Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

"Αττίλας" 2


«Αττίλας» 2

Η δεύτερη φάση της τουρκικής («ειρηνευτικής» κατ’ αυτούς) εισβολής στην Κύπρο, το μοιραίο για τον Ελληνισμό καλοκαίρι του 1974, που έμεινε έκτοτε στην ιστορία ως «Αττίλας-2», αποτελεί την πλέον αυταπόδεικτη απόδειξη ότι η Τουρκία, όντας σε θέση ισχύος, δεν επιθυμούσε να δώσει ειρηνική λύση στην κρίση, καθώς απέβλεπε στην κατάληψη της Μόρφου (δυτικά) και της Αμμοχώστου (ανατολικά). Στόχος η επίτευξη μιας –κατά το δυνατόν– ευθυγραμμισμένης γραμμής κατοχής στον άξονα ανατολής/δύσης, στα δεξιά και αριστερά του «διαδρόμου» που με κατεύθυνση βορρά-νότου είχε καταληφθεί στη διάρκεια του «Αττίλα-1» και συνέδεε την Κερήνεια με τον τουρκοκυπριακό θύλακα της Λευκωσίας. Έτσι κατορθώθηκε η κατοχή του περίπου 36% του εδάφους της Κύπρου και παγιώθηκε το σημερινό στάτους κβο.

Μικρές ελπίδες πολιτικής/διπλωματικής διεξόδου από την κατάσταση που είχε προκαλέσει ο «Αττίλας-1» είχαν δημιουργηθεί από τη συνδιάσκεψη της Γενεύης στις 25/7/1974. Είχε προηγηθεί βέβαια το άφρον πραξικόπημα κατά του προέδρου Μακαρίου, ο θλιβερός «Αττίλας-1», με την ουσιαστικά αποβίβαση και όχι απόβαση του τουρκικού στρατού στην ακτή Πενταμίλι της Κερύνειας στη βόρεια Κύπρο, η ρίψη αλεξιπτωτιστών στον τουρκοκυπριακό θύλακα της Λευκωσίας, η συνένωση αυτού με το προγεφύρωμα, μετά από τριήμερο σκληρό, αλλά άπελπι αγώνα, λόγω των τραγικών τακτικών λαθών της στρατιωτικής ηγεσίας της Εθνικής Φρουράς αλλά και του χάους που είχε προκαλέσει το χουντικό πραξικόπημα. Στις 25/7/1974 ξεκίνησε στη Γενεύη της Ελβετίας η ομώνυμη διάσκεψη για το Κυπριακό, με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών δυνάμεων της κυπριακής ανεξαρτησίας, δηλαδή Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας (Γ. Μαύρος, Γκιουνές και λόρδος Κάλλαχαν αντίστοιχα).

Τότε, μετά τις πρώτες επαφές, μεταξύ των τριών ΥΠ.ΕΞ., συμφωνήθηκε ένας δεύτερος γύρος της διάσκεψης, για τις 8/8/1974, πάλι στη Γενεύη, αυτή τη φορά με τη συμμετοχή εκπροσώπων και από τις δύο κοινότητες της νήσου, οπότε η διάσκεψη από τριμερής θα γινόταν επί της ουσίας πενταμερής. Έπειτα από σχετική επιμονή των ΗΠΑ, ο νόμιμος πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος δεν συμμετείχε. Από πλευράς Ελληνοκυπρίων παρέστη ο Γλαύκος Κληρίδης, ο οποίος αναπλήρωνε νόμιμα τον Μακάριο, ως πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, ενώ από πλευράς Τουρκοκυπρίων ο ηγέτης τους Ραούφ Ντενκτάς. Οι Τούρκοι στην εισηγητική τους έκθεση πρότειναν ομοσπονδία, επί τη βάσει των γεωγραφικών τετελεσμένων, βάσει των οποίων οι Τουρκοκύπριοι θα κρατούσαν το 34% του κυπριακού εδάφους. Ο Κληρίδης αντέτεινε ότι μια τέτοια απόφαση δεν μπορούσε να τη λάβει μόνος και ζήτησε 48 ώρες προθεσμία προκειμένου να μεταβεί στο νησί και να συνεννοηθεί με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις της Κύπρου. Η Τουρκία όμως ήταν αποφασισμένη να οδηγήσει τις συνομιλίες σε αδιέξοδο, γιατί ήδη ήταν κάτοχος «με αίμα και την ισχύ των όπλων της» του εδάφους αυτού, που μπορούσε να το κρατήσει έτσι κι αλλιώς και όχι να το θέσει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Παράλληλα δε ετοίμαζε τη δεύτερη φάση της εισβολής στην Κύπρο, τον «Αττίλα-2», ώστε να πετύχει «εδαφικές βελτιώσεις», με την «ευθυγράμμιση», όπου ήταν δυνατόν, της γραμμής επαφής των δύο πλευρών.

