Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Flavius Valerius Constantinus


Μέγας Κωνσταντίνος

Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Constantinus) ή Μέγας Κωνσταντίνος ή Άγιος και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος (κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία) υπήρξε ρωμαίος αυτοκράτορας από το 274 μ.Χ. έως τον θανατό του το 337 μ.Χ.. Υπήρξε Αυτοκράτορας της Δύσεως από το 312 μ.Χ. εως το 324 μ.Χ. και μονοκράτορας από το 324 μ.Χ. ως το 337 μ.Χ.

Έμεινε γνωστός για τρεις κοσμοϊστορικές αποφάσεις του:

1) Υπέγραψε το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ. με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή ανεξιθρησκίας. Έτσι, για πρώτη φορά ο Χριστιανισμός βρισκόταν υπό την προστασία του αυτοκράτορος (σημ. Ο Μ. Κων/νος δεν ανακήρυξε το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, όπως λανθασμένα αναφέρεται κάποιες φορές. Αυτό το έπραξε αρκετά χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος). Με την κίνηση αυτή ο διορατικός Μέγας Κωνσταντίνος, συνέχιζε την πολιτική του Γαλέριου, που αντιλαμβανόμενος πως οι διωγμοί κάθε άλλο παρά συνέβαλλαν στην εδραίωση της εσωτερικής ειρήνης (PAX ROMANA), το 311 μ.Χ. τους κατέπαυσε με διάταγμα , και εν συνεχεία στα Μεδιόλανα νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό ως "επιτρεπομένη θρησκεία", οι οπαδοί της οποίας όφειλαν να προσεύχονται στον δικό τους Θεό για την ευτυχία του κράτους.
2) Μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
3) Συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας της πλέον καθοριστική δια την μετέπειτα εξέλιξη της Παγκόσμιας Χριστιανικής Εκκλησίας.

Καταγωγή και γέννηση

Γεννήθηκε στη Ναϊσό στις 27 Φεβρουαρίου 272. Γονείς του Κωνσταντίνου ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός (Aurelius Valerius Constantius) και η Ελένη (μετέπειτα αγία Ελένη, η Ισαπόστολος), κόρη ξενοδόχου. Ο Κωνστάντιος ήταν μάλλον ταπεινής καταγωγής, παρά τους ισχυρισμούς του γιου του ότι καταγόταν από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο Β΄ και η Ελένη κόρη κάποιου πανδοχέα από το Δρέπανο της Βιθυνίας. Όταν γνωρίστηκαν στη γενέτειρα της Ελένης, το 270 μ.Χ., ο Κωνστάντιος είχε ήδη ανέλθει στην ιεραρχία του ρωμαϊκού στρατού και του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του «δούκα» (dux, στρατηγός).

Η Ελένη ακολούθησε το σύντροφό της στις εκστρατείες του στη Γερμανία και στη Βρετανία και περίπου το 274 μ.Χ., στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας), γέννησε το γιο τους Κωνσταντίνο, στην πόλη από όπου καταγόταν και ο σύζυγός της. Πρέπει να σημειωθεί ότι η χρονολογία γέννησης του Κωνσταντίνου αποτελεί θέμα προς έρευνα για τους ιστορικούς, αφού δεν έχει προσδιορισθεί επακριβώς. Άλλες χρονολογίες που προτείνονται είναι το 271, το 272 ή το 273, ενώ κάποιοι τοποθετούν τη γέννησή του ακόμη και 10 χρόνια μετά, περίπου δηλαδή στα 285 μ.Χ.

Τα νεανικά χρόνια

Τον πρώτο καιρό, ο Κωνσταντίνος έζησε κοντά στον πατέρα του, παρακολουθώντας τους στρατιωτικούς του αγώνες. Στο περιβάλλον του Κωνστάντιου, ο Κωνσταντίνος έλαβε τη στρατιωτική εκπαίδευση και έμαθε τα εγκύκλια γράμματα από σημαντικούς δασκάλους της εποχής.

Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός προέβη στη διοικητική μεταρρύθμιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εισάγοντας το θεσμό της «τετραρχίας» και το 293 μ.Χ. όρισε τον Κωνστάντιο Α΄ Χλωρό Καίσαρα της Γαλατίας, της Ισπανίας και της Βρετανίας (των δυτικών επαρχιών). Ο νόμος, όμως, απαγόρευε σε ανώτατους αξιωματούχους να είναι παντρεμένοι με γυναίκες ταπεινής καταγωγής. Έτσι, ο Κωνστάντιος χώρισε, ύστερα από «έδικτο» (αυτοκρατορικό διάταγμα) του Διοκλητιανού, την Ελένη και παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, συγγενή του Μαξιμιανού, Αυγούστου της Δύσης. Ο γιος του, Κωνσταντίνος και η Ελένη παρέμειναν στη Νικομήδεια, όμηροι του Διοκλητιανού και του Καίσαρα της Ανατολής, Γαλέριου, για να εξασφαλιστεί η πίστη του Κωνστάντιου.

Στο περιβάλλον του Διοκλητιανού, όπου έμεινε για πολλά χρόνια, ο Κωνσταντίνος συμπλήρωσε τη μόρφωσή του δίπλα σε πολύ αξιόλογους λογίους. Η παλιότερη άποψη ότι ο Κωνσταντίνος στερείτο μόρφωσης δεν είναι πια αποδεκτή. Πολλά χρόνια αργότερα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μόρφωση των δικών του παιδιών και αυτό υποδεικνύει άνθρωπο που αναγνώριζε και εκτιμούσε τα μορφωτικά αγαθά. Ταυτόχρονα, συμμετείχε στις εκστρατείες του Διοκλητιανού και του Γαλέριου και ανήλθε στο βαθμό του «τριβούνου» (Tribunus, διοικούσε την αυτοκρατορική σωματοφυλακή και τις βοηθητικές κοόρτεις).

Στην αυλή του αυτοκράτορα ο νεαρός Κωνσταντίνος ξεχώρισε και επιβλήθηκε με την εντυπωσιακή του εμφάνιση και τα σωματικά χαρίσματα, τις φυσικές δεξιότητες, τις διοικητικές ικανότητες, το αυξημένο αίσθημα καθήκοντος, την ευγένεια τρόπων και συμπεριφοράς. Όλα αυτά καθιστούσαν αισθητή την παρουσία του και ο Κωνσταντίνος κέρδισε την ιδιαίτερη εύνοια του Διοκλητιανού.

Ένα περιστατικό είναι ενδεικτικό της ορμητικότητας και του οξύθυμου χαρακτήρα του Κωνσταντίνου, που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ και που, όπως θα δούμε, τον οδήγησαν σε σκληρές αποφάσεις, οι οποίες σημάδεψαν την οικογενειακή του ζωή: Ο Καίσαρας Γαλέριος γιόρταζε τη νικηφόρα εκστρατεία του εναντίον των Περσών με θηριομαχίες στην αρένα της Νικομήδειας, τις οποίες παρακολουθούσε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, όλοι οι ανώτατοι αξιωματούχοι, μεταξύ τους ο Κωνσταντίνος και βέβαια ο λαός. Ο Γαλέριος, που στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου διέβλεπε έναν ικανότατο μελλοντικό αντίπαλο, με τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια αμφισβήτησαν το θάρρος του Κωνσταντίνου και τον προκάλεσαν να αντιμετωπίσει ένα λιοντάρι Νουμιδίας, για να αποδείξει τις ικανότητές του. Ο Κωνσταντίνος, οργισμένος για τη δημόσια προσβολή του Γαλέριου, αποδέχτηκε την πρόκληση, παρά τις ρητές αντιρρήσεις του Διοκλητιανού, ο οποίος φοβόταν για τη ζωή του νεαρού αξιωματικού του. Ο Κωνσταντίνος σκότωσε το λιοντάρι μέσα στην αρένα, κάτω από τις επευφημίες του πλήθους, που εύλογα δεν ήταν συνηθισμένο να βλέπει τους γιους της ανώτατης στρατιωτικής και διοικητικής αριστοκρατίας, να συμμετέχουν στις άγριες επικίνδυνες θηριομαχίες.
Δίπλα στον Διοκλητιανό ο Κωνσταντίνος έζησε από κοντά έναν από τους μεγαλύτερους διωγμούς εναντίων των χριστιανών, τα βασανιστήρια και τις δημόσιες εκτελέσεις των οπαδών της νέας θρησκείας, που ξεκίνησε με το «έδικτο» του αυτοκράτορα το 303 μ.Χ. από τη Νικομήδεια. Η χριστιανή μητέρα του και ο πατέρας του, που παρέβλεπε όλα τα διατάγματα κατά του Χριστιανισμού και δεν καταδίωξε ποτέ τους χριστιανούς, πρέπει να λειτούργησαν ως αντίβαρο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού τριβούνου.

