Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Η μάχη των Πλαταιών

Η Μάχη των Πλαταιών.

Η Μάχη των Πλαταιών ονομάζεται η μάχη που διεξήχθη τον Αύγουστο του 479 π.Χ. κοντά στην αρχαία βοιωτική πόλη Πλαταιές μεταξύ του συνασπισμού των ελληνικών πόλεων-κρατών και του περσικού στρατού. Η συντριπτική νίκη των Ελλήνων σήμανε το τέλος της περσικής εκστρατείας του 480 π.Χ. - 479 π.Χ. στον ελλαδικό χώρο.
Η περίοδος πριν τη μάχη
Οι κινήσεις των Περσών την περίοδο πριν από την μάχη
Μετά την αποτυχία των Περσών να νικήσουν, στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο αυτοκράτορας Ξέρξης έφυγε για τις Σάρδεις, απ' όπου θα συντόνιζε τις κινήσεις του στρατού του, ενώ θα μπορούσε να καταπνίξει τις εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν στη Μεσοποταμία όσο έλειπε. Άφησε πίσω του τον ξάδερφό του, Μαρδόνιο, επικεφαλής του στρατού, ο οποίος στρατοπέδευσε στην Βοιωτία. Τον Χειμώνα του 480 π.Χ. προς 479 π.Χ., οι Πέρσες επιτέθηκαν στη Χαλκιδική. Ο Ξέρξης, με διαλυμένο τον στόλο, προτίμησε να φύγει για την Μικρά Ασία από την χερσαία οδό. Τον συνόδευσε μέχρι τον Ελλήσποντο ο στρατηγός Αρτάβαζος με 60.000 άνδρες. Ύστερα, ο Πέρσης στρατηγός κινήθηκε εναντίον των πόλεων της ΟΛύνθου και της Νέας Ποτείδαιας Χαλκιδικής, που επαναστάτησαν και ήθελαν να εισχωρήσουν στον συνασπισμό των ελευθέρων Ελλήνων. Η Όλυνθος αλώθηκε με ευκολία και οι κάτοικοί της σφαγιάσθηκαν. Αντιθέτως, η Ποτείδαια άντεξε σε τρίμηνη πολιορκία και ανάγκασε τον Αρτάβαζο να υποχωρήσει στη Βοιωτία και να ενωθεί με τον Μαρδόνιο.
Οι κινήσεις των Ελλήνων την περίοδο πριν από την μάχη
Τον Χειμώνα του 480 π.Χ., ο Θεμιστοκλής πήγε στη Σπάρτη για να εκτιμήσουν τη κατάσταση του εχθρού, μαζί με τους Εφόρους. Ταυτόχρονα, στην Αθήνα, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Θεμιστοκλή υπέσκαπταν την φήμη του και την εντιμότητα του και στις αρχές του 479 π.Χ. εξέλεξαν τον Ξάνθιππο του Αριφρόνος, τον πατέρα του Περικλή, στη θέση του στρατηγού της Αθήνας και αρχηγό του συμμαχικού ελληνικού στόλου. Επίσης, αρχηγός του συμμαχικού στόλου, από την πλευρά των Σπαρτιατών, εκλέχθηκε ο βασιλιάς Λεωτυχίδας στη θέση του Ευρυβιάδη ενώ αρχηγός του στρατού εκλέχθηκε ο στρατηγός Παυσανίας, αντιβασιλέας του θρόνου.
Οι διπλωματικές κινήσεις των αντιπάλων
Το 479 π.Χ. ο Μαρδόνιος έστειλε τον βασιλιά της Μακεδονίας, Αλέξανδρο Α΄, στην Αθήνα ώστε να διαπραγματευθεί με τους Αθηναίους την υποταγή τους στην Περσική Αυτοκρατορία. Την ίδια περίοδο βρισκόταν στη πόλη και μια πρεσβεία της Σπάρτης, η οποία προσπάθησε να αποτρέψει τους Αθηναίους να υποταχθούν. Έτσι ακούστηκαν και οι δύο απόψεις στη συνέλευση του δήμου και ο Αριστείδης πρότεινε να ψηφίσουν οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης. Φυσικά ο αθηναϊκός λαός απέριψε την πρόταση των Περσών. Ο Μαρδόνιος, για να τιμωρήσει τους Αθηναίους, εκστράτευσε στην Αττική και κατέλαβε και κατέκαψε την Αθήνα, την οποία είχαν εγκεταλείψει οι κάτοικοι της όπως και όταν εισέβαλε ο Ξέρξης πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τα γυναικόπαιδα στάλθηκαν στην Τροιζήνα και ο στρατός στη Σαλαμίνα. Ο Πέρσης στρατηγός έστειλε νέα πρεσβεία στους Αθηναίους βουλευτές στη Σαλαμίνα, με αρχηγό τον Ελλησπόντιο Μουρυχίδη, για να ζητήσει τη παράδοση των Αθηναίων. Όταν ο Μουρυχίδης παρουσίασε τις προτάσεις του ενώπιον της Βουλής των 500, ένας βουλευτής, ο Λυκίδης, λύγισε και εισηγήθηκε τη παράδοση της Αθήνας. Οι υπόλοιποι βουλευτές δώσανε αρνητική απάντηση στον Μουρυχίδη και τον εκδιώξανε από την αθηναϊκή επικράτεια ενώ τον Λυκίδη τον θανατώσανε δια λιθοβολισμού. Οι Αθηναίοι φοβούνταν την αντίδραση του Μαρδόνιου και έστειλαν πρεσβεία στη Σπάρτη μια πρεσβεία τριών ανδρών, του Ξάνθιππου, του Κίμωνα και του Μυρωνίδη. Οι Έφοροι της Σπάρτης δεν τους απαντάσουν για δέκα μέρες, προετοιμάζοντας κρυφά το στρατό που θα τους στέλνανε για βοήθεια.
Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί έχουν κατηγορήσει τη στάση αυτή της Σπάρτης. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι έμπειροι στη στρατιωτική πολιτική Λακεδαιμόνιοι τα είχανε υπολογίσει όλα. Δεν απάντησαν απευθείας στους Αθηναίους πρεσβευτές, παρότι η απάντηση τους θα ήταν θετική για την Αθήνα, για να μην διαρρεύσει οποιαδήποτε πληροφορία σε λάθος πρόσωπα. Το λάθος πρόσωπο που φοβούνταν οι Σπαρτιάτες ήταν η πόλη του Άργους, που ενώ δήλωνε ότι παραμένει ουδέτερη στην αντιπαράθεση με τους Πέρσες, στην πραγματικότητα είχε μηδίσει. Οι Πέρσες προφανώς, προσφέρανε στη πόλη την πρωτοκαθεδρία στην εξουσία της Πελοποννήσου. Έτσι οι Έφοροι φοβούνταν ότι εάν οι Αργείοι μάθαιναν ότι μεγάλη στρατιά των Σπαρτιατών θα εκστράτευε εκτός Πελοποννήσου θα είχαν ένα μεγάλο κίνδυνο στα μετόπισθεν, δίπλα στη πατρίδα τους. Έτσι όλα έγιναν τάχιστα, σε εννιά ημέρες, ενώ η μυστικότητα διατηρήθηκε μέχρι και την τελευταία στιγμή.
Συγκεντρώθηκε ένας στρατός 45.000 ανδρών, 5.000 Σπαρτιατών και 35.000 είλωτες και 5.000 λογάδες (επίλεκτα τμήματα στρατού). Ο στρατός έφυγε βράδυ από τη Σπάρτη και δεν πέρασε από τη χώρα του Άργους, για να μην τους αντιληφθούν. Αντίθετα κινήθηκαν δυτικότερα από το Ορέστειο της Μαιναλίας. Το επόμενο πρωί οι Έφοροι ενημέρωσαν τους Αθηναίους ότι ο στρατός ήδη έχει ξεκινήσει για να συγκρουστεί με τους Πέρσες. Ο στρατός είχε ηγέτες τον στρατηγό Παυσανία και ως συστράτηγο τον Ευρυάνακτα του Δωριέα. Στον Ισθμό ενώθηκαν και άλλες δυνάμεις Πελοποννησίων, Ευβοιωτών, Αιγηνιτών και δυνάμεων από τη Δυτική Ελλάδα μαζί με τους Σπαρτιάτες. Όταν βρεθήκανε οι Έλληνες στη Μεγαρίδα, ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε ότι κινούνται εναντίον του και αποσύρθηκε από την Αττική στην ανοικτή βοιωτική πεδιάδα, ώστε να δράσει το ιππικό του ευκολότερα. Στρατοπέδευσε βόρεια του ποταμού Ασωπού και έχτισε ένα ξύλινο οχυρό, ώστε άμα η μάχη δεν τους ευνοήσει να ανασυνταχθούν εκεί οι Πέρσες. Στην Ελευσίνα, ενώθηκαν με το συμμαχικό στρατό, 3.000 Μεγαρείς, 8.000 Αθηναίοι και 600 Πλαταιείς. Πέρασαν μέσα από τις ορεινές διαβάσεις των Ελευθέρων (σημερινό Γυφτόκαστρο) και το στενό των Δρυός Κεφαλών και έφθασαν στις Ερυθρές της Βοιωτίας. Ο Παυσανίας παρέταξε τον στρατό στους πρόποδες του όρους Κιθαιρώνα, απέναντι από τους Πέρσες, ώστε να προστατεύεται από το ιππικό τους αλλά και για να έχει στα δεξιά του το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, ώστε να ανεφοδιάζεται και να λαμβάνει ενισχύσεις. Οι Σπαρτιάτες με τους Τεγεάτες έλαβαν την δεξιά πλευρά της παράταξης, στο κεντρο οι υπόλοιποι Έλληνες, στα αριστερά οι Αθηναίοι με τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς. Ειδικά οι τελευταίοι ήταν οι μόνοι που είχαν στρατοπεδεύσει σε πεδινό έδαφος, λόγο έλλειψης χώρου.
Πριν τη μεγάλη μάχη
Ο Παυσανίας περίμενε την πρώτη κίνηση να την κάνει ο Μαρδόνιος και αντίστοιχα ο Πέρσης στρατηγός περίμενε τον Σπαρτιάτη να κινηθεί πρώτος. Ο μεν Παυσανίας ήθελε να αποφύγει το περσικό ιππικό και ο δε Μαρδόνιος ήθελε να το χρησιμοποιήσει ο κύριο όπλο κρούσης. Ο Μαρδόνιος για να επιτύχει να βγάλει τους Έλληνες στην πεδιάδα, έστειλε μερικές ίλες του ιππικού του εναντίον των Μεγαρέων, που είχαν στρατοπεδεύσει σε πιο πεδινό έδαφος, για να τους παρενοχλήσει. Αρχηγός τέθηκε ο Μασίστιος. Οι Μεγαρείς προσπάθησαν να συπτύξουν το μέγεθος της παράταξης τους αλλά ο χώρος δεν τους το επέτρεπε, ταυτόχρονα πιο πολλές ίλες ιππικού και τοξοτών τους επιτίθονταν. Βλέποντας αυτή τη κατάσταση ο Παυσανίας έστειλε 300 Αθηναίους λογάδες υπό τον Ολυμπιόδωρο του Λάμπωνα να βοηθήσουν τους δοκιμαζόμενους Μεγαρείς. Οι Αθηναίοι περικύκλωσαν μια από τις πρώτες ίλες που συγκρούστηκαν με τους Έλληνες. Εκεί ήταν ο ίδιος ο Μασίστιος στη πρώτη γραμμή. Το άλογο του σκωτώθηκε και ο ίδιος πεζός συνέχισε να μάχεται. Ένας Αθηναίος διαπέρασε, με το δόρυ του, το μάτι του Πέρση ιλάρχη και τον σκότωσε. Ακολούθησε μια μάχη, ίδια με αυτές που περιγράφονται στην Ιλιάδα του Ομήρου, πάνω από το σώμα του Μασίστιου. Οι Πέρσες και οι Έλληνες μάχονταν για το ποίος θα το κρατήσει. Τελικά οι Πέρσες υποχώρησαν και οι Έλληνες κράτησαν το πτώμα και το περιέφεραν στο στρατόπεδο ως τρόπαιο της πρώτης τους νίκης.