Στις 13/8/1974, τελευταία μέρα της διάσκεψης, όπως σημειώνει ο δημοσιογράφος Μακάριος Δρουσιώτης στο βιβλίο του «1974. Το άγνωστο παρασκήνιο της τουρκικής εισβολής» (εκδ. «Αλφάδι»), ο τότε Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ απέστειλε στην αντιπροσωπεία της χώρας του στις συνομιλίες κωδικό τηλεγραφικό μήνυμα, με το οποίο άναβε το πράσινο φως για τον «Αττίλα-2».

Η Τουρκία, από καθαρά στρατιωτικής πλευράς, είχε συγκεντρώσει στο τότε κατεχόμενο τμήμα του νησιού περίπου 40.000 στρατιώτες, που αποτελούσαν τη δύναμη των 28ης και 39ης Μεραρχιών Πεζικού, μιας ταξιαρχίας αλεξιπτωτιστών, του 39ου Συντάγματος Καταδρομών, του 6ου Συντάγματος Πεζοναυτών κ.λπ.), 160-200 μέσα άρματα μάχης (Μ-47, Μ-48 της 5ης τεθωρακισμένης ταξιαρχίας), πυροβόλα, και πλήθος μαχητικά αεροσκάφη που επιχειρούσαν από βάσεις στην ηπειρωτική Τουρκία. Αποστολή της 39ης μεραρχίας ήταν η διαμέσου της κοιλάδας της Μεσαορίας κατάληψη του λιμανιού της Αμμοχώστου στα ανατολικά του νησιού, ενώ της 28ης αντίστοιχα η κατάληψη της Μόρφου και η ένωση με τον τουρκοκυπριακό θύλακο του Λημνίτη στα δυτικά.

Η κατάσταση στις ελληνικές/ελληνοκυπριακές δυνάμεις ήταν τραγική. Ο τότε επικεφαλής της Εθνικής Φρουράς πραξικοπηματίας ταξίαρχος Γεωργίτσης με αναφορά του αμέσως μετά το τέλος του «Αττίλα-1», στις 29/7/1974, προς το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων στην Αθήνα, σημείωνε ότι «οι μονάδες έχουν φθάσει εις τα όρια αποσυνθέσεως, παρουσιάστηκαν σοβαρά κρούσματα αυτοδιαλύσεως μονάδων προσλαμβάνοντα μορφήν ανταρσίας».

Στις 04.55 της 14/8/1974, μιάμιση ώρα μετά το ηθελημένο από πλευράς Τουρκίας ναυάγιο των ειρηνευτικών συνομιλιών της Γενεύης, η τουρκική Πολεμική Αεροπορία άρχισε τις επιδρομές της στην Κύπρο, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων και βόμβες ναπάλμ εναντίον μη στρατιωτικών στόχων, όπως ήταν σχολεία και νοσοκομεία, μέχρι τις 9 το πρωί, οπότε ξεκίνησε η εξόρμηση της 39ης Μεραρχίας από το Κιόνελι στα ανατολικά προς την Αμμόχωστο, επί δύο αξόνων, χωρίς ουσιαστικά καμία αντίσταση, αφού οι Ελληνοκύπριοι πέταγαν τα όπλα τους και φορούσαν πολιτικά για να μην συλληφθούν αιχμάλωτοι ένστολοι.

Κύριο χαρακτηριστικό του «Αττίλα-2», που τον διακρίνει ουσιαστικά από τον «Αττίλα-1», ήταν η πρόθεση των Τούρκων όχι τόσο να καταλάβουν περισσότερο έδαφος, όσο να «εκκαθαρίσουν» το ήδη κατεχόμενο, ή όσο θα αποκτούσαν επιπλέον κατά την προέλαση των δυνάμεών τους, έδαφος, διώχνοντας από αυτό τους Ελληνοκυπρίους ως πρόσφυγες προς το νότο είτε εκτελώντας όσους επέμεναν να παραμείνουν στις πατρογονικές εστίες τους. Τυπικά, η απόσταση Λευκωσίας-Αμμοχώστου θα μπορούσε να καλυφθεί από τις τουρκικές δυνάμεις εντός ελαχίστων ωρών. Αντ’ αυτού όμως η τουρκική προέλαση καθυστερούσε χαρακτηριστικά και χωρίς ιδιαίτερο λόγο, δίνοντας έτσι το δικαίωμα στους Ελληνοκύπριους κατοίκους της πόλης και της έμπροσθεν αυτής εύφορης πεδιάδας να φεύγουν πανικόβλητοι κουβαλώντας ό,τι εκ των υπαρχόντων τους μπορούσαν προς το νότο και την προσφυγιά.