Η πορεία προς τη μονοκρατορία


Ο Κωνσταντίνος Αύγουστος των δυτικών επαρχιών


Το 305 μ.Χ. o Διοκλητιανός, λόγω γήρατος, παραιτήθηκε από το θρόνο του πείθοντας και το συναυτοκράτορά του στη Δύση, Μαξιμιανό, να πράξει το ίδιο. Έτσι, οι δύο καίσαρες της Ανατολής και της Δύσης, ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος Χλωρός αντίστοιχα, έλαβαν τον τίτλο του «Αυγούστου». Ο Γαλέριος, ως Αύγουστος της Ανατολής έπρεπε να ορίσει τους δύο νέους καίσαρες των ανατολικών και δυτικών επαρχιών. Παρά τη γενική προσμονή ότι ο Κωνσταντίνος θα έπαιρνε τον τίτλο του καίσαρα, ώστε να μπορέσει να διαδεχθεί αργότερα τον πατέρα του, ο Γαλέριος τον παρέκαμψε, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του δημιουργώντας συμμαχίες. Έτσι, όρισε Καίσαρα της Ανατολής τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια και το φίλο του Σεβήρο Καίσαρα στη Δύση. Ο Κωνσταντίνος παρέμεινε όμηρος του Γαλέριου.

Τον ίδιο χρόνο όμως (305), ο Κωνσταντίνος κατόρθωσε να αποσπάσει την άδεια του Γαλέριου να μεταβεί στη Δύση, πιθανόν προφασιζόμενος κάποια ασθένεια του Κωνστάντιου. Ο Κωνσταντίνος τότε έσπευσε να συναντηθεί με τον πατέρα του στους Τρεβήρους (σημ. Τρίερ της Γερμανίας). Από εκεί, ο γιος συνόδευσε τον πατέρα του στη νικηφόρα εκστρατεία στη Βρετανία. Ο Κωνσταντίνος διακρίθηκε και κέρδισε την εμπιστοσύνη του Κωνστάντιου και το θαυμασμό του στρατού για τις εξαιρετικές διοικητικές και στρατηγικές του ικανότητες.

Στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ., όταν ο Κωνστάντιος πέθανε, οι λεγεώνες στο Εβόρακο (Eboracum, σημερινό Γιορκ) ανακήρυξαν με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Οι επαρχίες που θα διοικούσε ήταν η Βρετανία και η Γαλατία. Από τη Βρετανία, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στους Τρεβήρους, που παρέμεινε η έδρα της επικράτειάς του για τα επόμενα έξι χρόνια. Στη σύγχρονη πόλη της Τρίερ, τα αυτοκρατορικά λουτρά («Kaiserthermen») και η μονόκλιτη Βασιλική ("Basilika"), η αίθουσα του θρόνου («Αula Ρalatina»), μαρτυρούν ως τις μέρες μας για τη διαμονή του Κωνσταντίνου στην πόλη.