Μετά από αυτή την αψιμαχία, ο Παυσανίας έλαβε μια απόφαση που ακόμα δεν έχει εξηγηθεί από τους ιστορικούς με βεβαιότητα. Αποφάσισε να στρατοπεδεύσουν πιο βορειοδυτικά, σε ένα τόπο πλούσιο σε πηγές με καθαρό νερό και με λίγους λόφους για κάλυψη από το ιππικό αλλά σαφώς πιο πεδινό. Επίσης με αυτό το τρόπο εγκατέλειπε το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, το οποίο κατέλαβαν οι Πέρσες μετά τη μετακίνηση των ελληνικών στρατευμάτων. Στα νοτιανατολικά της νέας θέσης, προς το παραπόταμο Μολόεντα, σε έναν λόφο παρατάχθηκαν οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες, αυτοί ήταν η δεξιά πλευρά του στρατεύματος. Στο λόφο στα βορειοδυτικά, με το όνομα Πύργος, παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι με τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς, αυτό ήταν το αριστερό κέρας της παράταξης. Ενδιάμεσα των δύο λόφων παρατάχθηκαν όλοι οι άλλοι Έλληνες, σε πιο ομαλό έδαφος. Το δεξί κέρας περιελάμβανε 10.000 Σπαρτιάτες και 1.500 Τεγεάτες. Στο κέντρο παρατάχθηκαν 5.000 Κορίνθιοι, 300 Ποτειδαιάτες, 600 Αρκάδιοι Ορχομενοί, 3.000 Σικυώνιοι, 800 Επιδαύριοι, 1.000 Τροιζήνιοι, 200 Λαπρεάτες, 300 Ερμιονείς, 1.000 Φλειάσιοι, 400 Χαλκιδείς, 500 Αιγηνίτες, 200 Παλείς, 500 Αμβρακιώτες, 800 Λευκαδίτες, 400 Μυκηναίοι και Τιρύνθιοι και 600 Ερετριείς και Στυρείς. Τέλος στο αριστερό κέρας έλαβαν θέση 8.000 Αθηναίοι, 600 Πλαταιείς και 3.000 Μεγαρείς. Συνολικά έλαβαν μέρος 38.700 οπλίτες. Στην παράταξη υπήρχαν και 35.000 είλωτες ψιλοί, που στέκονταν δίπλα τους μισούς (5.000) από τους Σπαρτιάτες οπλίτες, 7 δίπλα από τον καθέναν από αυτούς, οι θέσεις των οποίων στους πολέμους ήταν πάντα αυτή. Οι ψιλοί των υπόλοιπων Σπαρτιατών και των λοιπών Ελλήνων οπλιτών ήταν 34.500 άνδρες.
Ο Μαρδόνιος βλέποντας μια ευκαιρία να του παρουσιάζεται παρέταξε το στρατό του κατά μήκος του Ασωπού με τους 30.000 Πέρσες απέναντι από τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες. Στο κέντρο παρέταξε τους 15.000 Μήδους, τους 25.000 Βάκτριους, τους 10.000 Ινδούς και τους 10.000 Σάκες. Απέναντι από τους Αθηναίους, τους Πλαταιείς και τους Μεγαρείς παρέταξε τους 50.000 μηδίσαντες Έλληνες. Δηλαδή παρέταξε τους Θηβαίους, τους Λοκρούς, τους Θεσσαλούς, τους Μακεδόνες και τους Φωκείς. Από όλους τους μηδίσαντες Έλληνες, όταν ξεκίνησε η μάχη, οι μόνοι που πολέμησαν με μένος εναντίον των συμπατριωτών τους, ήταν οι Θηβαίοι. Μόνο αυτοί είχαν συμφέρον από μια νίκη των Περσών, όλοι οι υπόλοιποι υποτάχθηκαν στη περσική εισβολή καθώς δεν μπορούσαν να αμυνθούν μόνοι τους. Ο στρατηγός Αρτάβαζος διοικούσε την εφεδρεία των Περσών στα μετόπισθεν, που αποτελούνταν από Θράκες, Φρύγες, Αιθίοπες, Αιγύπτιους και Μυσούς. Οι εισβολείς σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ήταν 600.000 αλλά οι ιστορικοί τους υπολογίζουν στις 250.000.
Για δέκα μέρες οι αντίπαλοι έμειναν ακίνητοι χωρίς να εμπλακούν σε μάχη. Την ενδέκατη μέρα ο Θηβαίος Τιμαγενίδας έπεισε τον Μαρδόνιο να συγκαλέσει πολεμικό συμβούλιο. Στο συμβούλιο οι Θηβαίοι και ο Αρτάβαζος πρότειναν να υποχωρήσουν στη Θήβα για ανεφοδιασμό και να δώσουν μάχη σε άλλη τοποθεσία. Αντίθετα ο Μαρδόνιος επέμενε να μείνουν εκεί και να πολεμήσουν. Ο Αρτάβαζος υπονόμευε συνέχεια τον Μαρδόνιο και μια υποχώρηση εκείνη τη στιγμή θα μείωνε την αξία του τελευταίου και θα αύξανε την αξία του πρώτου στα μάτια του Ξέρξη. Έτσι λοιπόν αποφάσισε το επόμενο πρωί να γίνει μια γενική επίθεση στο σύνολο του ελληνικού μετώπου. Το ίδιο βράδυ ο βασιλιάς της Μακεδονίας, ο Αλέξανδρος ο Α΄, πήγε στο ελληνικό στρατόπεδο και προειδοποίησε τους Έλληνες για το σχέδιο του Μαρδόνιου. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν ως ευεργέτη τους, για αυτήν του τη πράξη, ενώ οι Σπαρτιάτες τον ονόμασαν "φιλέλλην".
Το στρατήγημα του Παυσανία
Μετά την πληροφόρηση από τον Αλέξανδρο ο Παυσανίας αποφάσισε να θέσει τους Αθηναίους απέναντι στους Πέρσες επειδή είχαν πολεμήσει εναντίον τους στο Μαραθώνα, άρα τους γνώριζαν καλύτερα. Ενώ οι Σπαρτιάτες θα λάμβαναν θέση απέναντι από τους Θηβαίους που τους γνώριζαν καλύτερα στο πεδίο της μάχης. Όμως ο Μαρδόνιος το κατάλαβε και προσπάθησε να αντιστρέψει και αυτός τα άκρα του. Έτσι ο Παυσανίας δεν προχώρησε στην δικιά του αναστροφή. Αντίθετα αποχώρησε από τη θέση που ήταν με το στρατό του και κατέλαβε μια θέση νοτιότερα, ανάμεσα στις πόλεις Υσία και Πλαταιές. Η μετακίνηση αυτή ξεκίνησε από το βράδυ και θα ολοκληρωνόταν το επόμενο πρωί ώστε να την δει ο Μαρδόνιος και να νομίζει ότι οι Έλληνες υποχωρούν και να εμπλακεί μαζί τους σε μάχη, την οποία οι ίδιοι βεβαίως την περιμένανε. Τέτοιοι ελιγμοί στις ελληνικές φάλαγγες ήταν συνηθισμένοι αλλά μόνο οι Σπαρτιάτες τις εκτελούσαν αριστοτεχνικά. Έτσι αποφασίστηκε σε πρώτη φάση να αποσυρθεί το κέντρο των Ελλήνων από τη θεση Νησί στις Πλαταιές και να στρατοπεδεύσει εκεί. Στη δεύτερη φάση οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες θα αποσύρονταν το πρωινό ώστε να τους δει ο Μαρδόνιος και να επιτεθεί. Ταυτόχρονα θα προσποιούνταν ότι κάποια τμήματα αργούσαν να υποχωρήσουν για να τον δελεάσουν πιο εύκολα. Οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Μεγαρείς θα κάλυπταν την φάση υποχώρησης των Σπαρτιατών.
Η μάχη
Η πρώτη φάση ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε με επιτυχία καθώς το κέντρο των Ελλήνων, μπερδεμένο από το σκοτάδι, παρατάχθηκε στο ναό της Ήρας, μπροστά στις Πλαταιές, σε απόσταση διπλάσια από αυτή που προέβλεπε το σχέδιο. Ο Παυσανίας δεν το γνώριζε αυτό και ξεκίνησε την επόμενη φάση του σχεδίου του. Το σώμα που αποφασίστηκε να μείνει πιο πίσω, δήθεν ότι άργησε να υποχωρήσει, ήταν ο λόχος του Αμομφεράτου. Το πρωί οι Σπαρτιάτες έμαθαν το τι συνέβη το βράδυ και έμαθαν επίσης και που βρίσκονταν οι Έλληνες του κέντρου. Οι Αθηναίοι προσπάθησαν να καλύψουν το μεγάλο κενό μεταξύ των παρατάξεων αλλά ήδη ο Μαρδόνιος είχε δει και είχε αξιολογήσει την κατάσταση. Διάταξε γενική επίθεση και καταδίωξη του αντίπαλου στρατού. Την επίθεση οδηγούσε ο ίδιος ο Μαρδόνιος και μάλιστα πέρασε πρώτος τον Ασωπό με το περσικό ιππικό, τους Ινδούς και τους Σάκες. Όλοι αυτοί έπεσαν με ορμή πάνω στην παράταξη των Τεγεατών και των Σπαρτιατών. Το περσικό κέντρο προσπαθούσε άτακτα να φτάσει στο ιερό της Ήρας για να βρεθεί με το ελληνικό κέντρο. Οι Αθηναίοι μάχόνταν εναντίον των Θηβαίων βόρεια της θέσης Νήσος, ανάμεσα στο λόφο του Πύργου και στο ιερό του Ανδροκράτους. Το σώμα του Αμομφεράτου ενώθηκε γρήγορα με τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες και ανέστρεψαν πλευρά για να υποδεκτούν με ακόντια τους Πέρσες. Η πίεση όμως ήταν μεγάλη καθώς οι εχθροί ήταν περισσότεροι και έτσι ο Παυσανίας ζήτησε τη βοήθεια των Αθηναίων, μην γνωρίζοντας ότι οι συμμάχοι του ήταν αντιμέτωποι με τους Θηβαίους.
