Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Θεόδωρος Πάγκαλος


Θεόδωρος Πάγκαλος

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος γεννήθηκε στην Σαλαμίνα στις 11 Ιανουαρίου 1878 και πέθανε στην Κηφισιά της Αθήνας στις 27 Φεβρουαρίου 1952, ήταν Έλληνας αξιωματικός του στρατού και πολιτικός. Συμμετείχε στο κίνημα στο Γουδί, στους Βαλκανικούς πολέμους, στο κίνημα της Θεσσαλονίκης, στη Μικρασιατική εκστρατεία, στην επανάσταση του 1922, ενώ από το 1925, με το Κίνημα της 25ης Ιουνίου ανέλαβε την πρωθυπουργία, ουσιαστικά ως δικτάτορας, και στη συνέχεια εκλέχτηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας, παραμένοντας στην εξουσία μέχρι το 1926, οπότε και ανατράπηκε. 

Από το 1926 μέχρι το θάνατό του το 1952 αποσύρθηκε, με μερικά μικρά διαλείμματα, από την πολιτική ζωή του τόπου. Από τους ιστορικούς έχει χαρακτηριστεί ως αρκετά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.
Εγγονός του είναι ο σύγχρονος πολιτικός και σημερινός αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης, Θεόδωρος Πάγκαλος.

Πρώιμα χρόνια

Γεννήθηκε το 1878 στην Σαλαμίνα (στην οικία Κυριάκου Πάλλα επί της οδού Αγίου Μηνά 7, όπου αργότερα λειτούργησε το τριτάξιο ελληνικό σχολείο Σαλαμίνας) και ήταν το τρίτο παιδί του γιατρού και βουλευτή Αττικοβοιωτίας Δημητρίου Πάγκαλου και της Κατίγκως Χατζημελέτη, κόρης αρχοντικής οικογένειας της Ελευσίνας με αρβανίτικη καταγωγή. Η οικογένεια Πάγκαλου καταγόταν από την Μικρά Ασία και εμφανίζεται ήδη από τα βυζαντινά χρόνια. Ανάδοχος του Θεοδώρου ήταν ο στρατηγός και μακρινός συγγενής του, Τιμολέων Βάσσος - Μαυροβουνιώτης. Ο πατέρας του, Δημήτριος, ήταν υποψήφιος βουλευτής της παράταξης του Χαρίλαου Τρικούπη και εξελέγη βουλευτής την Η΄ βουλευτική περίοδο (από τις 23 Σεπτεμβρίου 1879 μέχρι τις 22 Οκτωβρίου 1881), μαζί με τον Στέφανο Ν. Δραγούμη.

Το 1895 έκανε αίτηση για τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, από την οποία απορρίφθηκε. Τελικά κατέληξε να σπουδάζει στην ιατρική σχολή, λογικά λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, την οποία όμως εγκατέλειψε δύο χρόνια αργότερα για να εισαχθεί στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Στρατιωτική σταδιοδρομία

Τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ο Θεόδωρος Πάγκαλος τον παρακολούθησε ως πρωτοετής της σχολής Ευελπίδων. Τα συναισθήματα τα οποία ένιωσε μετά την ήττα της Ελλάδας περιγράφονται στα απομνημονεύματά του και είναι τα ίδια με αυτά της πλειονότητας των άλλων αξιωματικών. Υπεύθυνοι για την ήττα, σύμφωνα με τον Πάγκαλο, ήταν οι πολιτικοί, αλλά και ο ίδιος ο διάδοχος Κωνσταντίνος.

Η πορεία του Πάγκαλου στην Ευελπίδων ήταν αρκετά αξιόλογη. Ήταν αρχηγός στην τάξη του όλες τις χρονιές, με συμμαθητές όπως τον Αλέξανδρο Οθωναίο, τον πρίγκιπα Ανδρέα, τον Μαργαρίτη κ.ά. Μάλιστα το 1899 δημιουργήθηκε επεισόδιο μεταξύ του συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά, διοικητή της σχολής Ευελπίδων, και της βασιλικής Αυλής εξαιτίας της προαγωγής του Πάγκαλου σε επιλοχία, σε αντίθεση με τον συμμαθητή του, πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος έμεινε στον ίδιο βαθμό. Τον επόμενο χρόνο αποφοίτησε από τη σχολή Ευελπίδων πρώτος στην τάξη του με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού.

Τον Οκτώβριο του 1908 στο σπίτι του Πάγκαλου συγκεντρώθηκαν οι Πάσσαρης, Σιώχας, Γεωργακόπουλος, Σάρρος, Ψύχας, Πανάς, Κατσούλης, Φαληρέας, Καθενιώτης και Χατζημιχάλης για να συζητήσουν για τα προβλήματα του στρατού και της χώρας. Στο τέλος αυτής της συνάντησης ιδρύεται ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, ο οποίος θα αποτελέσει τη βάση του κινήματος στο Γουδί και ο οποίος είχε ως σκοπό να προωθήσει μεταρρυθμίσεις στο στρατό, την οικονομία, τη διοίκηση και γενικά στο κράτος. Εκείνη την εποχή ο Θεόδωρος Πάγκαλος υπηρετούσε στον 2ο λόχο του 7ου συντάγματος πεζικού υπό τον Σάρρο. Μέχρι το 1909 στην οργάνωση είχαν ενταχθεί και ανώτεροι αξιωματικοί, όπως οι Νικόλαος Ζορμπάς, Επαμεινώνδας Ζυμβρακάκης, Γεώργιος Σ. Καραϊσκάκης, εγγονός του ομώνυμου οπλαρχηγού του '21, Γεώργιος Κονδύλης κ.ά. Πολλές από τις συνεδριάσεις του στρατιωτικού συνδέσμου πραγματοποιούνταν στο σπίτι του Πάγκαλου, στην οδό Αριστοτέλους 37 ή σε αυτό στην Ελευσίνα.

Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος γρήγορα μύησε πολλούς αξιωματικούς του στρατού και του ναυτικού και η δράση του έγινε γνωστή και στους κύκλους των ανακτόρων. Η κυβέρνηση Ράλλη, φιλικά προσκείμενη στα ανάκτορα, εξαπέλυσε κύμα μεταθέσεων και παρέπεμψε 12 αξιωματικούς στο ανακριτικό συμβούλιο προς απόταξη. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, βλέποντας τον κίνδυνο ματαίωσης του κινήματος, πήρε την απόφαση να δράσει.

Στις 14 Αυγούστου του 1909 ο Πάγκαλος απελευθέρωσε με τη βία αξιωματικούς του στρατού που κρατούνταν φυλακισμένοι λόγω της τότε πολιτικής κατάστασης. Η αποστολή πέτυχε και ο Πάγκαλος με τους συνεργάτες του και τους δραπέτες κατέφυγε στο σπίτι Παπαμαλέκου στην Καστέλλα. Το πρωί όλοι μαζί πήγαν στο Γουδί, όπου είχε δοθεί εντολή να ξεκινήσει η επανάσταση. Το ίδιο πρωί συνέβη ένα περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Πάγκαλο και τον Παπούλα, αρκετά παράξενο αν σκεφτεί κανείς τη μεταξύ τους διαφορά στην ιεραρχία. Ο Παπούλας μαζί με τον Σπυρίδωνα Μερκούρη έφτασαν νωρίς το πρωί ως απεσταλμένοι του Ράλλη για να διαπραγματευτούν. Τότε ένας στρατιώτης ρώτησε τον Πάγκαλο αν θα έπρεπε να πάρουν εκτός από τα όπλα και το σπαθί του Παπούλα. Τότε ο Πάγκαλος απάντησε: «Όχι, ας το κρατήσει όπως ο Ναπολέων στο Σεντάν». Το επεισόδιο δεν είχε συνέχεια.

Τον Ιανουάριο του 1910 ο Πάγκαλος αντικατέστησε τον ανθυπολοχαγό Λιδωρίκη στη θέση του γραμματέα στη διοικητική επιτροπή του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν από τους πρώτους που υποστήριξαν τον ερχομό του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στις 15 Μαρτίου 1910 και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Βενιζέλο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε, έχοντας πετύχει τις επιδιώξεις του.

Το 1911 εισήχθη στη σχολή πολέμου και στη συνέχεια στάλθηκε για σπουδές μαζί με άλλους τέσσερις αξιωματικούς στο Παρίσι και συγκεκριμένα στη Γαλλική Ακαδημία Πολέμου. Το 1912 τον βρίσκει διοικητή του λόχου του 7ου συντάγματος πεζικού. Με την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου στέλνεται στο Ναύπλιο και λίγο αργότερα στη Λάρισα. Σημαντική ήταν και η συμμετοχή του στη μάχη των Γιαννιτσών στις 19 και 20 Οκτωβρίου του 1912. Ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στη Θεσσαλονίκη, από την οποία όμως αναχώρησε λίγο μετά με το 18ο σύνταγμα πεζικού. Στις 24 Νοεμβρίου καταλαμβάνει τη Φλώρινα και επτά μέρες αργότερα επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Από εκεί φεύγει για το οχυρό του Μπιζανίου, το οποίο, όπως εξομολογείται στα απομνημονεύματα του, δεν θα καταλαμβανόταν χωρίς τη συμβολή του Ιωάννη Μεταξά. Τον Μάρτιο του 1913 επιστρέφει μαζί με όλα τα άλλα τάγματα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, και αφού οι πολεμικές συγκρούσεις σταματούν, πετυχαίνει να πάρει ολιγοήμερη άδεια για να επισκεφθεί την οικογένειά του. Στην Αθήνα έρχεται σε επαφή με τον Βενιζέλο, με τον οποίο συζητά θέματα πολεμικής φύσεως.

Στις 16 Ιουνίου 1913 ξεσπάει ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας, Τουρκίας και Βουλγαρίας. Συμμετείχε στη μάχη του Λαχανά, όπου μάλιστα εν μέσω εχθρικών πυρών οδήγησε τις πυροβολαρχίες μέσα από την περιοχή των συγκρούσεων με ελάχιστες απώλειες. Τις επόμενες μέρες θα αναλάβει το 9ο ευζωνικό τάγμα, το οποίο και θα οδηγήσει στο Μπέλες, όπου διεξήχθη νικηφόρα για τον ελληνικό στρατό μάχη. Στις 27 Ιουνίου καταλαμβάνει το Σιδηρόκαστρο και στις 10 Αυγούστου ο σύντομος αυτός πόλεμος έληξε. Ο Πάγκαλος, λόγω των διαφωνιών που αντιμετώπιζε με τον Χατζανέστη, μετατέθηκε στο 1/38 τάγμα ως υπασπιστής.

Το Φθινόπωρο του 1913 αναχωρεί για τη Γαλλία, για να σπουδάσει στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου μέχρι και τον Αύγουστο του 1914, όταν και εξερράγη ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο η Ελλάδα αρχικά κράτησε ουδέτερη στάση, με συνέπεια να ξεκινήσει ο Εθνικός Διχασμός και να εκδιωχθεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Συγκεκριμένα ο βασιλιάς, όντας φιλογερμανός, λόγω των συγγενικών δεσμών που είχε η σύζυγός του, Σοφία, με τη γερμανική βασιλική αυλή (ήταν αδελφή του Κάιζερ), και μη μπορώντας να αναγκάσει την κυβέρνηση να εισέλθει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με το πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, άσκησε πιέσεις για να παραμείνει η χώρα ουδέτερη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωθυπουργός τότε, θεωρώντας ως επέμβαση στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης τη στάση του βασιλιά, γεγονός που αντέβαινε στο Σύνταγμα, παραιτήθηκε και λίγο αργότερα προχώρησε στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Πάγκαλος διορίστηκε επιτελάρχης της 8ης μεραρχίας στην Πρέβεζα. Λίγους μήνες αργότερα μετατέθηκε στην 4η μεραρχία Ναυπλίου. Το καλοκαίρι του 1916 θα είναι καθοριστικό για την πολιτική ζωή του τόπου. Ο Πάγκαλος μαζί με τον Φικιώρη συστήνουν κρυφή ομάδα αξιωματικών με σκοπό την είσοδο της χώρας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου είχαν μυηθεί πάνω απο 60 αξιωματικοί του στρατού. Το κίνημα της Θεσσαλονίκης, στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, ξεσπά και αμέσως η ομάδα Πάγκαλου σπεύδει να το ενισχύσει.

