος

Η περιοχή που αναγνώριζε την εξουσία του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη, με τις πλησιέστερες προς αυτήν εκτάσεις της Θράκης, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου (Μορέως), η οποία βρίσκονταν μακριά από την βασιλεύουσα και κάτω από την ουσιαστική κυριαρχία των αδελφών του Αυτοκράτορα.

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' κατέβαλε γενναιόδωρες προσπάθειες να περισώσει από την Αυτοκρατορία ό,τι ήταν δυνατό, ο ίδιος ως χαρακτήρας διακρινόταν για την ενεργητικότητα και την ανδρεία του. Ένας Ιταλός ανθρωπιστής, ο Φραντσέσκο Φίλελφο, τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο «με ευσεβές και ανώτερο πνεύμα». Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο βυζαντινός Αυτοκράτορας κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια σε αυτόν τον άνισο αγώνα, μετέφερε στην πόλη όλες τις ποσότητες σιτηρών που ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν και επισκεύασε τα τείχη της πόλης. Η είσοδος του Κεράτιου κόλπου κλείσθηκε με βαριά αλυσίδα, όπως συνέβαινε κάθε φορά σε επικείμενες καταστάσεις πολιορκίας για να αποτραπεί η διείσδυση του εχθρικού στόλου. Η φρουρά της πόλης όμως μόλις έφθανε τις λίγες χιλιάδες.

Ο Αυτοκράτορας στράφηκε για βοήθεια και προς τα κράτη της Δύσης. Τελικά σοβαρές στρατιωτικές ενισχύσεις δεν κατέφθασαν ποτέ στην πόλη. Αντί για στρατιωτική βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη έφθασε ένας καρδινάλιος, ελληνικής καταγωγής, ο Ισίδωρος, που είχε λάβει παλαιότερα μέρος στην Σύνοδο της Φλωρεντίας. Ο Ισίδωρος τέλεσε και μια λειτουργία στην Αγία Σοφία, το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε μεγάλη αναταραχή μεταξύ του πληθυσμού της πόλης. Ένας από τους πιο σημαντικούς βυζαντινούς στρατηγούς του Αυτοκράτορα, ο Λουκάς Νοταράς, είπε:

«Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν.»   

Παρατάξεις

Ίσως να θεωρείται βέβαιο από τις πηγές ότι ο στρατός του Μωάμεθ Β' ήταν τουλάχιστον 150.000 στρατιώτες. Φαίνονταν όμως πολύ μεγαλύτερος γιατί τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός από επικουρικό προσωπικό. Επί πλέον είχαν συγκεντρωθεί ατελείωτα πλήθη Τούρκων ατάκτων, που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας. Ο στρατός ήταν άριστα εκπαιδευμένος και οργανωμένος και επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός. Επίσης πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί (δερβίσηδες) και ιερωμένοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες και με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους.

Ο Μωάμεθ Β' υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στην διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό. Τα γιγάντια ορειχάλκινα κανόνια των Τούρκων είχαν την δυνατότητα να εκτοξεύσουν σε μεγάλη απόσταση τεράστια πέτρινα βλήματα, στων οποίων τα χτυπήματα δεν ήταν δυνατόν να αντισταθούν τα παλαιά τείχη της πόλης. Ο ιστορικός Κριτόβουλος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί καθώς τα κανόνια έδωσαν την λύση στο θέμα. Ακόμη και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ορατά σε πολλά σημεία της πόλης τα τεράστια βλήματα που βρίσκονταν στην ίδια θέση που είχαν πέσει το 1453.