Ο Αριστείδης μάταια προσπαθούσε να μεταπείσει τους Θηβαίους να μην μάχονται τα αδέρφια τους. Όλην αυτή την ώρα η Σπαρτιατική φάλαγγα είχε καλυφθεί πίσω από τις ασπίδες και αμυνόταν, μόλις μεγάλες δυνάμεις Περσών τους κύκλωσαν και καθιστούσαν αδύνατη την δυνατότητα ελιγμών, ο Παυσανίας διέταξε τότε γενική επίθεση και όλο το μέτωπο πετάχτηκε μπροστά με κραυγές και επιτέθηκε στους Πέρσες. Οι Πέρσες των πρώτων σειρών έχασαν την ορμή τους και προσπαθούσαν να υποχωρήσουν αλλά οι πιο πίσω σειρές τους εμπόδιζαν να πραγματοποιήσουν ελιγμούς. Μέσα στη σύγχυση ένας Σπαρτιάτης, ο Αρίμνηστος, εντόπισε τον Μαρδόνιο πάνω στο άλογο του και τον σκότωσε.
Ο θάνατος του αρχηγού τους σε συνδυασμό με την ορμή των Σπαρτιατών σάστισε τους Πέρσες και άρχισαν να υποχωρούν άτακτα. Την ίδια ώρα ο Αρτάβαζος με την εφεδρεία των Περσών αποχωρούσε από τη μάχη, ενώ πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μπορούσε να αλλάξει την έκβαση της μάχης, αλλά ο Πέρσης στρατηγός δεν το έκανε αλλά προτίμησε να αποσυρθεί, σαν να προδίδει τον νεκρό Μαρδόνιο! Οι Πέρσες υποχώρησαν στο ξύλινο οχυρό τους, ενώ οι Σπαρτιάτες τους ακολουθούσανε και προσπαθούσανε να εισχωρήσουν μέσα σε αυτό. Ταυτόχρονα οι Θηβαίοι, χάνοντας 300 μαχητές τους υποχώρησαν για τη Θήβα και οι Αθηναίοι τους καταδίωξαν μέχρι έξω από τα τείχη της πόλης τους και τους κατανίκησαν. Ακολούθως οι Πλαταιείς, οι Μεγαρείς και οι Αθηναίοι ενώθηκαν με τους Σπαριάτες και τους Τεγεάτες έξω από το οχυρό των Περσών και κατάφεραν να εισχωρήσουν, μέσα από ένα ρήγμα, κατασφάζοντας τους πάντες μέσα σε αυτό. Την ίδια ώρα οι δυνάμεις των Κορινθίων, των Φλειασείων και των Επιδαύριων δέχτηκαν τη σφοδρή επίθεση του θηβαϊκού ιππικού και έχασαν περίπου 600 άνδρες.
Ο Ηρόδοτος εξιστορεί πως σώθηκαν μόνο 43.000 Πέρσες, αριθμός υπερβολικά μικρός ενώ οι Έλληνες χάσανε 1.300 άνδρες. Ο Έφορος αναφέρει 100.000 Πέρσες νεκρούς και 10.000 Έλληνες. Οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν έχουν υπολογίσει ακόμα τους νεκρούς αλλά μόνο εκτιμούν έναν αριθμό από τους 60.000 με 120.000 Πέρσες νεκρούς και αιχμαλώτους και 5.000 με 10.000 Έλληνες νεκρούς και τραυματίες.
Διάφορες ιστορίες και διακρίσεις από τη μάχη
Από τους Αθηναίους μαχητές διακρίθηκε ο Σωφάνης του Ευτυχίδη από τον δήμο της Δεκέλειας. Λέγεται ότι αυτός δεν λύγιζε ούτε μια στιγμή από την πίεση των Θηβαίων και μάλιστα είχε ζωγραφίσει στην ασπίδα του μια άγκυρα, σύμβολο πως κανένας εχθρός δεν θα τον κουνούσε από τη θέση του.
Όσο οι Πέρσες πίεζαν τους Τεγεάτες και τους Σπαρτιάτες, ο στρατηγός Παυσανίας έκανε θυσίες στους θεούς για να νικήσουν οι Έλληνες τη μάχη. Δίπλα του στεκόταν ο υπασπιστής του Καλλικράτης που δέχτηκε ένα βέλος στο στήθος προστατεύοντας τον στρατηγό. Λέγεται πως καθώς ξεψυχούσε και την ώρα που ο στρατηγός τον ευχαριστούσε για τη πράξη του, ο νεαρός Σπαρτιάτης είπε: "Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να πάρω μέρος στη μάχη."
Οι Μεγαρείς είχανε 159 νεκρούς και όλοι τους τιμήθηκαν ιδιαιτέρως από όλους τους Έλληνες για την ανδρεία τους.
Ο γενναίος Αμομφεράτος που με το λόχο του κάλυψε τα νώτα των Σπαρτιατών πέθανε κατά τη διάρκεια της μάχης και τιμήθηκε από τον Παυσανία με ειδικό ανδριάντα στο μνήμα του.
Ο Αιγινήτης Λάμπωνας, βλέποντας τον Μαρδόνιο να πέφτει νεκρός και ενθυμούμενος ότι ο Ξέρξης αποκεφάλισε το πτώμα του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, είπε στον Παυσανία: "Ιδού η ευκαιρία να εκδικηθείς για τον αποκεφαλισμό του Λεωνίδα." Εννοώντας να αποκεφαλίσει το πτώμα του Μαρδόνιου. Ο Παυσανίας απάντησε: "Λάμπωνα αυτές τις πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες."
Όταν τελείωσε η μάχη και η σκηνή του Μαρδόνιου με τα ολόχρυσα σκεύη του και τους μαγείρους του να πέφτουν στα χέρια των Ελλήνων, ο Παυσανίας διέταξε τους Πέρσες υπηρέτες να ετοιμάσουν ένα γεύμα σαν αυτά που ετοίμαζαν στον Μαρδόνιο και τους συνεργάτες του. Αντίστοιχα ζήτησε από τους Σπαρτιάτες να ετοιμάσουν το συνηθισμένο γεύμα των Λακεδαιμονίων, τον μέλανα ζωμό. Ακολούθως ο Παυσανίας κάλεσε όλους τους Έλληνες στρατηγούς στη σκηνή του Μαρδόνιου και τους παρουσίασε τα δύο γεύματα ένα πλούσιο σε ολόχρυσα σκεύη, το περσικό και ένα φτωχικό των Σπαρτιατών. Τότε είπε: "Ανόητοι Πέρσες αφήσατε τα πλούτη σας και χάσατε τις ζωές για να αποκτήσετε το φτωχικό πιάτο του Έλληνα όταν εσείς τρώγατε σε χρυσά σκεύη."
Μετά τη μάχη
Όταν τελείωσε η μάχη η πεδιάδα των Πλαταιών είχε γεμίσει με χιλιάδες νεκρούς. Η κάθε πόλη των Ελλήνων έχτισε ξεχωριστά κάθε τύμβο για τους νεκρούς της. Με το τέλος της μάχης έφτασαν αργοπορημένα οι Ηλείοι και οι Μαντινείς. Αυτό συνέβη γιατί στο εσωτερικό αυτών των κρατών επικρατούσε η φιλοπερσική μερίδα των πολιτικών. Λίγες μέρες πριν την οριστική μάχη των Πλαταιών καταφέρανε να ανεβούν στην εξουσία οι φιλοδημοκράτες. Οι μόνοι Πέρσες που υποχώρησαν με τάξη και έφτασαν πίσω στην Περσία ήταν αυτοί στο σώμα του Αρτάβαζου. Στη συνέχεια οι Έλληνες αποφάσισαν να τιμωρήσουν όσους συμπατριώτες τους μηδίσανε, με πρώτη τη Θήβα. Εμφανίστηκαν μπροστά στα τείχη της πόλης με το σύνολο του στρατού τους και ζήτησαν να τους παραδοθούν οι ηγέτες της φιλοπερσικής μερίδας της Θήβας, ο Τιμαγενίδας, ο Ασωπόδωρος και ο Ατταγινός και άλλοι λιγότερο σημαντικοί. Οι Ασωπόδωρος και Ατταγινός το έσκασαν αλλά όλοι οι υπόλοιποι παραδόθηκαν στον Παυσανία, ο οποίος τους εκτέλεσε στην Κόρινθο.
[Επεξεργασία]Το αφιέρωμα των Ελλήνων
Αφότου τελειώσανε και με τους μηδίσαντες Θηβαίους, οι Έλληνες έφτιαξαν ένα αφιέρωμα για τη νίκη τους και τη πλήρη συντριβή των Περσών. Το αφιέρωμα αυτό έμεινε γνωστό ως "τρίποδας των Δελφών". Το αφιέρωμα αποτελείται από δυο μέρη. Το κίονα που σχηματίζεται από τρία χάλκινα φίδια που συμπλέκονται. Στα κεφάλια των φιδίων στηριζόταν το κύριως ανάθημα, ο χρυσός τρίποδας, αφιερωμένος στον Απόλλωνα. Πάνω στις σπείρες που σχηματίζουν τα φίδια είναι γραμμένες όλες οι πόλεις που πολέμησαν τους Πέρσες. Παρακάτω δίνετε η επιγραφή σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, ο οποίος δεν πρέπει να συγχέεται με τον Σπαρτιάτη στρατηγό Παυσανία που έδωσε την μάχη των Πλαταιών:
"Σε αυτόν το πόλεμο πολέμησαν: Λακεδαιμόνιοι, Αθηναίοι, Κορίνθιοι, Τεγεάτες, Σικυώνιοι, Αιγινήτες, Μεγαρείς, Επιδαύριοι, Ορχομένιοι, Φλειάσιοι, Τροιζήνιοι, Ερμιονείς, Τιρύνθιοι, Πλαταιείς, Θεσπιείς, Μυκηναίοι, Κείοι, Μήλιοι, Τήνιοι, Νάξιοι, Ερετριείς, Χαλκιδείς, Στυρείς, Ηλείοι, Ποτειδαιάτες, Λευκάδιοι, Ανακτορείς, Κύθνιοι, Σίφνιοι, Αμβρακιώτες και Λεπρεάτες."
Η πόλη των Πλαταιών αποφασίστηκε να είναι ιερή γη και απαραβίαστη. Ενώ κάθε χρόνο, τη μέρα που έγινε η μάχη των Πλαταιών, επιτροπές από όλες τις ελληνικές πόλεις συγκεντρώνονταν στο σημείο για να κάνουν θυσίες και γιορτές στη μνήμη των πεσόντων. Ο χρυσός τρίποδας χάθηκε στον Γ΄ Ιερό Πόλεμο (357 π.Χ. με 346 π.Χ.) όταν τον σύλησαν οι Φωκαείς. Ο χάλκινος κίονας με τις σπείρες των φιδιών, μεταφέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι σήμερα ο τρίποδας παραμένει εκεί και αποτελεί αξιοθέατο για τους τουρίστες.
Η σημασία της μάχης
Μετά από αυτή τη μάχη ουδέποτε Πέρσης ηγεμόνας δεν πραγματοποίησε εισβολή στην Ελλάδα. Οι Έλληνες περάσαν στην αντεπίθεση και πραγματοποίησαν νικηφόρες μάχες εντός της Περσικής Αυτοκρατορίας, προκαλώντας τριγμούς στο σύστημα της και οδηγώντας την στη κατάρρευση από τον Μέγα Αλέξανδρο. Μέχρι να συμβεί όμως αυτό, οι Πέρσες δεν τόλμησαν να επέμβουν ξανά στρατιωτικά στον ελλαδικό χώρο. Οι μόνες τους επεμβάσεις ήταν κυρίως διπλωματικής φύσεως, χρηματοδοτώντας πρώτα την Αθήνα, μετά τη Σπάρτη και ύστερα την Θήβα, στις εμφύλιες διαμάχες των ελληνικών πόλεων. Η μάχη αυτή κράτησε ζωντανή την Ελλάδα. Η ναυμαχία στη Σαλαμίνα ανέκοψε τη πορεία του Ξέρξη αλλά δεν εξάλειψε την περσική απειλή. Αυτό έγινε στη μάχη των Πλαταιών.
De Siris