Στις 12 Σεπτεμβρίου αναχωρεί μαζί με άλλους στρατιωτικούς και πολιτικούς με πλοίο από τον Πειραιά και εγκαθίσταται στη Μυτιλήνη, όπου διορίζεται από την Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας διοικητής Αιγαίου. Στη συνέχεια διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Ηρακλείου και τον Μάρτιο του 1917 προάγεται σε αντισυνταγματάρχη, αναλαμβάνοντας παράλληλα τη διοίκηση του 9ου Συντάγματος. Ο Βενιζέλος με τη βοήθεια των δυνάμεων της Αντάντ καταφέρνει να εκδιώξει τον Κωνσταντίνο, να ανέλθει στην κυβέρνηση και ουσιαστικά να εγκαινιάσει την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.

Με το 9ο σύνταγμα ο Πάγκαλος εισέρχεται στην Αθήνα και εγκαθίσταται στον στρατώνα του Ρουφ αμέσως μετά την έξωση του Κωνσταντίνου. Στις 15 Μαρτίου του 1917 ο Πάγκαλος, έχοντας την απόλυτη εμπιστοσύνη του Βενιζέλου, γίνεται προσωπάρχης του υπουργείου στρατιωτικών, το χαρτοφυλάκιο του οποίου είχε ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Κατά τη διάρκεια της θητείας του δημιουργήθηκε παρεξήγηση με τον βασιλιά Αλέξανδρο εξαιτίας κάποιων κατηγοριών του Πάγκαλου που εξελήφθησαν ως ύβρεις κατά του έκπτωτου βασιλιά Κωνσταντίνου Α. Ύστερα όμως από τις απαραίτητες εξηγήσεις προς τον βασιλιά Αλέξανδρο, η παρεξήγηση λύθηκε. Ο Πάγκαλος ήταν ο κύριος εισηγητής και εκτελεστής του νόμου με τον οποίο όλοι οι λιποτάκτες θα έπρεπε εντός 48ωρου να επιστρέψουν στις θέσεις τους, αλλιώς θα εκτελούνταν, νόμο που αργότερα ο Βενιζέλος αναίρεσε. Στις 18 Ιανουαρίου του 1918 ο Πάγκαλος παύτηκε από τη θέση του προσωπάρχη. Λίγες μέρες αργότερα μετατέθηκε στη μεραρχία Σερρών και τον Μάιο του ίδιου χρόνου έγινε διοικητής της 1ης μεραρχίας.

Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχε σε διάφορες μάχες, για τις οποίες τιμήθηκε με εύφημη μνεία και πολεμικό σταυρό. Απότοκος όλων αυτών των διακρίσεων ήταν και η επιλογή του από τον αρχιστράτηγο του στρατού Λεωνίδα Παρασκευόπουλο ως γενικού επιτελάρχη της στρατιάς. Τον Μάιο του 1919 αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε εκεί ως αρχηγός του επιτελείου. Οι συγκρούσεις του με τον Αριστείδη Στεργιάδη, αρμοστή της Σμύρνης, ήταν αρκετές, με αποτέλεσμα να προταθεί από αυτόν και τον Παρασκευόπουλο η αντικατάστασή του. Ο Πάγκαλος εκείνη την εποχή αναχώρησε για το Παρίσι για κατ' ιδίαν συζητήσεις με τον Βενιζέλο και τους Ευρωπαίους στρατηγούς. Η καλή συνεργασία που είχαν είχε ως αποτέλεσμα την παραμονή του στη θέση του αρχηγού του επιτελείου.

Χάρη στην εξυπνάδα του ο ελληνικός στρατός προέλασε στη Μικρά Ασία και μάλιστα έφτασε να καταλάβει την Προύσα και να σώσει τους Άγγλους στρατιώτες που βρίσκονταν σε δεινή θέση. Η κίνηση αυτή όμως εξόργισε τον Βενιζέλο, αφού η Προύσα δεν εντασσόταν στο σχέδιο δράσης. Στις 22 Αυγούστου του 1920, και ύστερα από διαμάχη του Βενιζέλου με τον Παρασκευόπουλο, λόγω της κατάληψης της Προύσας, ο δεύτερος παραιτείται. Ο Πάγκαλος, παρών στο επεισόδιο, δηλώνει και αυτός την παραίτησή του. Τελικά δεν γίνονται δεκτές. Τις επόμενες μέρες ο Πάγκαλος προάγεται σε υποστράτηγο.

Με την άνοδο της φιλοβασιλικής κυβέρνησης Γούναρη, ο Πάγκαλος ανακαλείται από το μέτωπο και αποστρατεύεται τον Νοέμβριο του 1920. Μέχρι τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής, ο Πάγκαλος είχε αποσυρθεί στην Ελευσίνα, απ' όπου παρακολουθούσε τις πολιτικές εξελίξεις.