Σχετικά με το στρατό των αμυνόμενων, εγκυρότερη θεωρείται η αναφορά του Γεώργιου Φραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ’ εντολή του αυτοκράτορα. Ο Φραντζής αναφέρει 4.773 Ρωμαίους και περίπου 200 ξένους, κυρίως Γενουάτες και Βενετούς. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν τα οργανωμένα ιταλικά στρατιωτικά σώματα, τα οποία μάλλον υπερέβαιναν τα 1.000 άτομα. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός δεν πρέπει να υπερέβαινε τις 8.000. Στις 26 Ιανουαρίου 1453, δύο γενουατικά πλοία που μετέφεραν 700 πολεμιστές έφθασαν στην βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος απένειμε στον αρχηγό τους στρατηγό Ιωάννη Ιουστινιάνη, έμπειρο πολεμιστή, τον τίτλο του πρωτοστάτορος και του ανέθεσε την άμυνα της πόλης. Παρά τη σημαντική αριθμητική διαφορά, η Πόλη προστατευόταν από περίφημα τείχη που είχαν μήκος πέραν των 22 χιλιομέτρων.

Η πολιορκία

Στις 7 Απριλίου κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία από τον Μωάμεθ Β' και στις 12 κατέφθασε ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη. Ήταν ο πρώτος πραγματικά αξιόμαχος στόλος που είχαν αποκτήσει οι Οθωμανοί. Κατά την έναρξη της πολιορκίας ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας πήρε θέση κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, απέναντι από τον σουλτάνο. Στο πλευρό του είχε τον Ιουστινιάνη. Το μεγάλο τουρκικό κανόνι είχε τοποθετηθεί ακριβώς μπροστά και για τον λόγο αυτό οι Βυζαντινοί τοποθέτησαν μεγάλο μέρος του στρατού σε αυτό το μέρος των τειχών.

Στις 12 Απριλίου ξεκίνησε ο βομβαρδισμός με τα κανόνια, που συνεχίστηκε σχεδόν αδιάκοπα σε όλο το διάστημα της πολιορκίας. Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια, που άλλωστε ήταν πολύ κατώτερα από τα τουρκικά, τα οποία είχαν τοποθετήσει πάνω στα τείχη για να βάλλουν εναντίον των πολιορκητών, αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι κάθε βολή τους προκαλούσε ρωγμές στα ίδια τα τείχη. Ωστόσο η άμυνα τις πρώτες βδομάδες διεξάγονταν με επιτυχία. Στις 18 Απριλίου αποκρούστηκε με επιτυχία η πρώτη συντονισμένη τουρκική έφοδος και το ηθικό των Βυζαντινών αναπτερώθηκε.

Στις 20 Απριλίου σημειώθηκε ένα αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός για τους πολιορκημένους: τρία γενουατικά πλοία και ένα βυζαντινό, μετά από νικηφόρα σύγκρουση με αριθμητικά υπέρτερο τουρκικό στόλο, ήλθαν να ενισχύσουν τους Βυζαντινούς. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί από την ναυμαχία αυτή που προχώρησε έφιππος στην θάλασσα. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για την ψυχολογία των πολιορκημένων, οι οποίοι πίστευαν ότι η ευνοϊκή έκβαση της πολιορκίας ήταν πλέον ορατή

Στις 22 Απριλίου, ο στόλος των Τούρκων ύστερα από επιχείρηση της προηγούμενης νύχτας, κατάφερε να διεισδύσει εντός του Κεράτιου κόλπου. Για τον σκοπό είχε κατασκευαστεί στην κοιλάδα μεταξύ των λόγγων, ένα είδος ξύλινης εξέδρας, επάνω από την οποία σύρθηκαν- με τη βοήθεια πλήθους ανθρώπων που ήταν στη διάθεση του Μωάμεθ Β΄- τα οθωμανικά πλοία, που είχαν τοποθετηθεί πάνω σε τροχούς. Για να μη γίνει αντιληπτό το εγχείρημα, τα κανόνια βομβάρδιζαν ακατάπαυστα το χερσαίο τείχος. Ο στόλος των Βυζαντινών και των Ιταλών συμμάχων τους, που στάθμευε εντός του Κεράτιου κόλπου, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά και η κατάσταση της πόλης έγινε κρίσιμη. Τότε οργανώθηκε σχέδιο για να πυρποληθεί ο τουρκικός στόλος με υγρό πυρ την επόμενη νύχτα, όμως το σχέδιο προδόθηκε και έτσι δεν πραγματοποιήθηκε. Επιπλέον, η άμυνα της πόλης εξασθενούσε, καθώς έπρεπε να τοποθετηθούν δυνάμεις στο τείχος του Κερατίου που ως τότε δεν είχε ανάγκη από ιδιαίτερη περιφρούρηση.