Μιχάλης Δερτούζος

Μιχάλης Δερτούζος

Ο καθηγητής Μιχαήλ Δερτούζος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου του 1936 και πέθανε στις 27 Αυγούστου 2001. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ελλάδα, στο Αθηναϊκό Κολέγιο και με υποτροφία του αμερικανικού ιδρύματος Φουλμπράϊτ, έκανε διδακτορικό στο ΜΙΤ. Αποφοίτησε και έκανε το Ph.D. του στο ΜΙΤ Laboratory of Computer Science – ενός από τα πιο σημαντικά πανεπιστημιακά εργαστήρια στον κόσμο της πληροφορικής, όπου και μέχρι τελευταία δίδασκε το μάθημα Computer Science και Electrical Engineering. Υπήρξε δε διευθυντής του από το 1974.

Είχε βραβευτεί για το ερευνητικό, αλλά και το εκπαιδευτικό του έργο από το Institute of Electrical and Electronic Engineers (IEEE), κι είχε βραβευτεί με το βραβείο Terman (ως καλύτερου δασκάλου) από τον Αμερικανικό Σύνδεσμο Τεχνικής Εκπαίδευσης (American Society for Engineering Education). Ήταν μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Μηχανολογίας των ΗΠΑ και της Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών της Αθήνας. Διατέλεσε σύμβουλος της Ελλάδας επί Ανδρέα Παπανδρέου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το πρόγραμμα ESPRIT, της Αμερικανικής Συμβουλευτικής Ομάδας για τα συστήματα του Λευκού Οίκου επί Κάρτερ. Εκπροσώπησε τις ΗΠΑ, επί Αλ Γκόρ, στο Νταβός στη συνδιάσκεψη των G7 το 1995, και το 1998 συμπροήδρευσε του Παγκόσμιου Οικονομικού Βήματος στο Νταβός, για την Κοινωνία του Δικαίου.

Επίσης ήταν επίτιμος διδάκτωρ στο πολυτεχνείο Αθηνών και του έχει απονεμηθεί από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο, το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής.
Ήταν από τους πρώτους που από το 1980 είχε αναφερθεί στην αγορά της πληροφορίας. Τα δύο πιο πρόσφατα βιβλία του ήταν το »Η ανολοκλήρωτη Επανάσταση» και το »Τι θα κάνουμε: Πώς ο Νέος Κόσμος της Πληροφορίας θ’ αλλάξει τη Ζωή μας» (1997).

Το 1994 ο Μάικ Δερτούζος διατύπωσε την ιδέα του information marketplace, της αγοράς πληροφορικής του 21ου αιώνα, που δεν είναι τίποτε άλλο από το Internet.
Την ίδια χρονιά δημιούργησε το World Wide Web Consortium, τον οργανισμό που συντονίζει τις τεχνολογικές προδιαγραφές του Web, πείθοντας τον Τιμ Μπέρνερς-Λι, τον εφευρέτη του Web, να το αναλάβει.

Υπήρξε συγγραφέας επτά βιβλίων και πολυάριθμων εκδόσεων και βοηθημάτων στο χώρο των κομπιούτερς. Ίδρυσε ή βοήθησε στην ίδρυση αρκετών εταιριών υψηλής τεχνολογίας και υπήρξε σύμβουλος εταιριών και κυβερνήσεων ανά τον κόσμο, σχετικά με θέματα στρατηγικής στο χώρο της πληροφορικής.

Πίστευε, πως «η Επανάσταση της Πληροφορικής δεν υπηρετεί ακόμη τον άνθρωπο, ενώ ακόμη ο άνθρωπος υπηρετεί την τεχνολογία…» «Έχουμε διανύσει μόνο το 5% του δρόμου που άνοιξε το διαδίκτυο προς τον προορισμό της Επανάστασης της Πληροφορίας»
Βασική πεποίθηση του ήταν ότι, τόσο η πληροφορική επανάσταση, όσο και η βιομηχανία της πληροφορικής βρίσκονται ακόμη, κυριολεκτικά, στα σπάργανα και η εξέλιξή τους τα αμέσως επόμενα χρόνια έχει πολλές παραμέτρους.

Κύριο αίτημα, στο οποίο καλείται να δώσει απαντήσεις η τεχνολογία, είναι η βελτίωση του επιπέδου των επικοινωνιών, τόσο ανάμεσα στο χρήστη και τη μηχανή, όσο και ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλούν διαφορετική γλώσσα, αφού η εξέλιξη της επανάστασης της πληροφορίας θα γίνει σε δικτυακό περιβάλλον, το οποίο θα αποτελεί τη μετεξέλιξη του World Wide Web. ’λλα αιτήματα είναι η μεγαλύτερη αυτοματοποίηση των λειτουργιών, η δυνατότητα αναζήτησης πληροφοριών με »κριτήριο» την έννοια και όχι τη λέξη και, τέλος, η παροχή πληροφόρησης με βάση τις ανάγκες κατά επαγγελματικό ή άλλο κλάδο ή κατ΄ άτομο (customisation).

Ρόλο-κλειδί στην πορεία για την εξέλιξη αυτή θα παίξει η αυτοματοποίηση στην επικοινωνία του χρήστη με το υπολογιστικό σύστημα, μια διαδικασία η οποία σήμερα, με τη χρήση πληκτρολογίου και »ποντικιού», βρίσκεται σε πρωτόγονη μορφή. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Δερτούζου ότι »φτυαρίζουμε» με φτυάρι υψηλής τεχνολογίας χωρίς πραγματική δυνατότητα φυσικής συνεννόησης ανάμεσα στον άνθρωπο και στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η ημέρα που ο υπολογιστής θα εκτελεί εντολές και θα λαμβάνει φωνητικά μηνύματα από το χρήστη, δεν βρίσκεται και τόσο μακριά. Πέρα από την εμπειρία που ήδη έχουμε από τα κινητά τηλέφωνα, τα οποία καλούν έναν αριθμό ανάμεσα σε ορισμένους προεπιλεγμένους, με απλή αναφορά του από το χρήστη, υπάρχει, όπως έλεγε ο Δερτούζος, η δυνατότητα »συζήτησης» με »έξυπνα» συστήματα, για πολύ περιορισμένο αριθμό θεμάτων. Είναι, όμως, ζήτημα τριών ή τεσσάρων χρόνων η πλήρης εξέλιξη της τεχνολογίας που θα καταργεί εντελώς το πληκτρολόγιο στην εισαγωγή δεδομένων και στην επικοινωνία με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή.

Πέρα από τις οικονομικές παραμέτρους, όμως, υπάρχει και η ανθρώπινη καθημερινότητα και η λειτουργία της Δημοκρατίας, για τα οποία ο Δερτούζος καταδίκασε τη μεταφορά του φανταστικού στην πραγματικότητα, με τα σενάρια περί »ελέγχου των ανθρώπων μέσω μικροτσίπ» και »αντικατάστασης του ανθρώπινου είδους από ρομπότ», επισημαίνοντας ότι πρέπει να κατανοήσουμε πως οι μηχανές είναι εργαλεία και τίποτε παραπάνω. Για τη συζητούμενη, δε, »Παγκόσμια ‘Aμεση Δημοκρατία του Internet» τόνισε ότι είναι αδύνατο να εφαρμοστεί, καθώς ο άνθρωπος δεν μπορεί να συνομιλήσει με εκατομμύρια άλλους και για τη διοίκησή του χρειάζεται το αντιπροσωπευτικό σύστημα.

Την Τρίτη 27 Αυγούστου 2001 έσβησε ο Μιχάλης Δερτούζος, «ο παππούς του internet», σε ηλικία 65 ετών.

De Siris



Cesária Évora

Cesária Évora

Η Σεζάρια Έβορα  γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου 1941 και πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου 2011 ήταν διεθνώς γνωστή τραγουδίστρια από το Πράσινο Ακρωτήριο. Είχε το προσωνύμιο "ξυπόλητη ντίβα" εξαιτίας της προτίμησής της στο να τραγουδά χωρίς να φορά τα παπούτσια της. Το είδος της μουσικής που υπηρετούσε ονομάζεται μόρνα.

Βιογραφία

Πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε στην πόλη Μιντέλο του νησιού Σάο Βισέντε, στο Πράσινο Ακρωτήριο, στις 27 Αυγούστου του 1941. Σε ηλικία 7 ετών έμεινε ορφανή από πατέρα. Μετά το θάνατό του, η μητέρα της αγωνίστηκε να την μεγαλώσει με τα πενιχρά της εισοδήματα που εξασφάλιζε από την εργασία της ως μαγείρισσα. Τελικά, την οδήγησε σε ορφανοτροφείο και στη χορωδία του ιδρύματος εκείνου η μικρή Σεζάρια έμαθε να τραγουδά.

Η Έβορα συνάντησε όταν ήταν 16 ετών έναν ναυτικό από το Πράσινο Ακρωτήριο, ο οποίος ονομαζόταν Εντουάρντο. Ήταν ο άνθρωπος που την δίδαξε τα παραδοσιακά μουσικά στιλ των coladeiras και mornas. Τα τελευταία αποτελούν τραγούδια της λύπης, της μελαγχολίας και της νοσταλγίας. Η Σεζάρια ξεκίνησε να τραγουδά σε τοπικά μπαρ και ξενοδοχεία. Με τη βοήθεια τοπικών μουσικών, θα επεδείκνυε τις ικανότητές της και αργότερα θα ανακηρυσσόταν "Βασίλισσα των Μόρνας" από τους θαυμαστές της. Την εποχή εκείνη ήταν διάσημη στο νησί της, σχετικά άγνωστη όμως διεθνώς.

Η τραγουδίστρια είχε έναν θείο, ο οποίος ήταν ένας διάσημος μουσικός και τραγουδοποιός, χρησιμοποιώντας το όνομα B. Leza. Αυτός έγραψε πολλά τραγούδια για την Έβορα.

Οικονομικά και προσωπικά προβλήματα

Η ξυπόλητη αοιδός παρέμεινε διάσημη, χωρίς όμως να έχει και επιτυχία στα οικονομικά. Η δυσχερής οικονομική και πολιτική κατάσταση στη νησιωτική της χώρα, σε συνδυασμό με τα προσωπικά και οικονομικά της προβλήματα, την οδήγησαν στην απόφαση να σταματήσει το τραγούδι, ώστε να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένειά της. Επί δέκα χρόνια δεν τραγούδησε και η ίδια τα περιγράφει ως "σκοτεινά χρόνια." Την ίδια περίοδο πάλεψε με τον αλκοολισμό.