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922, παράλληλα με το στρατιωτικό κίνημα της Χίου, ο Πάγκαλος έχοντας συστήσει από καιρό μια ομάδα αξιωματικών, σχηματίζει την επιτροπή Αθηνών, η οποία προχωρεί κατευθείαν σε συλλήψεις πολιτικών και απελευθερώσεις φιλελεύθερων προσωπικοτήτων. Με την έλευση της επαναστατικής επιτροπής Πλαστήρα-Φωκά-Γονατά, ο Πάγκαλος διορίζεται διοικητής της σχολής Ευελπίδων. Μέχρι την έλευση της Επαναστατικής Επιτροπής συμπεριφερόταν ως αρχηγός αυτής καθώς είχε την πίστη ότι αυτή θα τίθετο υπό της διαταγές του. Παρ' όλα αυτά όχι μόνο αγνοήθηκε, αλλά αρκετές αποφάσεις για τη σύλληψη στελεχών της κυβέρνησης που είχαν πραγματοποιηθεί από αυτόν ακυρώθηκαν. Υποστηρίζεται δε ότι διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην παραπομπή των οκτώ κατηγορουμένων σε δίκη (δίκη των έξι), και ότι ήταν αυτός ο οποίος πίεσε τον Πλαστήρα να λάβει αυτή την απόφαση.
Στις 5 Οκτωβρίου συστήθηκε ανακριτική επιτροπή για την τιμωρία των υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής με πρόεδρο τον Θεόδωρο Πάγκαλο.

Στην επιτροπή κατέθεσαν όλοι οι κατηγορούμενοι και στις 24 Οκτωβρίου εκδόθηκε το πόρισμα αυτής με το οποίο καταλόγιζε ευθύνες στους κατηγορουμένους. Στη συνέχεια συστήθηκε έκτακτο στρατοδικείο, του οποίου τα μέλη, σε μεγάλο βαθμό, ορίστηκαν από τον Πάγκαλο. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο Πάγκαλος και στην ουσιαστική αθώωση του πρίγκιπα Ανδρέα, συμμαθητή του στη σχολή Ευελπίδων, τον οποίο μάλιστα συνόδευσε ο ίδιος στο Φάληρο απ' όπου αναχώρησε για το εξωτερικό. Παραδίδεται μάλιστα και χαρακτηριστικός διάλογος μεταξύ των δύο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Στο ερώτημα του Πάγκαλου προς τον πρίγκιπα Ανδρέα αν έχει παιδιά, ο δεύτερος του απάντησε καταφατικά. Τότε ο Πάγκαλος αποκρίθηκε: «Κρίμα που θα μείνουν ορφανά», σίγουρος ότι, παρά τις διεθνείς πιέσεις, το δικαστήριο δεν θα τον αθώωνε, προκειμένου να ικανοποιήσει το λαϊκό αίσθημα. Μετά από χρόνια ο ίδιος ο Πάγκαλος δήλωσε ότι «οι έξι εκτελεσθέντες υπήρξαν μοιραία κατ' ανάγκην θύματα στο βωμό της πατρίδας σε κρίσιμες στιγμές».

Το θαύμα του Έβρου

Στις 14 Νοεμβρίου του 1922 διορίστηκε υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Στυλιανού Γονατά. Στις 12 Δεκεμβρίου παραιτήθηκε για να αναλάβει την αρχιστρατηγία. Εγκαταστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη έχοντας έκτακτες εξουσίες. Για να διευκολυνθεί στο έργο του η κυβέρνηση, κατόπιν υποδείξεώς του, εξέδωσε δύο νόμους, σύμφωνα με τους οποίους η κλοπή υλικού από τον στρατό και η εκ δόλου έκδοση απαλλακτικού σε στρατιώτη από αξιωματικό της υγειονομίας θα τιμωρείτο με εκτέλεση. Οι δύο αυτοί νόμοι, καθώς και οι φήμες περί δεκάδων εκτελέσεων που επίτηδες άφησε να διαρρεύσουν ο ίδιος ο Πάγκαλος, επέβαλαν σε μεγάλο βαθμό την πειθαρχία στο καταπονημένο και διαλυμένο στράτευμα.

Σύντομα κατάφερε να μετατρέψει μια διασκορπισμένη μάζα στρατού με χαμηλό ηθικό σε ισχυρό και αξιόμαχο ετοιμοπόλεμο στρατό 115.000 ανδρών. Στην αντίθετη πλευρά ο τουρκικός στρατός της Θράκης δεν ήταν ικανός σε σχέση με αυτόν του Έβρου. Ο Πάγκαλος πίστευε ότι μπορούσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, αφού οι συνθήκες τον ευνοούσαν. Η ελληνική διπλωματία, γνωρίζοντας το αξιόμαχο του στρατού, χρησιμοποίησε αυτόν ως όπλο προκειμένου να συνθηκολογήσει με την Τουρκία. Πράγματι στις 24 Ιουλίου του 1923 υπογράφηκε η ελληνοτουρκική Συνθήκη της Λωζάννης.

Η συνθηκολόγηση αυτή δεν ικανοποίησε τον Πάγκαλο, αφού θεωρούσε ότι η κατάληψη της Ανατολικής Θράκης δεν θα ήταν δύσκολη για έναν τέτοιο στρατό. Οι απόψεις του, οι οποίες αντιτίθεντο προς την επαναστατική κυβέρνηση, επέφεραν σύγκρουση μεταξύ της επαναστατικής κυβέρνησης και του ίδιου. Στην Θεσσαλονίκη μάλιστα συγκάλεσε και σύσκεψη με άλλους στρατηγούς προκειμένου να κινηθούν εναντίον της κυβέρνησης. Ο Πλαστήρας έλαβε γνώση της συνάντησης και τον εξανάγκασε σε παραίτηση. Ύστερα απο αυτή την εξέλιξη οι προτάσεις περί προσπάθειας πραξικοπήματος που του έγιναν απορρίφθηκαν.

Πολιτική καριέρα

Μετα την παραίτησή του, ο Θεόδωρος Πάγκαλος αναχώρησε για το εξωτερικό όπου επισκέφθηκε τη Γαλλία και την Ελβετία. Στη Βέρνη ήρθε μάλιστα σε επαφή με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο διατηρούσε στενή επαφή.

Το κύρος που είχε αποκτήσει, καθώς και η μεγάλη απήχηση που είχε στους κύκλους των προσφύγων, τον οδήγησε στην απόφαση να συμμετάσχει στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1923. Πριν από αυτές όμως θα λάβει ενεργό συμμετοχή στην κατάπνιξη του φιλοβασιλικού κινήματος Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. Το χρονικό διάστημα από το κίνημα μέχρι τις εκλογές ο Πάγκαλος με συνεχείς δηλώσεις και άρθρα προσπαθεί να συσπειρώσει τον δημοκρατικό κόσμο και παράλληλα να πετύχει την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος για τον καθορισμό του πολιτειακού καθεστώτος.