Στις 17.30 της 14/8/1974 τα πρώτα τουρκικά τμήματα εισέρχονται στον τουρκοκυπριακό τομέα της παλαιάς πόλης της Αμμοχώστου. Η νέα (ελληνοκυπριακή) πόλη δεν ήταν στα επιχειρησιακά τους σχέδια να την καταλάβουν και σταμάτησαν στις παρυφές της. Αυτή όμως είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι στρατιώτες να την καταλάβουν, μετά την πάροδο 24 ωρών, το απόγευμα της 15ης του μηνός.

Στην αντίθετη πλευρά του νησιού, η 28η μεραρχία πεζικού του τουρκικού στρατού προήλαυνε, συναντώντας επίσης μηδαμινή αντίσταση προς τη Μόρφου. Η προέλαση εξελισσόταν με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς, προκειμένου οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι των περιοχών αυτών να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και έτσι να «εκκαθαριστεί» η υπό κατάληψη περιοχή. Το μοναδικό σημείο πραγματικής αντίστασης σημειώθηκε στα δυτικά της Λευκωσίας, στον Άγιο Παύλο, από την Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) και μονάδες της Εθνικής Φρουράς.

Στις 09.30 της 16/8/1974 οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Μόρφου και το μεσημέρι της ίδιας μέρας τη Λεύκα, σχηματίζοντας έτσι ουσιαστικά τη σημερινή γραμμή κατοχής, που κρατάει έκτοτε χωρισμένο το νησί. Τότε κήρυξαν κατάπαυση του πυρός, έχοντας στην κατοχή τους το 35% του κυπριακού εδάφους, για να την παραβιάσουν οι ίδιοι την επόμενη μέρα, προκειμένου οι δυνάμεις τους να προωθηθούν και να φτάσουν –για λόγους ασφαλείας– στα όρια των κυρίαρχων βρετανικών βάσεων στο νησί.

Αμέσως μετά την έναρξη του «Αττίλα-2», στην Ελλάδα, ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής διατάζει τη συγκρότηση μιας μεραρχίας για να σταλεί στην Κύπρο, αλλά οι στρατιωτικοί αντιδρούν με το επιχείρημα του κινδύνου της μεγάλης απόστασης μέχρι την Κύπρο και της εξασθένησης της άμυνας της Ελλάδας σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου. Ο Καραμανλής απευθύνει διάγγελμα στον ελληνικό λαό, όπου εξηγεί τους (προαναφερθέντες) λόγους της μη ελληνικής επέμβασης, ενώ ανακοινώνει και την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Τελικά, οι Τούρκοι με τους δύο «Αττίλες» τους κατέλαβαν το 36,3% της Κυπριακής Δημοκρατίας, που με τη σειρά της ήλεγχε το 60% αυτού, ενώ το υπόλοιπο (3,7%) αποτελούσε τη «νεκρή ζώνη» μεταξύ των δύο πλευρών.

Μπορεί, σε γενικές γραμμές, οι τουρκικές δυνάμεις κατά τον «Αττίλα-2» να μην αντιμετώπισαν ιδιαίτερα προβλήματα κατά την προέλασή τους, ορισμένες μονάδες όμως της Εθνικής Φρουράς, με στιβαρές διοικήσεις, και η ΕΛΔΥΚ ή καλύτερα το τμήμα της ΕΛΔΥΚ που είχε απομείνει από την πρώτη φάση της εισβολής, καθώς και η Α΄ Μοίρα Καταδρομών που είχε φτάσει από την Κρήτη με τα Νοράτλας της ΠΑ ως ενίσχυση και οι κυπριακές Μοίρες Καταδρομών έμειναν και πολέμησαν με πραγματικά πρωτόγνωρο ηρωισμό και αυτοθυσία. Οι άνδρες αυτοί, τις στιγμές του χάους, έμειναν και πολέμησαν ως Έλληνες, σώζοντας όχι μόνο ό,τι μπορούσε να περισωθεί «επί του εδάφους», αλλά, ίσως και το πιο σημαντικό, την τιμή και την υπόληψη ολόκληρου του Ελληνισμού.