Επιστροφή και διεθνής καταξίωση

Έπειτα από ενθάρρυνση ενός εξόριστου μουσικού και προστάτη των τεχνών από το Πράσινο Ακρωτήριο, ο οποίος ζούσε στην Πορτογαλία, η Έβορα ξανάρχισε να τραγουδά. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Μπάνα, ο οποίος προσκάλεσε τη Σεζάρια να τραγουδήσει σε συναυλίες σε πορτογαλικό έδαφος, με τη χρηματοδότηση μιας τοπικής οργάνωσης γυναικών.

Ο Ζοζέ ντα Σίλβα, ένας Γάλλος με καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήριο την έπεισε να μεταβεί στο Παρίσι, όπου ηχογράφησε το άλμπουμ La Diva Aux Pieds Nus (Η Ξυπόλητη Ντίβα) το 1988. Το τραγούδι "Sodade" ήταν η πρώτη της διεθνής επιτυχία και η πρώτη της επιτυχία στη Γαλλία που δεν ήταν στα γαλλικά. Αυτό σηματοδότησε την απαρχή της παγκόσμιας φήμης για την τραγουδίστρια από την Αφρική. Ο πορτογαλικός όρος saudade έχει περίπλοκη σημασία, που είναι δύσκολο να μεταφραστεί. Σημαίνει γενικά νοσταλγία, πόθο, λύπη και μετάνοια. Η έκφραση της "sodade" αποτελεί εσωτερικό στοιχείο στη μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου. Το άλμπουμ εκείνο επαινέθηκε από τους κριτικούς και με αυτό ξεκίνησε την καριέρα της, συνεχίνοντας με το άλμπουμ του 1992, Miss Perfumado, το οποίο σημείωσε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία. Έτσι, η τραγουδίστρια έγινε διεθνές αστέρι σε ηλικία 47 ετών.

Ο πρώην αρχηγός του συγκροτήματος Talking Heads Ντέιβιντ Μπερν έχει τραγουδήσει συχνά το τραγούδι της Έβορα "Ausencia" σε δεύτερη εκτέλεση σε συναυλίες του.

Τον Σεπτέμβριο του 2011 ανακοίνωσε πως θέτει τέλος στη μουσική της καριέρα, ακυρώνοντας τις προγραμματισμένες συναυλίες της, καθώς βρισκόταν «σε κατάσταση μεγάλης εξάντλησης». Η Έβορα είχε υποβληθεί το 2010 σε επέμβαση ανοιχτής καρδιάς, στο Παρίσι, έπειτα από σοβαρά προβλήματα που παρουσίασε στην στεφανιαία αορτή.


Έφυγε τελικά από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 2011 ενώ νοσηλευόταν στην εντατική σε κρίσιμη κατάσταση.

Δισκογραφία

Studio albums

La Diva Aux Pieds Nus (1988)
Distino di Belita (1990)
Mar Azul (1991)
Miss Perfumado (1992)
Cesária (1995)
Cabo Verde (1997)
Café Atlantico (1999)
São Vicente di Longe (2001)
Voz d'Amor (2003)
Rogamar (2006)
Συλλογές & άλμπουμ από ζωντανές εμφανίσεις
Sodade - Les Plus Belles Mornas de Cesária (Best of compilation, 1994)
Club Sodade (Remix album, 1996)
Live à l'Olympia (Live album, ηχογραφημένο στο Paris Olympia, 1996)
Colors of the World (Allegro Music, 1997)
Best Of' (Best of compilation, 1998)
Anthology (Best of compilation, 2002)
Anthologie - Mornas & Coladeras (διπλό CD της Anthology, 2004)
Live d'Amor (Live DVD, ηχογραφημένο το 2004 στο Le Grand Rex, Παρίσι, 2004)
De Siris

Le Corbusier

Le Corbusier

Ο Charles-Edouard Jeanneret γεννήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 1887 και πέθανε στις 27 Αυγούστου 1965, γνωστός ως Λε Κορμπυζιέ (Le Corbusier), ήταν Ελβετός αρχιτέκτονας, διάσημος για τη συνεισφορά του σε αυτό που καλείται σήμερα μοντερνισμός, ή πρώιμος μοντερνισμός. Ήταν πρωτοπόρος στις θεωρητικές μελέτες του σύγχρονου σχεδίου και αφιερώθηκε στην παροχή των καλύτερων συνθηκών διαβίωσης για τους κατοίκους των συσσωρευμένων πόλεων.

Η σταδιοδρομία του είχε διάρκεια πέντε δεκαετιών, περιλαμβάνοντας κτίρια που κατασκευάστηκαν σε ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη, την Ινδία, τη Ρωσία, και μια κατασκευή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν επίσης πολεοδόμος, ζωγράφος, γλύπτης, συγγραφέας και σχεδιαστής επίπλων.

Τα πέντε σημεία της Αρχιτεκτονικής

Η βίλα Σαβογιέ (Villa Savoye, 1929-1931) θεωρείται πως συνοψίζει περισσότερο ικανοποιητικά τα πέντε σημεία της αρχιτεκτονικής του, όπως τα είχε εκθέσει ο ίδιος στο περιοδικό L'Esprit Nouveau και τα οποία ξεκίνησε να αναπτύσσει από τις αρχές της δεκαετίας του '20. Πρώτα, ο Λε Κορμπυζιέ ανύψωσε τον όγκο της κατασκευής από το έδαφος, που υποστηριζόταν από τις πιλοτές, με ενισχυμένες στύλες. Αυτές οι πιλοτές, σε ότι αφορά την παροχή της δομικής υποστήριξης για το σπίτι, του επέτρεψαν να τονίσει δύο ακόμα σημεία: μια ελεύθερη πρόσοψη, δηλαδή με τοίχους χωρίς υποστήριξη, που θα μπορούσαν να σχεδιαστούν όπως αρχιτέκτονας επιθυμεί, και ένα ανοικτό σχέδιο ορόφων, που σημαίνει ότι ο χώρος κάθε ορόφου ήταν ελεύθερος να διαμορφωθεί σε δωμάτια, χωρίς ανησυχία για την υποστήριξη των τοίχων. Το δεύτερο πάτωμα της βίλας Savoye περιλαμβάνει μακριές λωρίδες παραθύρων που επιτρέπουν τη θέα του περιβάλλοντος κήπου, στοιχείο που αποτελεί το τέταρτο σημείο της αρχιτεκτονικής του. Μια κεκλιμένη ράμπα που ανέρχεται από το επίπεδο του εδάφους στην ταράτσα του τρίτου ορόφου (το πέμπτο σημείο) επιτρέπει έναν «αρχιτεκτονικό περίπατο» μέσα στο κτίριο. Το άσπρο σωληνοειδές κιγκλίδωμα υπενθυμίζει το σχεδιο κρουαζιερόπλοιου που ο Λε Κορμπυζιέ θαύμαζε πολύ.

De Siris

Friedrich Hegel


Georg Wilhelm Friedrich Hegel

Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel, Στουτγκάρδη 27 Αυγούστου 1770 - Βερολίνο 13 Νοεμβρίου 1831) ή Έγελος (όπως απαντάται κάποτε στην ελληνική βιβλιογραφία) υπήρξε σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος και κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού. Επηρέασε βαθιά τη δυτική φιλοσοφία και έγινε γνωστός για τη διαλεκτική θεωρία του.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στη Στουτγκάρδη και σπούδασε Φιλοσοφία και Θεολογία στο Τύμπινγκεν (1788-93). Το 1801 έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ιένας. Μεταξύ 1812-16 εργάστηκε ως Διευθυντής Γυμνασίου στη Νυρεμβέργη. Το 1816 έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και το 1818 στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, και το 1830 πρύτανης.
Θέσεις
Ο Χέγκελ "ήταν σφόδρα αντιδιανοούμενος και απεχθάνετο τους «σοφούς καθηγητές» και την επίδειξη της επιστημοσύνης τους (erudition). Στην Ιστορία της Φιλοσοφίας του, τους περιγράφει ως εξής:
«Είναι σαν ζώα που έχουν ακούσει με ευκρίνεια όλους τους ήχους μίας μουσικής, αλλά που δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν την ενότητα και την αρμονία του μουσικού έργου» (Α' 9).
Καταφέρεται μετά μανίας κατά των λατινικών, χάριν των οποίων «ημπορούμε να λέμε στα λατινικά πράγματα που θα ήταν γελοίο να εδιαβάζαμε ή να εγράφαμε» στα γερμανικά. Με την εξαφάνιση των λατινικών θέλει να εξαφανίσει και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία".
Παράλληλα, «Ο Έγελος πίστευε ότι σε όλη την Ιστορία, μόνο οι Έλληνες είχαν συλλάβει την ουσιαστική σχέση του υποκειμένου με το σύμπαν. Το μόνον που τους έλειψε ήταν μία απολύτως ανθρώπινη θρησκεία... Μία τέτοια θρησκεία έπρεπε να κατάργησει μια για πάντα το παράλογο της τυφλής μοίρας [όπως εκφράζεται στην αρχαία τραγωδία] και την τυραννία της φύσης. Ο Χριστιανισμός [στην ορθόδοξη μορφή του] στην ελληνίζουσα εγελιανή ερμηνεία του, κάλυπτε αυτήν την επιτακτική ανάγκη».
De Siris