Στις 16 Δεκεμβρίου του 1923 το κόμμα των Φιλελευθέρων κερδίζει τις εκλογές. Ο ίδιος ο Πάγκαλος εκλέγεται, έχοντας μάλιστα δική του κοινοβουλευτική ομάδα δεκαπέντε βουλευτών. Οι διαμάχες εντός και εκτός της Βουλής με φόντο το πολιτειακό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα έντονες. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα και ο Βενιζέλος είχε αναλάβει τα ηνία της χώρας. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1924 δημιουργήθηκε επεισόδιο μεταξύ του Πάγκαλου και του βουλευτή Άρτας Τζώνη, όταν ο δεύτερος επιτέθηκε στον πρώτο στο προαύλιο της βουλής.

Σε μια κατάσταση έντονων πολιτικών συγκρούσεων ο δημοκρατικός συνασπισμός διαλύεται. Ο Βενιζέλος παραιτείται από πρωθυπουργός, ενώ ο Γεώργιος Καφαντάρης, ο οποίος τον έχει αντικαταστήσει, πράττει το ίδιο λίγες εβδομάδες μετά. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος ηγείται πια του κόμματος των Δημοκρατικών Φιλελευθέρων. Στις 25 Μαρτίου η κυβέρνηση Παπαναστασίου ανακηρύσσει την αβασίλευτη Δημοκρατία, η οποία θα επικυρωνόταν λίγες μέρες αργότερα με δημοψήφισμα, και στις 31 Μαρτίου ο Πάγκαλος αναλαμβάνει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου εννόμου τάξεως. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους αναλαμβάνει και το υπουργείο των στρατιωτικών. Στις 19 Ιουλίου όμως, η κυβέρνηση παραιτείται και εντολή σχηματισμού παίρνει ο Θεμιστοκλής Σοφούλης. Η πολιτική κρίση συνεχίζεται μέχρι και το τέλος του χρόνου. Από τα τέλη του 1924 η φήμη περί ανατροπής της κυβέρνησης από τον Πάγκαλο έχει κυκλοφορήσει. Ήδη αρκετοί στρατιωτικοί τού έχουν φανερώσει την υποστήριξή τους. Οι απεργίες, καθώς και οι προκλήσεις της Τουρκίας επιδεινώνουν και άλλο το σκηνικό. Η κυβερνητική διαφθορά, η καθυστέρηση της Δ΄ Συντακτικής Συνέλευσης και η κυβερνητική αστάθεια έχουν διαμορφώσει το κατάλληλο σκηνικό για την επικείμενη επιβολή δικτατορίας.

Αξιωματικοί από τη Μακεδονία, όπως ο Αλέξανδρος Οθωναίος κ.ά. έχουν ήδη αρχίσει να οργανώνονται. Χαρακτηριστική και η συζήτηση του Δημητρίου Γόντικα με τον Πάγκαλο: «Αλήθεια, Θόδωρε, θα κάμης κίνημα;», ρωτάει ο Γόντικας, υπουργός των στρατιωτικών, για να εισπράξει την απάντηση του Πάγκαλου: «Και βέβαια θα κάμω κίνημα. Θα σας φοβηθώ;».

Κίνημα της 25ης Ιουνίου 1925

Το βράδυ της 24ης Ιουνίου ο Πάγκαλος πληροφορείται ότι επίκειται σύλληψή του. Αμέσως διατάζει τους μυημένους αξιωματικούς να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις. Στο στρατιωτικό νοσοκομείο, το οποίο λειτουργούσε και ως φυλακή, εκδηλώνεται αρχικά το κίνημα. Στη Θεσσαλονίκη ο στόλος θα προσχωρήσει στο κίνημα, ενώ το θωρηκτό Αβέρωφ θα καταληφθεί από μυημένους αξιωματικούς του πολεμικού ναυτικού. Στη συνέχεια ακολουθεί και η Καβάλα. Σύντομα η Θράκη και η Μακεδονία ελέγχονται από τους κινηματίες.

Στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Ανδρέας Μιχαλακόπουλος συγκαλεί σε σύσκεψη τους πολιτικούς αρχηγούς Καφαντάρη και Κονδύλη. Ακολουθεί νέα σύσκεψη υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη. Ο Μιχαλακόπουλος δεν φαίνεται διατεθειμένος να παραιτηθεί, αλλά ζητάει τη συμμετοχή του Καφαντάρη και του Κονδύλη στην κυβέρνηση. Και οι δύο αρνούνται. Ο Μιχαλακόπουλος παραιτείται. Στις 10 π.μ. της 25ης Ιουνίου ο Θεόδωρος Πάγκαλος στέλνει τελεσίγραφο στον πρόεδρο της δημοκρατίας, με το οποίο ζητάει την παραίτηση της κυβέρνησης. Η χλιαρή στάση που επέδειξε ο Μιχαλακόπουλος ήταν καθοριστική για την επιτυχία του κινήματος. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ύστερα από σύσκεψη μεταξύ του προέδρου της δημοκρατίας και άλλων, παίρνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και κατευθύνεται στο στρατόπεδο του Ρουφ για να συναντήσει τον Πάγκαλο. Ο Πάγκαλος αρχικά φάνηκε διατεθειμένος να πάρει μέρος στην κυβέρνηση, αλλά στη συνέχεια, και αφού έχει βεβαιωθεί ότι το κίνημα έχει επικρατήσει, του διαμηνύσε ότι μόνο ως πρωθυπουργός θα έπαιρνε μέρος σε κυβέρνηση. Σε νέα συγκέντρωση που γίνεται ο Παπαναστασίου καταθέτει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.