Την ίδια περίοδο, η Σύγκλητος και η Πραιτοριανή Φρουρά συμμάχησαν με το Μαξέντιο στη Ρώμη, γιο του Μαξιμιανού και τον ανακήρυξαν αρχικά «πρίγκιπα» (princeps) και στη συνέχεια Αύγουστο. Ο Μαξέντιος ανακάλεσε τότε τον πατέρα του στο θρόνο και τον έχρισε συναυτοκράτορά του, για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του. Το Νοέμβριο του 307, έλαβε στην Ανατολή τον τίτλο του Αυγούστου και ο Λικίνιος, έμπιστος φίλος του Γαλέριου.

Ο Γαλέριος αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον τίτλο του Αυγούστου στον Κωνσταντίνο, του παραχώρησε μόνο τον τίτλο του Καίσαρα. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί έτσι εύκολα από τις φιλοδοξίες του. Προσπάθησε λοιπόν να τον αποδεχθεί ο Γαλέριος. Για το σκοπό αυτό, επιδίωξε να συγγενέψει με τους δύο αυτοκράτορες Μαξιμιανό και Μαξέντιο. Το 307 μ.Χ. χώρισε τη γυναίκα του Μινερβίνη (κατά άλλους, παλλακίδα του) με την οποία είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Κρίσπο και παντρεύτηκε στους Τρεβήρους την κόρη του Μαξιμιανού και αδερφή του Μαξέντιου, την όμορφη Φαύστα. Ο Γαλέριος δε θεώρησε επαρκείς τις προϋποθέσεις αυτές και εξακολουθούσε να αναγνωρίζει στον Κωνσταντίνο τον τίτλο του Καίσαρα, όχι όμως και του Αυγούστου.
Γενικά, τα χρόνια αυτά σημαδεύτηκαν από μία εξαιρετική αναρχία, κατά την οποία όσοι είχαν λάβει τον τίτλο του Καίσαρα, έπειτα από την παραίτηση του Διοκλητιανού, αναγορεύτηκαν αργότερα Αύγουστοι και αναλώθηκαν σε αγώνες ο ένας εναντίον του άλλου. Τελικά παρέμειναν Αύγουστοι: ο Κωνσταντίνος στη Βρετανία και Γαλατία, ο Μαξιμιανός και ο Μαξέντιος στις επαρχίες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Δυτικής Αφρικής, ο Λικίνιος στην επαρχία της Παννονίας, της Ρετίας, της Δαλματίας, του Νοράκουμ, της Βαλερίας Σαβένσις, ο Μαξιμίνος στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας, στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στην Αίγυπτο και στη Λιβύη, ο Γαλέριος σε ολόκληρη την Ανατολή (στην επικράτειά του περιλαμβανόταν και η σημερινή Ελλάδα). Έτσι, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε πέντε αυτοκράτορες. Οι φιλοδοξίες του καθενός καθιστούσαν αναπόφευκτη μια μακρά περίοδο σκληρών και πολυμέτωπων συγκρούσεων, που θα έκριναν ποιος θα κυβερνούσε ως μονοκράτορας την αχανή αυτοκρατορία.

Ο Κωνσταντίνος και ο Μαξιμιανός

Ο πρώτος που θέλησε να αντιμετωπίσει τον Κωνσταντίνο ήταν ο Μαξιμιανός, μέσα από μια σειρά δολοπλοκιών.

Το 308 μ.Χ., ο γέρος αυτοκράτορας προσπάθησε να πείσει το γιο του Μαξέντιο να τον αναγνωρίσει ως «ύπατο Αύγουστο». Ο Μαξέντιος όμως αρνήθηκε και ο Μαξιμιανός προσπάθησε να εκθρονίσει το γιο του με τη βία, αλλά δεν τα κατάφερε.