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Η μάχη του Μάντζικερτ

Η μάχη του Μάντζικερτ

Η μάχη του Μαντζικέρτ στην Αρμενία έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου 1071 μεταξύ του βυζαντινού στρατού υπό τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ' Διογένη, και των Σελτζούκων Τούρκων του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και απελευθερώθηκε μετά την καταβολή λύτρων, ενώ η βυζαντινή αυτοκρατορία υποχρεώθηκε στην καταβολή ετήσιου φόρου και την παραχώρηση μερικών φρουρίων στους Σελτζούκους. Αυτή η πανωλεθρία των βυζαντινών στρατευμάτων και, κυρίως, η εσωτερική πολιτική παράλυση που ακολούθησε, επέτρεψε τη μόνιμη εγκατάσταση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία.
Πριν τη μάχη
Το χειμώνα του 1071, ο Ρωμανός Διογένης πληροφορήθηκε ότι ο Αλπ Αρσλάν απουσίαζε από τη περιοχή της Αρμενίας, πολιορκώντας τη βυζαντινή Έδεσσα (σημ. Urfa). Έχοντας σκοπό να εισβάλλει στην Αρμενία, ο Ρωμανός άρχισε, από το Φεβρουάριο του 1071, να συγκεντρώνει μεγάλη στρατιά στην Κωνσταντινούπολη. Με σκοπό να εξαπατήσει τους Σελτζούκους, έστειλε στον Αλπ Αρσλάν πρεσβεία με ειρηνευτικούς όρους, τους οποίους εκείνος δέχτηκε αμέσως γιατί έτσι μπορούσε να επιτεθεί απερίσπαστα εναντίον του Χαλεπίου, το οποίο ανήκε στην επικράτεια του Χαλιφάτου των Φατιμιδών.
Έχοντας έτσι παραπλανήσει τον Σελτζούκο σουλτάνο, το καλοκαίρι του 1071, ο Ρωμανός εισέβαλλε με στρατό 40.000 (κατά την επικρατέστερη άποψη) ανδρών στην Αρμενία και κινήθηκε προς τη Θεοδοσιούπολη (σημ. Ερζερούμ), στην οποία έφτασε τον Ιούλιο. Ύστερα αποφάσισε ότι θα βάδιζε προς το Ματζικέρτ, αν και οι στρατηγοί του τον συμβούλεψαν να περιμένει τον Αλπ Αρσλάν και να μη κινηθεί προς το εσωτερικό της κατεχόμενης από τους Σελτζούκους Αρμενίας. Πριν ξεκινήσει για το σημαντικό αυτό φρούριο που έπρεπε να καταλάβει, εάν ήθελε να έχει προφυλαγμένα τα νώτα του, ο Ρωμανός έθεσε τον Ανδρόνικο Δούκα επικεφαλής της οπισθοφυλακής και έστειλε ανιχνευτές να ελέγξουν το πέρασμα. Οι ανιχνευτές τον διαβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχε αντίπαλος στρατός.
Όμως ο αυτοκράτορας είχε υποπέσει σε δυο λάθη. Έθεσε τον γιο του πολιτικού του αντιπάλου αρχηγό της οπισθοφυλακής και δεν υπολόγισε το δίκτυο πληροφοριών του Αλπ Αρσλάν ούτε είχε καλή εικόνα των κινήσεων του αντιπάλου του. Ο Ρωμανός δεν γνώριζε οτι ο σουλτάνος ήταν όχι πάνω από 200 χλμ μακριά από τη Θεοδοσιούπολη, καθώς είχε ενημερωθεί για τις κινήσεις του αυτοκράτορα. Είχε λύσει την πολιορκία του Χαλεπίου και στο δρόμο συγκέντρωσε ακόμα πιο πολλούς μαχητές για να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς, ανεβάζοντας τη δύναμη του στρατού του στις 30.000 άνδρες.
Το άλλο μεγάλο λάθος του Ρωμανού ήταν ότι, ενώ εισέβαλλε σε χώρα που γνώριζε λιγότερο καλά από τους αντιπάλους του, διαίρεσε τις δυνάμεις του, χωρίζοντας το στρατό σε δυο τμήματα. Το ένα, 20.000 άνδρες με επικεφαλής τον Ιωσήφ Ταρχανειώτη, συμπεριλαμβανομένων και των κατάφρακτων ιπποτών του Ρουσέλ ντε Μπαγιέλ, το έστειλε στα νότια του Ματζικέρτ για να καταλάβει τη πόλη Χλιάτ, σε απόσταση 50 χιλιομέτρων. Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Μιχαήλ Ατταλειάτη, οι μονάδες αυτές ήταν οι καλύτερες του στρατού του και αριθμητικά περισσότερες από τις δικές του. Με αυτό τον τρόπο θέλησε να προφυλάξει το δεξιό πλευρό του δεύτερου τμήματος του στρατού, που διοικούσε ο ίδιος. Με αυτό κατέλαβε το φρούριο του Ματζικέρτ, μια μέρα πριν τη μάχη, ενώ ανέμενε νέα από το τμήμα του Ταρχανειώτη. Την ίδια ώρα και εντελώς ανεξήγητα, ο Ταρχανειώτης ποτέ δεν κατευθύνθηκε στο Χλιάτ, αλλά παρέκλινε προς τη Μελιτηνή στα νοτιοδυτικά, 150 χιλιόμετρα μακριά από το πεδίο της μάχης, χωρίς καν να ειδοποιήσει τον Ρωμανό. Ο λόγος της κίνησής του αυτής εκτιμάται ότι είναι είτε η προδοσία, είτε επειδή ισχυρή σελτζουκική δύναμη του έκοψε το δρόμο και δεν θέλησε να δώσει μάχη εναντίον της. Σήμερα, η δεύτερη εκδοχή φαίνεται να κερδίζει έδαφος.
Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Κατά καιρούς, έχουν διατυπωθεί σημαντικά διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς την αριθμητική δύναμη της βυζαντινής στρατιάς η οποία ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη. Οι μεσαιωνικές πηγές κάνουν λόγο για βυζαντινό στρατό από 100.000 - 1.000.000 άνδρες. Επίσης, μιλούν για αντίστοιχα μεγάλες απώλειες τις βυζαντινής πλευράς, ενώ για τις απώλειες των Τούρκων δεν γίνεται λόγος.
Ένας σύγχρονος ιστορικός ανεβάζει την πιθανή συνολική δύναμη της στρατιάς μέχρι τους 100.000 άνδρες. Πάντως, οι περισσότεροι ιστορικοί εκτιμούν πως η δημογραφική κατάσταση και οι δυνατότητες επιμελητείας δεν θα επέτρεπαν τα εξωπραγματικά μεγέθη που αναφέρουν οι μεσαιωνικές πηγές. Έτσι η βυζαντινή στρατιά, κατά την έναρξη της εκστρατείας, δεν πρέπει να υπερέβαινε τους 40.000 μάχιμους, χωρίς να υπολογίζονται οι πολυάριθμοι άμαχοι που έσερνε πίσω του κάθε μεσαιωνικός στρατός.
Λίγο πριν τις πρώτες αψιμαχίες, η αριθμητική ισχύς του βυζαντινού στρατού εκτιμάται ότι πρέπει να είχε μειωθεί στο μισό, λόγω της αναχώρησης του τμήματος των Τραχανειώτη-Ρουσέλ, του οποίου η δύναμη πρέπει να ανερχόταν σε 20.000 άντρες. Έτσι, κατά την επικρατέστερη άποψη, η ισχύς του στρατού του Διογένη το πρωϊ της 24ης Αυγούστου πρέπει να έφτανε τους 20.000 άντρες περίπου. Η αριθμητική ισχύς του σελτζουκικού στρατού εκτιμάται ότι βρισκόταν στα ίδια περίπου επίπεδα με του βυζαντινού ή λίγο παρακάτω.
Η μάχη
Στις 24 Αυγούστου 1071, ημέρα Τετάρτη, ένα ανιχνευτικό απόσπασμα Βυζαντινών αψιμάχησε με ένα Σελτζουκικό, στα ανατολικά της λίμνης Βαν. Ο Ρωμανός, μη γνωρίζοντας πως έχει να κάνει με την εμπροσθοφυλακή του στρατεύματος του Αλπ Αρσλάν, την οποία διοικούσε ο Νιζάμ Αλ Μούλκ, υπασπιστής του σουλτάνου έστειλε τον επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας Νικηφόρο Βρυέννιο με μικρή δύναμη για να απωθήσει τους Τούρκους. Σύντομα ο Βρυέννιος, βλέποντας ότι μονάδες του ενεπλάκησαν σε ενέδρες και περικυκλώθηκαν από ισχυρές εχθρικές δυνάμεις, διέταξε υποχώρηση στο βυζαντινό στρατόπεδο. Ο αυτοκράτορας, μη έχοντας ακόμη πειστεί πως επρόκειτο για μονάδες του κυρίως σελτζουκικού στρατού, έστειλε τον αρμενικής καταγωγής Νικηφόρο Βασιλάκιο, δούκα της Θεοδοσιούπολης (σημ. Ερζερούμ) με πολύ ισχυρότερη δύναμη ιππικού εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι τότε εφάρμοσαν τη συνήθη σε αυτούς τακτική της ψεύτικης υποχώρησης με σκοπό την ενέδρα. Ο Βασιλάκιος, περιφρονώντας τις βασικές αρχές της βυζαντινής τακτικής απέναντι στα πολεμικά τεχνάσματα των νομαδικών λαών, παρασύρθηκε σε ανεξέλεγκτη καταδίωξη των Τούρκων και τελικά έπεσε στην ενέδρα τους. Ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος, ενώ οι άντρες του έπεσαν νεκροί σχεδόν μέχρι τον τελευταίο.
Τότε ο Ρωμανός, συνειδητοποιώντας την ισχύ του τουρκικού αποσπάσματος αλλά μη δεχόμενος ακόμη πως επρόκειτο για το στρατό του Αλπ Αρσλάν, έστειλε εναντίον του ξανά τον Βρυέννιο, επικεφαλής ολόκληρης της αριστερής πτέρυγας. Όμως ως τότε οι Τούρκοι είχαν προλάβει να αποσυρθούν στους γύρω λόφους. Τελικά ο Βρυέννιος κατάλαβε τι πραγματικά συνέβαινε, όταν βρήκε ένα τραυματισμένο επιζώντα της δύναμης του Βασιλάκιου. Εκείνη τη στιγμή, το απόγευμα της 24ης Αυγούστου, οι Τούρκοι επέστρεψαν στο πεδίο της μάχης σε πλήρη παράταξη και επιτέθηκαν προσπαθώντας να περικυκλώσουν τη δύναμη του Βρυέννιου. Ο τελευταίος αναγκάστηκε, τότε, μπροστά στις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, να σημάνει συντεταγμένη υποχώρηση. Η υποχώρηση αυτή συνδυάστηκε με τοπικές αντεπιθέσεις οι οποίες οδήγησαν σε προσωρινή υποχώρηση των Τούρκων και το βυζαντινό απόσπασμα επέστρεψε ασφαλές στο στρατόπεδο. Λέγεται ότι ο Βρυέννιος επέστρεψε τραυματισμένος από δυο βέλη στη πλάτη και ένα ακόντιο στο στήθος. Την άλλη μέρα, πάντως, ήταν και πάλι σε θέση να πολεμήσει.
Ο αυτοκράτορας διέταξε τότε το στρατό του να ετοιμαστεί για επίθεση σε πλήρη παράταξη. Όμως οι Τούρκοι είχαν ξανά αποσυρθεί πέρα από τους λόφους και δεν ήταν δυνατό να εντοπιστούν ούτε από τα βυζαντινά ανιχνευτικά αποσπάσματα. Τότε ο βυζαντινός στρατός επέστρεψε στο στρατόπεδο. Ενώ είχε φτάσει ήδη το βράδυ, ο τουρκικός στρατός, σε μια ακόμη επίδειξη της κινητικότητάς του, επιτέθηκε αιφιδιαστικά και μέσα στο μισοσκόταδο, εναντίον Ούζων (ή, αλλιώς, Ογούζων, τουρκ. Oğuz) Τούρκων μισθοφόρων του Διογένη οι οποίοι συναλλάσονταν με εμπόρους έξω από το βυζαντινό στρατόπεδο. Στην προσπάθεια των πανικόβλητων Ογούζων να επιστρέψουν στην ασφάλεια του στρατοπέδου, δημιουργήθηκε σύγχυση καθώς αυτοί δεν διέφεραν σε εμφάνιση από τους ομόγλωσσούς τους Σελτζούκους. Τελικά, οι Σελτζούκοι επιδρομείς εξαφανίστηκαν το ίδιο γρήγορα όπως είχαν εμφανιστεί και η υπόλοιπη νύχτα κύλησε με περιορισμένες μόνο επιθέσεις εναντίον του αυτοκρατορικού στρατοπέδου.