Έτσι ο Θεόδωρος Πάγκαλος αναλαμβάνει την πρωθυπουργία την 26η Ιουνίου του 1925. Στην κυβέρνηση που σχημάτισε, κράτησε ο ίδιος το υπουργείο στρατιωτικών. Στη βουλή παρουσιάστηκε ως πρωθυπουργός και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από όλους τους βουλευτές, πλην δεκατεσσάρων. Τα κόμματα Μιχαλακόπουλου και Καφαντάρη απείχαν. Με διάταγμα της 30ης Σεπτεμβρίου του 1925 κατήργησε τη βουλή με το αιτολογικό ότι "είχε χάσει την εμπιστοσύνη του Έθνους". Οι πολιτικοί αρχηγοί, πιστεύοντας στις δεσμεύσεις Πάγκαλου, του επέτρεψαν ουσιαστικά να αναλάβει αναίμακτα τα ηνία της χώρας.

Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου πραγματοποιήθηκαν δημοτικές εκλογές. Στη Θεσσαλονίκη εξελέγη δήμαρχος ο Μηνάς Πατρίκιος, ο οποίος όμως καθαιρέθηκε με ειδικό νόμο, επειδή είχε υποστηριχθεί από την αριστερά και το Εργατικό Κέντρο της πόλης. Τον Δεκέμβριο οι εκλογές επαναλήφθηκαν, ο Πατρίκιος επανεξελέγη και ο Πάγκαλος, μη θέλοντας να διώξει τον δήμαρχο, εξόρισε τους φίλα προσκείμενους δημοτικούς συμβούλους, αντικαθιστώντας τους με δικούς του.

Στις 3 Ιανουαρίου 1926 παραιτήθηκε ο ναύαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος από το υπουργείο των ναυτικών, ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του Πάγκαλου. Τον Φεβρουάριο αποτράπηκε η πραγματοποίηση κινήματος από τον Κονδύλη. Στις 15 Μαρτίου παραιτήθηκε και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης, διαμαρτυρόμενος για τις αυθαιρεσίες της δικτατορίας Πάγκαλου. Η είδηση της παραίτησής του κυκλοφόρησε τρεις μέρες αργότερα, καθώς δεν δημοσιεύθηκε για λόγους σκοπιμότητας αμέσως. Ο Πάγκαλος αμέσως προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου, προερχόμενου αυτή τη φορά από το λαό. Τα δημοκρατικά κόμματα όμως δεν κατάφεραν να εκμεταλευθούν αυτή την ευκαιρία. Ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, τον οποίο πρότειναν για την προεδρία, δεν είχε μεγάλη απήχηση στο λαό, ενώ η αποχή που ζήτησαν δεν είχε αποτέλεσμα. Ο Πάγκαλος εξελέγη άνετα πρόεδρος της Δημοκρατίας, λαμβάνοντας 782.589 ψήφους έναντι 56.126 του Δεμερτζή. Έτσι στις 18 Απριλίου ορκίστηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας, διατηρώντας παράλληλα το αξίωμα του πρωθυπουργού.

Τον Ιούλιο του 1926 άρχισαν οι προσπάθειες για την εύρεση κάποιου που θα αναλάμβανε την πρωθυπουργία. Αρχικά η πρόταση σχηματισμού κυβέρνησης ανατέθηκε στον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, που γι' αυτόν τον λόγο ήρθε στην Αθήνα από το Παρίσι. Την τελευταία στιγμή όμως άλλαξε γνώμη και αρνήθηκε. Και ενώ όλα έδειχναν ότι κυβέρηση θα σχημάτιζε ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο Πάγκαλος διόρισε στις 19 Ιουλίου του 1926 πρωθυπουργό τον Αθανάσιο Ευταξία. Για μια από τις πράξεις που επικρίθηκε, αλλά και σχολιάστηκε ειρωνικά ο Πάγκαλος από τους σύγχρονους ιστορικούς ήταν η απονομή στον εαυτό του του μεγαλόσταυρου του Σωτήρος.

Εσωτερική πολιτική

Η δικτατορία Πάγκαλου έμεινε στην ιστορία κυρίως για δύο πράγματα: Όσον αφορά την εσωτερική πολιτική, για την αστυνομική διάταξη που απαγόρευε στις γυναίκες να φοράνε φούστες που απέχουν πάνω από 30 πόντους από το έδαφος, και για τα σκάνδαλα, στα οποία αναμείχθηκαν μέλη της κυβέρνησης.
Στον οικονομικό τομέα, η δικτατορία Πάγκαλου αναγκάστηκε να συνάψει εσωτερικό δάνειο, διχοτομώντας το χαρτονόμισμα. Έτσι εξοικονομήθηκαν δύο δισεκατομμύρια δραχμές, ποσό πολύ σημαντικό, αν σκεφτούμε πόσοι πρόσφυγες βρίσκονταν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Αυξημένο είναι και το ποσοστό ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα, καθώς και πολλών ξένων εταιρειών, όπως η αγγλική εταιρεία ηλεκτροφωτισμού Πάουερ.

Η δικτατορία Πάγκαλου επιδόθηκε σε άγριες διώξεις πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων, καθώς και των κομμουνιστών. Μεταξύ των συλληφθέντων συγκαταλέγονται οι Ιωάννης Μεταξάς, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Νικόλαος Πλαστήρας, Γεώργιος Παπανδρέου, Κύρος Κύρου, διευθυντής της εφημερίδας «Εστία», Γεώργιος Βεντήρης, δημοσιογράφος κ.ά. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας απαγορεύθηκε και η λειτουργία των εφημερίδων «Καθημερινή» και «Ριζοσπάστης». Επίσης είχε ιδρυθεί και ειδικό δικαστήριο, το οποίο είχε καταδικάσει σε θάνατο διά απαγχονισμού δύο καταχραστές αξιωματικούς, τους Δρακάτο και Ζαρειφόπουλο, οι οποίοι και κρεμάστηκαν στο Γουδί.
Στα θετικά της δικτατορίας είναι η ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών και η αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου.