Παραθέτουμε, ως ενδεικτικό των μαχών αυτών, ένα απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε ένας από τους ήρωες αυτούς, ο τότε ταγματάρχης διοικητής του 336 Τάγματος Εθνοφυλακής της Εθνικής Φρουράς και νυν στρατηγός εν αποστρατεία και επίτιμος γενικός επιθεωρητής Στρατού, Δημήτριος Αλευρομάγειρος, πριν από δύο χρόνια στην εφημερίδα «Μακεδονία». Ο στρατηγός ανέλαβε τη διοίκηση του τάγματος, που αποτελείτο από επίστρατους της περιοχής της Αμμοχώστου, τους οποίους αμέσως μετά τον «Αττίλα-1» είχε διαταχθεί να μεταφερθεί στην περιοχή της Λευκωσίας.

«Και επειδή οι Τούρκοι δεν κάνουν τίποτε τυχαίο, έκαναν την εισβολή την επομένη, που, βάσει προγραμματισμού, αντικατεστάθη το 30% της πιο σημαντικής αμυντικά μονάδας, της ΕΛΔΥΚ. Αποτίοντας όμως φόρο τιμής, θέλω να σημειώσω ότι όλοι αυτοί οι απολυόμενοι επέστρεψαν αμέσως στην Κύπρο, αποβιβάσθηκαν στην Πάφο και πολλοί από τους ηρωικούς νεκρούς είναι από αυτούς. Αιωνία η μνήμη τους! Θέλω επίσης να σημειώσω -το έχω γράψει και στην επίσημη έκθεσή μου- ότι και παρά το πραξικόπημα, το οποίο κυρίως επέδρασε επί του ηθικού και τη θέληση για αντίσταση σε κάποιο βαθμό, οι Τούρκοι δεν θα πατούσαν το πόδι τους στο νησί αν στοιχειωδώς εφαρμόζονταν τα σχέδια και γινόταν έγκαιρα η επάνδρωση των πολυβολείων στην περιοχή Κερύνειας. Στην περιοχή της Αμμοχώστου όπου ήμουνα τούτο έγινε εν μέρει».

Και συνεχίζει πιο κάτω ο στρατηγός, αναφορικά με το ηρωικό 336 Τάγμα Εθνοφυλακής στη διάρκεια του «Αττίλα-2», που η δράση του συνέτεινε τα μέγιστα στη διατήρηση υπό ελληνοκυπριακό έλεγχο της Λευκωσίας και του αεροδρομίου της.

«Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου και ενώ στην Αθήνα είχαμε πανηγυρισμούς για την εγκατάλειψη της εξουσίας από τη χούντα, η οποία υπό το βάρος των εγκλημάτων της έσπευδε να τραπεί εις φυγήν, αφήνοντας όμως ήδη τα πρώτα εθνικά ερείπια, με βρίσκει τοποθετώντας τους στρατιώτες του τάγματος στο τμήμα της Πράσινης Γραμμής Λευκωσίας, από το δεξιόν του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ έως και της οδού Λήδρας…Το τάγμα μας ουσιαστικά πολέμησε από τις 14 έως τις 17 Αυγούστου, οπότε εδέχθη καταιγισμό βομβαρδισμών, όλμων και πυροβόλων, καθώς και κινήσεις αρμάτων την τελευταία προ της εκεχειρίας της 16ης 8ης ώρας, η οποία απεκρούσθη με αντιαρματικό ενός Ελλαδίτη καταδρομέα (Σημ. «Α.τ.Κ.»: Των Κρητών καταδρομέων του αείμνηστου Μανώλη Μπικάκη χειριστή ΠΑΟ και του γεμιστή του Μπιχακάκη) και το πυροβολικό και τη μεγάλη συμβολή του Αντώνη Καρρά. Κατά τη διάρκεια του τετραήμερου αγώνα όλοι οι αξιωματικοί ήσαν στην πρώτη γραμμή, είχαμε ελάχιστες εγκαταλείψεις και είχαμε 37 ηρωικούς νεκρούς και περί τους 120 τραυματίες… Συνολικά, απωλέσθησαν περί τα 100 μέτρα εδάφους στο Σχολείο και δύο ακραία φυλάκια δίπλα στην ΕΛΔΥΚ. Η ΕΛΔΥΚ, δηλαδή, ένα ελάχιστο τμήμα της του λόχου διοίκησης με επικεφαλής το λοχαγό Σταυριαννάκο, ο οποίος ως άλλος Παλαιολόγος εφονεύθη επί του πεδίου της τιμής»

Από: www.apogevmatini.gr

De Siris