Το πρωί της 25ης Αυγούστου, οι Σελτζούκοι προσπάθησαν να καταλάβουν την όχθη του ποταμού απέναντι από το βυζαντινό στρατόπεδο και ο Ρωμανός έστειλε το βαρύ πεζικό να τους απωθήσει. Το πεζικό πέτυχε στην αποστολή του αλλά, λίγο μετά, μεγάλο μέρος των Ούζων άλλαξε στρατόπεδο και προσχώρησε στους ομόγλωσσούς τους Τούρκους. Ο φόβος ότι και οι υπόλοιποι Ούζοι θα έπαιρναν το μέρος των Σελτζούκων καταπραΰνθηκε μετά από όρκο πίστης που έδωσαν στον αυτοκράτορα. Στη συνέχεια, κατέφθασε πρεσβεία από τον χαλίφη της Βαγδάτης, Al-Mouhalban, ζητώντας διαπραγματεύσεις. Ο Ρωμανός όμως ζήτησε όρους, μεταξύ των οποίων την αποχώρηση των Σελτζουκικών δυνάμεων από τη Μ. Ασία, οι οποίοι οδήγησαν στην αποχώρηση της πρεσβείας. Ίσως πίστευε πως η αποστολή πρεσβείας ήταν προϊόν παρελκυστικής τακτικής εκ μέρους των Σελτζούκων, με σκοπό να συγκεντρώσουν κι άλλα στρατεύματα, ενώ ο ίδιος είχε ήδη στείλει αγγελιαφόρους προς τα τμήματα του Ουρσέλιου και του Ταρχανειώτη με εντολή να ενωθούν με το κυρίως στράτευμα. Εξ άλλου, παρά τις ως τότε δυσάρεστες εξελίξεις, ο βυζαντινός στρατός εξακολουθούσε να διαθέτει ισχυρή αυτοπεποίθηση, λόγω της πειθαρχίας και της τάξης του, στοιχείων που του έδιναν υπεροχή του σε συνθήκες μάχης εκ παρατάξεως.
Ο Αλπ Αρσλάν παρέταξε το στράτευμά του σε σχήμα ημισελήνου, χωρισμένο σε τρεις διοικήσεις. Όλα τα σώματα αποτελούνταν κυρίως από ελαφρό ιππικό, εφοδιασμένο με βέλη, ακόντια και σπαθιά. Πιο πίσω βρισκόντουσαν πεζοί, ντυμένοι ελαφρά αμυντικά με δόρατα, ασπίδες, σπαθιά και τσεκούρια. Ο Ρωμανός Δ' Διογένης παρέταξε το στρατό του σε δυο παράλληλες γραμμές η κάθε μια με βάθος 8 έως 10 ανδρών για τους πεζούς και 3 έως 4 για τους ιππείς. Το πλάτος της παράταξης του στρατού ήταν μέτριο. Τα 2/3 του στρατεύματος χωρίστηκαν σε τρια τμήματα ενώ κράτησε το 1/3 του στρατεύματος ως εφεδρεία. Το αριστερό τμήμα το κρατούσαν τα θεματικά στρατεύματα από τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Θράκη μαζί με τους Σλάβους με επικεφαλή τον Νικηφόρο Βρυέννιο. Το κέντρο το διοικούσε ο αυτοκράτορας Ρωμανός, με την αυτοκρατορική φρουρά των 500 Βαράγγων που είχε πάρει μαζί του, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις ήταν Καππαδόκες στρατιώτες, Φράγκοι και Τουρκομάνοι. Στο δεξιό τμήμα τη διοίκηση είχε ο Θεόδωρος Αλυάτης και διοικούσε τους Ίβηρες της Αρμενίας, τους Χαζάρους και τους Σλάβους. Την εφεδρεία την διοικούσε ο Ανδρόνικος Δούκας με τμήματα Χαζάρων, Γερμανών, Φράγκων και των ιδιωτικών στρατών που είχε διαθέσει ο ίδιος και η φατρία του. Στις 26 Αυγούστου του 1071 θα δινόταν η μεγάλη μάχη.
Καθώς άρχισε να κινείται το βυζαντινό στράτευμα, οι Σελτζούκοι άρχισαν να εξαπολύουν βέλη και να ανοίγουν τα άκρα τους με σκοπό να κυκλώσουν τους Βυζαντινούς. Τα δυο κέντρα συγκρούστηκαν ενώ τα άκρα των Βυζαντινών καταδίωκαν τα άκρα των Σελτζούκων. Όλη η παράταξη άρχισε να υποχωρεί στο όρος Σουφάν, συνεχίζοντας να εξαπολύει βέλη. Η συνοχή του βραδυκίνητου βυζαντινού στρατεύματος κλονίστηκε και άρχισε να σπάει. Οι Σελτζούκοι κύκλωναν απομονωμένες μονάδες και τις αποτελείωναν γρήγορα. Σε δυο ώρες θα έπεφτε η νύχτα και το στράτευμα του Ρωμανού είχε πολλές απώλειες ενώ οι Σελτζούκοι δεν είχαν ούτε 1.000 απώλειες, έτσι ο Ρωμανός διέταξε τακτική αναστροφή του μετώπου για αποχώρηση. Οι Βρυέννιος και Αλυάτης νομίσαν ότι το σύνθημα έδειχνε ότι ηττήθηκαν και υποχωρούσαν. Πολλοί μαχητές πέταξαν τα όπλα και άρχισαν να τρέχουν και οι ιππείς έκαναν μεταβολή και σπιρούνισαν τα άλογά τους. Ο σουλτάνος διέταξε και την εφεδρεία του να μπεί στη μάχη και να καταδιώξουν τους Βυζαντινούς. Με αυτή την κίνηση του σουλτάνου, ο αυτοκράτορας δεν είχε άλλη επιλογή από το να πολεμήσει και διέταξε επανάληψη της επίθεσης. Το πεδίο της μάχης έγινε μια απέραντη χαοτική μάζα στρατιωτών που μάχονταν, υποχωρούσαν ή κρυβόντουσαν. Τότε έπρεπε να δράσει η εφεδρεία του Ανδρόνικου Δούκα αλλά αυτός, είτε από προδοτική διάθεση είτε βλέποντας την εξέλιξη της μάχης και πιστεύοντας πως ο αυτοκράτορας θα σκοτωθεί εκεί, διέταξε την εφεδρεία να αποσυρθεί από το πεδίο της μάχης, ώστε να μείνει ανοιχτός ο δρόμος για τον θρόνο. Ο Βρυέννιος έσπασε τον κλοιό των Σελτζούκων και διέφυγε. Ο Αλυάτης πιάστηκε αιχμάλωτος και το κέντρο της παράταξης κατέρρευσε. Μόνο οι Βάραγγοι με τις ασπίδες τους προστάτευαν τον αυτοκράτορα και συνέχισαν να μάχονται μανιασμένα. Με την πάροδο του χρόνου, όλοι έπεσαν νεκροί ενώ ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ' Διογένης αιχμαλωτίστηκε βαριά τραυματισμένος στο στήθος και στο χέρι. Δέκα Σελτζούκοι τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο σουλτάνο ενώ οι συμπολεμιστές τους γιόρταζαν στο πεδίο της μάχης τη νίκη τους. Οι απώλειες των Βυζαντινών έφτασαν ίσως και τους 8.000 άνδρες, νεκροί και αιχμάλωτοι.
Αιχμαλωσία Ρωμανού Δ'
Όταν παρουσιάστηκε ο αιχμάλωτος Ρωμανός Δ' μπροστά στον Αλπ Αρσλάν, ο δεύτερος δεν πίστευε ότι αυτός ο γεμάτος αίματα και σακατεμένος άνδρας, ήταν πράγματι ο παντοδύναμος Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Μετά την επαλήθευση των στοιχείων του αυτοκράτορα, ένας διάλογος έγινε ο οποίος έμεινε στην ιστορία:
Αλπ Αρσλάν: "Τι θα έκανες, αν ήμουν εγώ δικός σου αιχμάλωτος;"
Ρωμανός: "Θα σε σκότωνα, ή μάλλον θα σε εξέθετα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης."
Αλπ Αρσλάν: "Η τιμωρία μου είναι πολύ χειρότερη... Σε αφήνω ελεύθερο..."
Αίτια της ήττας
Σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, την ευθύνη για την ήττα φέρει η κρατούσα τάξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας για λόγους καθαρά οικονομικούς, ως αντίδραση προς την προσπάθεια του Ρωμανού Δ' να συγκεντρώσει φόρους που θα επέτρεπαν την αποκατάσταση της ισχύος των βυζαντινών στρατευμάτων.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης αναφέρεται ότι:
«Στα μέσα του 11ου αιώνα γίνονταν στο Βυζάντιο άγριοι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι που χαρακτηρίζονται από την ένταση του φεουδαρχικού κομματιάσματος. Η πάλη για το θρόνο ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της κυρίαρχης τάξης έφτασε σε οξύτατο σημείο. Από το 1057 ως το 1081 άλλαξαν πέντε αυτοκράτορες. Οι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι έγιναν αιτία να εξασθενίσει το βυζαντινό κράτος και να χειροτερεύσει η εξωτερική πολιτική θέση του. Στην κατάρρευση της στρατιωτικής δύναμης του Βυζαντίου βοήθησε και η μετατροπή των ελεύθερων αγροτών σε δουλοπάροικους, καθώς και η καταστροφή των στρατιωτών».
Ακόμα ένα στοιχείο που φέρεται ότι οδήγησε στην ήττα του βυζαντινού στρατεύματος ήταν η ετερογένειά του, καθώς βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ξένους μισθοφόρους. Το στράτευμα του Ρωμανού αποτελούνταν από Νορμανδούς, Βούλγαρους, Πετσενέγγους, Φράγκους, Αλανούς, Γότθους, Σλάβους, Χαζάρους, Τουρκομάνους Ούζους και Κουμάνους, καθώς και Ίβηρες από την Αρμενία. Ο θεματικός στρατός, ένας εμπειροπόλεμος και πιστός στην αυτοκρατορία στρατός, είχε παραμεληθεί δραματικά από τους προηγούμενους αυτοκράτορες, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Ρωμανό να καταφύγει σε μισθοφόρους.
Σε αυτά τα δυο προβλήματα προστέθηκε ένα τρίτο. Ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να εμπιστευθεί ανώτατους αξιωματούχους του στρατού και της πολιτικής σκηνής, καθώς πολλοί συνομωτούσαν εναντίον του. Από το στρατό του δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τον διοικητή των Νορμανδών, τον στρατηγό Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ, καθώς και τον διοικητή των Φράγκων Μάγιστρο Ιωσήφ Ταρχανειώτη και τον Ανδρόνικο Δούκα, γιο του Ιωάννη Δούκα, πολιτικού αντιπάλου του Ρωμανού. Στην πολιτική σκηνή εκτός από τον Ιωάννη Δούκα, είχε να αντιμετωπίσει τον συγκλητικό Νικηφόρο Παλαιολόγο και τον Μιχαήλ Ψελλό που υποστήριζαν την οικογένεια των Δουκών στη διαδοχή του θρόνου. Παρόλα αυτά υπήρχαν τρία άτομα, παλαιοί συμπολεμιστές του αυτοκράτορα όταν ήταν στρατηγός, τα οποία μπορούσε να εμπιστευτεί. Ήταν ο Μάγιστρος Κατεπάνω Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο στρατηγός Θεόδωρος Αλυάτης που καταγόταν από την Καππαδοκία και ο Δομέστικος των Σχολών της Δύσης Νικηφόρος Βρυέννιος.
Αποτελέσματα
Την ήττα του Μαντζικέρτ ακολούθησε σειρά γεγονότων που υπονόμευσαν τη δύναμη της ήδη εξασθενημένης κατά τον 11ο αι. αυτοκρατορίας. Στον Ρωμανό Δ' επιβλήθηκε οικτρή τιμωρία, χάνοντας και το θρόνο του και τη ζωή του, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε ένα γεωγραφικό κενό στον βυζαντινό χάρτη, το οποίο γέμισαν σταδιακά οι Σελτζούκοι, εγκαθιδρύοντας την πρωτεύουσά τους στη Νίκαια (İznik) το 1077. Μετά τη μάχη, η αυτοκρατορία περιήλθε, για ακόμα μια φορά στη δίνη του εμφυλίου πολέμου, που έληξε όταν ο Αλέξιος Α' Κομνηνός ανέβηκε στο θρόνο. Οι Βυζαντινοί με την ήττα στο Ματζικέρτ έχασαν και τις οδούς που οδηγούσαν στις ανατολικές τους επαρχίες και ειδικά στην Αρμενία, με αποτέλεσμα να χάσουν και τον έλεγχο των κατοίκων τις περιοχής. Αυτοί οι ορεσίβιοι κάτοικοι επάνδρωναν σε μεγάλο βαθμό το στρατό του Βυζαντίου και τον έκαναν πιο αξιόμαχο. Ακόμα, ο δρόμος για τον εκτουρκισμό των πληθυσμών της περιοχής είχε ανοίξει δυσχεραίνοντας ακόμα πιο πολύ την ανακατάληψη αυτών των περιοχών από τους μετέπειτα αυτοκράτορες. Χάθηκαν πολλές γαίες τις οποίες έδιναν για επιβράβευση στα στρατεύματα οι αυτοκράτορες, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να τους παρέχουν άλλα ανταλλάγματα, μετατρέποντας το στρατό από εθνικό σε μισθοφορικό.
De Siris