Εξωτερική πολιτική

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος κατά τη διάρκεια της εξουσίας του υιοθέτησε εθνικιστική ρητορεία, δημιουργώντας συγκρούσεις με τα γειτονικά κράτη. Η εμμονή του στην ιδέα περί εκδίκησης των Τούρκων για τη Μικρασιατική καταστροφή, τον οδήγησαν σε απαράδεκτα διπλωματικά λάθη.

Τον Οκτώβριο του 1926 δημιουργήθηκε μια μικροσυμπλοκή μεταξύ βουλγαρικών και ελληνικών σωμάτων στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ο Πάγκαλος αμέσως διέταξε την είσοδο ελληνικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία. Η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων, όπως ήταν φυσικό αναχαιτίστηκε από την Κοινωνία των Εθνών, η οποία με ψήφισμά της δικαίωσε τη Βουλγαρία και υποχρέωσε την Ελλάδα να καταβάλει ως πολεμική αποζημίωση 30 εκατομμύρια βουλγαρικά λέβα, δηλαδή 50 χιλιάδες χρυσές λίρες. Το περιστατικό αυτό είναι χαρακτηριστικό των κακών χειρισμών της δικτατορίας Πάγκαλου στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και έμεινε στην ιστορία ως «Επεισόδιο του Πετριτσίου».
Το μεγαλύτερο όμως ατόπημα του Πάγκαλου ήταν η σύναψη συνθήκης με τη Γιουγκοσλαβία, η οποία επισπεύθηκε προκειμένου να επικεντρωθούν τα επιτελεία του στρατού στην απειλή της Τουρκίας. Στις 17 Αυγούστου 1926 υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ των δύο χωρών, για την οποία αντέδρασε όλος ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος. Υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας εκείνη την περίοδο ήταν ο Λουκάς Κανακάρης-Ρούφος.

Μεταξύ των άλλων, η συνθήκη προέβλεπε την συγκυριαρχία της Γιουγκασλαβίας στον λιμένα της Θεσσαλονίκης και στην κοιλάδα Αξιού, την παραχώρηση του ελέγχου της σερβικής μονής στο Άγιο Όρος, καθώς και τη μετατροπή της σιδηροδρομικής γραμμής Γευγελής σε ελληνοσερβική, με την προϋπόθεση όμως ότι οι υπάλληλοι θα μιλούσαν τη σερβική γλώσσα. Η συνθήκη αυτή προξένησε επίσης έντονη δυσαρέσκεια και στους κύκλους των στρατιωτικών, δυσαρέσκεια η οποία φάνηκε στη συνέχεια. Μετά την πτώση του Πάγκαλου η κυβέρνηση έσπευσε να ακυρώσει τη συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών.

Ανατροπή

Ύστερα από την ελληνογιουγκοσλαβική συνθήκη και το «Επεισόδιο του Πετριτσίου», το οποίο προκάλεσε οργή στους κύκλους των αξιωματικών και των πολιτικών, η θέση του Πάγκαλου ήταν δύσκολη. Επίσης οι συνεχείς διώξεις των πολιτικών είχαν προκαλέσει δυσφορία στο λαό. Η απαξίωση του πολιτικού λόγου και των θεσμών, η αυθαιρεσία, καθώς και η έλλειψη σεβασμού στη δημοκρατία, επέφεραν την ανατροπή της δικτατορίας Πάγκαλου.

Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, αν και γνώριζε για ύποπτες κινήσεις αξιωματικών δεν έδωσε σημασία, συνεχίζοντας την περιοδεία του στην επαρχία, όπου ετύγχανε ενθουσιώδους υποδοχής. Στις Σπέτσες τον βρήκε το κίνημα του Κονδύλη, ο οποίος σε συνεργασία με άλλους αξιωματικούς (Ντερτιλής, Κατσώτας, Κοκκαλάς) επιχείρησε να τον ανατρέψει. Το βράδυ της 22ας Αυγούστου οι κινηματίες κατέλαβαν το υπουργείο στρατιωτικών και το φρουραρχείο, ενώ στη συνέχεια όλα τα τάγματα προσχώρησαν στο κίνημα. Αμέσως στάλθηκαν 70 άντρες με ακτοπλοϊκό για να συλλάβουν τον Πάγκαλο που παραθέριζε στις Σπέτσες. Ο Πάγκαλος επιβιβάστηκε στο τορπιλοβόλο «Πέργαμος» και προσπάθησε να διαφύγει απο τον Ισθμό της Κορίνθου, με σκοπό να ενωθεί με τη μοίρα του πλοιάρχου Κολιαλέξη, ο οποίος βρισκόταν στη Ζάκυνθο. Μη μπορώντας όμως να περάσει από τον Ισθμό, επιχείρησε να κάνει τον περίπλου της Πελοποννήσου. Το τορπιλοβόλο «Πέργαμος», παρά τους βομβαρδισμούς που δέχθηκε, δεν παραδόθηκε και συνέχισε κανονικά την πορεία του. Όμως κοντά στα Κύθηρα, το πολεμικό πλοίο «Λέων» πλεύρισε το «Πέργαμος» αποβιβάζοντας στρατιώτες. Μπροστά στο φάσμα της αιματοχυσίας και πληροφορούμενος παράλληλα την παραίτηση του Κολιαλέξη, λόγω στάσης των πληρωμάτων μερικών πλοίων της μοίρας του, ο Πάγκαλος παραδόθηκε στους κινηματίες, αντιλαμβανόμενος πια ότι όλα είχαν τελειώσει. Μετά τη σύλληψή του αποβιβάστηκε στο Κερατσίνι, απ' όπου και οδηγήθηκε, ύστερα από μερικές μέρες, στις φυλακές Ιτζεντίν της Κρήτης.