Στο μεταξύ στη βυζαντινή πρωτεύουσα είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή η έλλειψη τροφίμων. Οι πολεμιστές είχαν αρχίζει να κουράζονται με τις αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις. Επίσης Βενετοί και Γενουάτες διαπληκτίζονταν κατηγορώντας οι πρώτοι τους δεύτερους για συνεργασία με τον εχθρό. Υπήρχαν φήμες ότι οι Γενουάτες του Γαλατά, ο οποίος έμεινε ανέγγιχτος από τους Τούρκους σε όλο το διάστημα της πολιορκίας, βοηθούσαν τον σουλτάνο. Επίσης πολλοί Βυζαντινοί αλλά και ξένοι συμβούλευαν τον Αυτοκράτορα να διαφύγει, όμως ο Κωνσταντίνος με θάρρος και αξιοπρέπεια απέρριπτε την ταπεινωτική αυτή λύση.

Ο συνεχής βομβαρδισμός της πόλης, που δεν διακόπηκε για αρκετές βδομάδες καθόλου, εξάντλησε εντελώς τον πληθυσμό, άντρες, γυναίκες παιδιά, ιερείς, μοναχοί προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τις πολυάριθμες ρωγμές του τείχους. Η πολιορκία είχε ήδη διαρκέσει πενήντα μέρες. Ταυτόχρονα στο οθωμανικό στρατόπεδο επικρατούσαν φήμες, πιθανόν ψεύτικες, για την πιθανή άφιξη πολυάριθμου χριστιανικού στόλου από τη Δύση, κάτι που ανάγκασε τον Μωάμεθ να εντείνει την προσπάθεια για κατάληψη της πόλης.

Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν από πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας. Δέχονταν να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει. Για την Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε:

«Τ δ τν πόλιν σο δοναι οτ' μν στίν οτ' λλου τν κατοικούντων ν ταύτ• κοιν γρ γνώμ πάντες ατοπροαιρέτως άποθανομεν κα ο φεισόμεθα τς ζως μν»

Η τελική επίθεση

Ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση, ο Μωάμεθ Β' κάλεσε πολεμικό συμβούλιο και κατόπιν έβγαλε λόγο προς τους στρατιώτες του, ζητώντας του θάρρος και σταθερότητα. Τόνισε ότι υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις για έναν επιτυχή πόλεμο: η επιθυμία (για τη νίκη), η ντροπή (για την ήττα) και η υπακοή στους ηγέτες. Επίσης δήλωσε με όρκο πως ο ίδιος ήθελε μόνο τα τείχη και τα οικοδομήματα της πόλης και πως αφήνει στο στρατό του όλα τα άλλα. Υπογράμμισε πως υπάρχουν θησαυροί μέσα στα κτήρια και κυρίως στις εκκλησίες και πως θα επωφεληθούν από τον εξανδραποδισμό των κατοίκων, ανάμεσά τους υπήρχαν πολλές νέες γυναίκες. Τέλος διέταξε νηστεία και προσευχή. Η επίθεση ορίστηκε για την νύχτα της 29ης Μαΐου
.
Στις 28 Μαΐου συντελέστηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία, η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην περίφημη εκκλησία της πόλης, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Γ. Φραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής:
   
«...Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: Εάν ειλικρινά υπακούσετε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται επάνω μας.»   
.
Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση. Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη συνδυασμένη επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ' όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν κάτω από τα τείχη. Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν. Όμως ο Μωάμεθ Β' οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση. Με ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας.

Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνι, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς. Στα τείχη δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στην μάχη. Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του και για τον λόγο αυτό ο θάνατός του έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών, παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία μπήκαν από την Κερκόπορτα και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους.

Λεηλασίες

Η πολιορκία κράτησε περίπου 3 μήνες και, τελικά, ο σημαντικά ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 (αποφράς ημέρα). Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος. Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών.

Όπως παραδίδει ο Γεώργιος Φραντζής, δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία της πόλης. Άλλες πηγές αναφέρουν πως ουσιαστικά η λεηλασία έπαυσε μετά την πρώτη ημέρα. O ιστορικός Μιχαήλ Δούκας αναφέρει πως ο σουλτάνος επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων. Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση. Οι εκκλησίες με επικεφαλής την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια με όλο τους τον πλούτο λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές.

Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, αναφέρει ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς.

Επακόλουθα της Άλωσης

Η Ορθόδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε πια να υφίσταται και στη θέση της ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε η Μωαμεθανική Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη που ονομάστηκε από τους Τούρκους Ισταμπούλ (από τη φράση εις την πόλιν) και παρέμεινε έδρα του κράτους ως την οριστική κατάλυσή του το 1922.

Το 1456 ο Μωάμεθ Β' απέσπασε από τους Φράγκους την Αθήνα και λίγο αργότερα υπέταξε όλες τις ελληνικές περιοχές, όπως και την Πελοπόννησο. Ο Παρθενώνας, που τότε ήταν εκκλησία της Θεοτόκου, μετατράπηκε με διαταγή του ίδιου σε τζαμί. Το 1461, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας περιήλθε στην εξουσία των Οθωμανών. Την ίδια χρονιά καταλήφθηκαν και τα τελευταία υπολείμματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε την έναρξη της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα.

Θρύλοι και παραδόσεις

Ο τρόπος που θυσιάστηκε ο τελευταίος Αυτοκράτορας, καθώς και ότι δεν διασώθηκαν πληροφορίες για τις τελευταίες στιγμές του στο πεδίο της μάχης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ποικίλους θρύλους με κυριότερο αυτόν του «μαρμαρωμένου βασιλιά» που περιμένει την στιγμή να ανακτήσει την Πόλη και την Αυτοκρατορία του.

Μια λαϊκή χριστιανική παράδοση, αναφέρει ότι τη στιγμή που διέρρηξαν οι Τούρκοι την πύλη της Αγίας Σοφίας τελούνταν θεία λειτουργία και ο ιερέας τη στιγμή που είδε τους μουσουλμάνους να ορμούν στο πλήθος των πιστών, εισήλθε και εξαφανίσθηκε μέσα στον τοίχο, πίσω από το Άγιο Βήμα, που άνοιξε μπροστά του κατά τρόπο μαγικό. Λέγονταν ότι όταν η Κωνσταντινούπολη θα επανέλθει στα χέρια των Χριστιανών, ο ιερέας θα βγει από τον τοίχο για να συνεχίσει την λειτουργία.Ένας άλλος θρύλος λέει ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στο ένα του χέρι είχε έξι δάχτυλα και αν βρεθεί κάποιος Έλληνας που έχει έξι δάχτυλα τότε θα ανακτήσει ( ο Κωνσταντίνος ) την Πόλη και την αυτοκρατορία του.

Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Αμερικάνος ιστορικός Ε. Α. Γκρόσβενορ αναφέρει ότι στην συνοικία Αμπού Βέφα στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε ένας χαμηλός ανώνυμος τάφος τον οποίο οι Έλληνες της πόλης τιμούσαν ως τάφο του Κωνσταντίνου και τον χρησιμοποιούσαν κρυφά ως τόπο προσευχής. Όμως η Οθωμανική Κυβέρνηση επενέβη εκείνη την εποχή επιβάλλοντας ποινές και ερημώνοντας το μέρος.

De Siris