Μητέρα Τερέζα

Μητέρα Τερέζα

Η Μητέρα Τερέζα(Agnes Gonxha Bojaxhiu) ήταν μία Καθολική μοναχή με σημαντικό φιλανθρωπικό έργο, από την Αλβανία. Για πάνω από 45 χρόνια, η Μητέρα Τερέζα βοήθησε τους φτωχούς και τους αρρώστους σε όλο τον κόσμο, με αποτέλεσμα να αγιοποιηθεί από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β' το 1997. Είναι κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης του 1979 για "τις εκστρατείες της σχετικά με την ενημέρωση για τη φτώχεια".
Βιογραφία
Η Μητέρα Τερέζα γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου του 1910 στα Σκόπια της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σήμερα πρωτεύουσα της ΠΓΔΜ). Είχε, ωστόσο, καταγωγή από την Σκόδρα της Αλβανίας. Πήγε στο Νταρτζίλινγκ της Ινδίας το 1929 και ορκίστηκε ως μοναχή το 1931. Το 1937 δούλεψε σαν δασκάλα σε ένα σχολείο στην Καλκούτα. Το 1950, πήρε την άδεια από το Βατικανό για να ξεκινήσει το ιεραποστολικό της έργο. Το 1952 μετέτρεψε έναν παλαιό Ινδουιστικό ναό στην Καλκούτα σε κτίριο για την ίαση των ανθρώπων που πεθαίνουν. Επίσης, το 1955 άνοιξε ένα ορφανοτροφείο στην Καλκούτα. Στην συνέχεια άνοιξε νοσοκομεία και ορφανοτροφεία σε ολόκληρη την Ινδία αλλά και στην Ρώμη, την Τανζανία και την Αυστρία.
Το 1979, κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο προκειμένου να βοηθήσει τους φτωχούς και τους αρρώστους σε όλο τον κόσμο. Ενδεικτικά, βοήθησε τους πεινασμένους στην Αιθιοπία, τα θύματα της πυρηνικής έκρηξης στο Τσερνομπίλ καθώς και τα θύματα ενός σεισμού στην Αρμενία. Το 1983, κατά την διάρκεια επίσκεψής της στον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β', έπαθε καρδιακή προσβολή και έκτοτε κυκλοφορούσε με βηματοδότη. Η Μητέρα Τερέζα πέθανε το 1997 στην Καλκούτα της Ινδίας και, αμέσως μετά τον θάνατό της, αγιοποιήθηκε από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β'.
De Siris

Antoine Laurent Lavoisier



Antoine Laurent Lavoisier

Ο Αντουάν Λωράν Λαβουαζιέ ήταν Γάλλος χημικός. Γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου του 1743 και πέθανε στις 8 Μαΐου του 1794. Θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης χημείας, καθώς θεμελίωσε με τις έρευνές του μια νέα αντίληψη στη μελέτη της φύσης και οδήγησε την ανθρώπινη σκέψη στην ορθολογική προσέγγιση των χημικών φαινομένων, σύμφωνα με τις επιταγές της εποχής του ορθού λόγου
Η ζωή του
Ο Aντουάν Λαβουαζιέ ήταν γόνος μιας από τις ευκατάστατες οικογένειες του Παρισιού. Μετά το θάνατο της μητέρας του, κληρονόμησε μία αρκετά μεγάλη περιουσία. Ο προπάππος του ήταν ταχυδρόμος και ο πατέρας του δικηγόρος. Για το ίδιο επάγγελμα προοριζόταν και ο Λαβουαζιέ, πολύ σύντομα όμως έγινε φανερό πως οι φυσικές επιστήμες τον απορροφούσαν πολύ περισσότερο από τα νομικά προβλήματα. Έτσι, εκτός από τη νομική, σπούδασε βοτανική, χημεία, αστρονομία και μαθηματικά.
Η πρώτη του δημοσίευση πάνω σε θέματα χημείας πραγματοποιήθηκε το 1764. Το 1767 δέχτηκε τη θέση που του πρόσφερε ένας διάσημος γεωλόγος της εποχής εκείνης, ο Ζεράρ, ο οποίος είχε σκοπό να καταρτίσει τον πρώτο γεωλογικό χάρτη της Γαλλίας. Μαζί του ο Λαβουαζιέ διέσχισε τα Βόσγια όρη, και έζησε μια ζωή αρκετά σκληρή σε σχέση με εκείνη που είχε συνηθίσει να ζει μέχρι τότε. Το αποτέλεσμα όμως ήταν απροσδόκητα καλό, γιατί ξεπέρασε όλα τα προβλήματα υγείας που δεν τον είχαν εγκαταλείψει από την παιδική του ηλικία.
Αργότερα, το 1768, έβαλε υποψηφιότητα στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών και έγινε δεκτός ως βοηθός χημικός, σε ηλικία μόλις 25 ετών. Την εποχή εκείνη, η δραστηριότητά της Γαλλικής Ακαδημίας επεκτεινόταν σε ένα μεγάλο συνδυασμό μελετών που ξεκινούσε από ιατρικά, φιλοσοφικά και βιομηχανικά προβλήματα και έφτανε μέχρι την έρευνα τρόπων καθαρισμού μεταξωτών και μάλλινων υφασμάτων.
Ήταν φυσικό μέσα σε τέτοιο περιβάλλον να ανθίσει η ιδιοφυΐα του νεαρού Λαβουαζιέ. Το 1785, έγινε διευθυντής και το 1791 ταμίας της Ακαδημίας. Στο διάστημα αυτό ασχολήθηκε με την πρακτική καλλιέργεια των σιτηρών, τη δημιουργία νέου συστήματος μέτρων και σταθμών, την ίδρυση ταμιευτηρίων και ασφαλιστικών ταμείων, τη μελέτη του εδαφικού πλούτου της χώρας του, τη σύνταξη φορολογικών νόμων και πολλά άλλα, χωρίς ταυτόχρονα να διακόψει τα χημικά του πειράματα και τις επαφές του με άλλους μεγάλους επιστήμονες του 18ου αιώνα. Όταν έγινε διευθυντής στο πυριτιδοποιείο, εγκατέστησε εκεί το πιο σύγχρονο χημικό εργαστήριο της εποχής του.
Αρκετά νωρίτερα, το 1771, ο Λαβουαζιέ είχε παντρευτεί την δεκατριάχρονη Marie-Anne Pierette Paulze, κόρη ενός από τους συνιδιοκτήτες της "Ferme Générale", μιας εταιρίας που είχε αναλάβει την είσπραξη των φόρων από τους αγρότες, πληρώνοντας στο κράτος ένα ποσό. Τα κέρδη της εταιρίας ήταν πολύ μεγάλα, αφού δεν ήταν εύκολο για έναν αγρότη να αποδείξει ότι πλήρωσε στην εταιρεία περισσότερα από ό,τι πραγματικά χρωστούσε.
Η γυναίκα του Λαβουαζιέ αποδείχτηκε σημαντική βοηθός και στο επιστημονικό του έργο: Για χάρη του μετέφρασε από τα αγγλικά στα γαλλικά αρκετά επιστημονικά κείμενα, ενώ δημιούργησε πολλά σκίτσα των εργαστηριακών συσκευών που χρησιμοποιούσαν ο Λαβουαζιέ και οι συνεργάτες του. Επίσης, η γυναίκα του Λαβουαζιέ διοργάνωσε αρκετές δεξιώσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων οι επιφανείς επιστήμονες της εποχής συζητούσαν τις εξελίξεις στη χημεία.
Η Γαλλική Επανάσταση έφερε το τέλος στη δράση και στη ζωή του Λαβουαζιέ. Ύστερα από καταγγελία του Μαρά, που όπως λέγεται είχε προσωπικούς λόγους να τον αντιπαθεί, κλείστηκε στη φυλακή με 27 άλλους εκμισθωτές φόρων ως συνωμότης. Η δίκη του ήταν σύντομη, και ο πρόεδρος του δικαστηρίου τον καταδίκασε σε θάνατο, προσθέτοντας μια φράση που έμεινε ιστορική: "η Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη από επιστήμονες". Εκτελέστηκε (καρατομήθηκε) στη λαιμητόμο στις 8 Μαΐου του 1794.
Το επιστημονικό του έργο
Ο Λαβουαζιέ αναφέρεται συχνά ως ο πατέρας της σύγχρονης Χημείας. Ο τίτλος αυτός είναι τιμητικός αλλά όχι υπερβολικός, καθώς ο μεγάλος αυτός χημικός δεν περιορίστηκε μόνο στην επέκταση των γνώσεων της εποχής του, ούτε έμεινε ένας απλός πειραματιστής. Πέτυχε ν' ανατρέψει τις λαθεμένες απόψεις των συγχρόνων του και έβαλε τις βάσεις για τις ανακαλύψεις των δυο επόμενων αιώνων.
Από τις πάμπολλες συνεισφορές του Λαβουαζιέ στη χημεία είναι η ονομασία του οξυγόνου, καθώς ήταν ο πρώτος που κατανόησε τη χημική και βιολογική λειτουργία του στοιχείου αυτού και μελέτησε το φαινόμενο της ζύμωσης και της αναπνοής. Στον Λαβουαζιέ αποδίδεται και ο καθορισμός όρων, όπως οξείδια, οξέα, άλατα, που μέχρι σήμερα χρησιμοποιούνται στη χημική ορολογία.
Σε αυτόν οφείλονται επίσης η αρχή διατήρησης της μάζας, η διάκριση ανάμεσα σε απλά και σύνθετα σώματα, η κατάρρευση της θεωρίας του φλογιστού, η ανακάλυψη του αζώτου ως συστατικού του ατμοσφαιρικού αέρα, η εφεύρεση του χημικού ζυγού και ο διαχωρισμός του νερού στα συστατικά του.
De Siris