Η κράτησή του δημιούργησε πολλές αντιδράσεις, καθώς δεν υπήρχαν επαρκείς κατηγορίες που να δικαιολογούν την παραμονή του στη φυλακή. Ο τρόπος με τον οποίο είχε αναλάβει την εξουσία ο Πάγκαλος ήταν συνταγματικός, τουλάχιστον επιφανειακά, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Κονδύλη να προσπαθεί να τον επιβαρύνει με σκάνδαλα που συνέβησαν επί εξουσίας του, όπως αυτό με το καζίνο Ελευσίνας, για την προμήθεια 512 γερμανικών αυτοκινήτων κ.ά., κατηγορίες τις οποίες ο ίδιος αρνήθηκε ενώπιον του Ανώτατου Ανακριτικού Συμβουλίου. Ο Πάγκαλος δεν προσήχθη σε δίκη και τελικά με απόφαση της 13ης Ιουλίου 1928 της κυβέρνησης Βενιζέλου αποφυλακίστηκε. Αξίζει να σημειωθεί ότι το χρονικό όριο προφυλάκισης είχε παρέλθει και ουσιαστικά κρατείτο παράνομα.

Τα τελευταία χρόνια

Μετά την αποφυλάκισή του συμμετείχε στις εκλογές της 23ης Αυγούστου 1928 ως αρχηγός της Εθνικής Ενώσεως, αλλά απέτυχε να εκλεγεί. Στις 16 Μαΐου του 1929 συνελήφθη πάλι για τα αδικήματα της δικτατορίας. Στη συνέχεια αποφυλακίστηκε με εγγύηση και στις 17 Μαρτίου του 1930 προσήχθη σε δίκη ενώπιον τριαντακονταμελούς επιτροπής της Γερουσίας με βάση τον νόμο περί ευθύνης υπουργών με την κατηγορία της απιστίας για το σκάνδαλο του καζίνο της Ελευσίνας. Η κατηγορία αφορούσε την εκχώρηση άδειας λειτουργίας καζίνο στην Ελευσίνα σε φίλα προσκείμενο επιχειρηματία έναντι χαμηλότερου αντιτίμου από ό,τι προσέφερε ο πλειοδότης. Τελικά καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση και πενταετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Παράλληλα οι οπαδοί του Πάγκαλου στο στράτευμα εκτοπίστηκαν στην Μακεδονία.

Στις 30 Οκτωβρίου 1930 συνελήφθη μαζί με άλλους 36 αξιωματικούς και τον γαμπρό του, Γ. Δομεστίκο, και φυλακίστηκε στις φυλακές Συγγρού για οργάνωση υποτιθέμενου πραξικοπήματος για την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Τουρκία για την υπογραφή συνθήκης φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, κίνηση στην οποία αντιτίθετο μερίδα αξιωματικών. Ύστερα από λίγους μήνες αποφυλακίζεται και εγκαθίσταται μόνιμα στην Ελευσίνα. Ένα χρόνο αργότερα παραπέμφθηκε σε νέα δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας για την προετοιμασία του κινήματος του 1930, ενώ στις 31 Μαΐου του ίδιου χρόνου εκτοπίστηκε στην Αιδηψό. Το 1935 έλαβε μέρος στις εκλογές ως επικεφαλής του Εθνικού Κόμματος μόνο στην περιφέρεια Δράμας, αλλά απέτυχε πάλι να εκλεγεί. Όλη αυτή την περίοδο ο ίδιος αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες.

Στις 19 Απριλίου 1941 προτάθηκε στον βασιλιά Γεώργιο να συμπεριλάβει στη νέα κυβέρνηση και τον Πάγκαλο, αλλά η πρόταση δεν καρποφόρησε. Με την έλευση των Γερμανών και τον διορισμό του Τσολάκογλου στη θέση του πρωθυπουργού, πολλές πολιτικές προσωπικότητες, μεταξύ αυτών και ο Πάγκαλος, τον επισκέφθηκαν στο γραφείο του, κίνηση που σχολιάστηκε αρνητικά.

Τον Νοέμβριο του 1941 με ειδική ρύθμιση ο Πάγκαλος άρχισε να λαμβάνει σύνταξη ως πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας, η οποία συνεχίστηκε και μετά την κατοχή. Στις 16 Οκτωβρίου του '44 μέλη του ΕΑΜ αποπειράθηκαν να τον συλλάβουν, αλλά η προσωπική του φρουρά τους εμπόδισε. Στις 26 του ίδιου μήνα συνελήφθη από την κυβέρνηση Παπανδρέου και οδηγήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Τον Δεκέμβριο του 1944 αποφυλακίστηκε.

Στις 25 Αυγούστου 1945 συνελήφθη ως δωσίλογος, κατόπιν αποφάσεως του 6ου ανακριτικού γραφείου δωσίλογων. Λίγες μέρες νωρίτερα του είχε ασκηθεί ποινική αγωγή για τα δημοσιευθέντα άρθρα του κατά την περίοδο της κατοχής, τα οποία, σύμφωνα με την αγωγή, εξυπηρετούσαν το έργο των εχθρών.

Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1945 αθωώθηκε οριστικά με απαλλακτικό βούλευμα από τις κατηγορίες που τον βάρυναν για συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις. Η κατηγορία περί συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις στηριζόταν στο γεγονός ότι είχε συμμετάσχει στην ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας επί κατοχής.
Υπάρχει η άποψη ότι η δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας υποστηρίχθηκε από τον Πάγκαλο για να αποτραπεί ενδεχόμενη επαναφορά του βασιλιά. Στις εκλογές του Μαρτίου του 1950 ο Πάγκαλος κατέβηκε ως υποψήφιος με το Εθνικό Κόμμα υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Στις εκλογές το Εθνικό Κόμμα κατέλαβε επτά έδρες, οι οποίες όμως κερδήθηκαν κατά κύριο λόγο στην Ήπειρο, με αποτέλεσμα ο ίδιος να μην εκλεγεί.

Απεβίωσε στις 27 Φεβρουαρίου 1952 από φυματίωση στο ξενοδοχείο «Χλόη» της Κηφισιάς, όπου διέμενε. Η κηδεία του έγινε την επομένη, δημοσία δαπάνη. Το 1950 είχαν εκδοθεί τα απομνημονεύματά του.

De Siris