Στα τέλη του 308, στη σύνοδο όλων των Αυγούστων στο Καρνούντο (Carnuntum) υπό τον παραιτηθέντα αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο Μαξιμιανός προσπάθησε να πείσει το Διοκλητιανό να ξαναφορέσει την πορφύρα, ώστε να συμβασιλέψουν. Και πάλι όμως απέτυχε και μάλιστα ο Διοκλητιανός τον εξανάγκασε σε παραίτηση από τον τίτλο του Αυγούστου. Τότε, ο Μαξιμιανός κατέφυγε στο γαμπρό του Κωνσταντίνο, στη Γαλατία.

Ο Κωνσταντίνος καλοδέχτηκε το Μαξιμιανό και του απόδωσε όλες τις τιμές που άρμοζαν σε έναν τέως αυτοκράτορα. Γενικά, φαίνεται πως του συμπεριφερόταν όπως ένας γιος σε πατέρα (όπως έχει προαναφερθεί, ο Κωνσταντίνος είχε παντρευτεί την κόρη του Μαξιμιανού, τη Φαύστα). Ο Μαξιμιανός όμως εξακολουθούσε να ονειρεύεται την πορφύρα και σχεδίαζε να σφετεριστεί την εξουσία του Κωνσταντίνου.

Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 310, κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης των Φράγκων. Ο 
Κωνσταντίνος με ένα τμήμα του στρατού του αναχώρησε για να καταστείλει την εξέγερση. Τότε, ο Μαξιμιανός διέδωσε πως τάχα ο Κωνσταντίνος σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και προσπάθησε με χρήματα να εξασφαλίσει την πίστη των στρατιωτών στο πρόσωπό του. Εμπιστεύτηκε όμως τα σχέδια αυτά στην κόρη του κι εκείνη κατόρθωσε να ειδοποιήσει των Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος τότε, τον Ιούλιο 310, έσπευσε νότια και κατέλαβε το Αρέλατο, για να εμποδίσει το Μαξιμιανό να οργανώσει καλά την άμυνά του. Ο Μαξιμιανός κλείστηκε στα τείχη της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη και αιχμαλώτισε το Μαξιμιανό. Για χάρη όμως της Φαύστας, συγχώρεσε τον πεθερό του, του αφαίρεσε όμως την πορφύρα και τις τιμές που αποδίδονταν σε αυτοκράτορες.

Φαίνεται όμως ότι ο Μαξιμιανός δεν μπορούσε να εννοήσει ότι η εποχή της δύναμής του είχε παρέλθει. Έτσι, προσπάθησε να δολοφονήσει τον Κωνσταντίνο, ενώ εκείνος κοιμόταν. Για άλλη μια φορά ενέπλεξε τη Φαύστα στις δολοπλοκίες του, προφανώς αγνοώντας το ρόλο που είχε παίξει η κόρη του στην αποτυχία του πρώτου σχεδίου. Εκείνη και πάλι προτίμησε τον άντρα της από τον πατέρα της και αποκάλυψε τα πάντα στον Κωνσταντίνο. Ο Μαξιμιανός συνελήφθη και λίγο καιρό αργότερα βρέθηκε απαγχονισμένος στο δωμάτιό του.

Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε σταθερά ότι ο πεθερός του αυτοκτόνησε, ενώ ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, κατηγορούσε τον Κωνσταντίνο για το θάνατο του πατέρα του. Οι ιστορικοί θεωρούν πάρα πολύ πιθανό να ήταν η Φαύστα εκείνη που παρακίνησε τον Κωνσταντίνο να εκτελέσει τον πατέρα της, κρίνοντας από τη στάση που τήρησε απέναντι στο Μαξιμιανό και τον Κωνσταντίνο.

Η μάχη της Μιλβίας γέφυρας, 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ.

Την ίδια περίοδο που ο Κωνσταντίνος αντιμετώπιζε το Μαξιμιανό, οι υπόλοιποι Αύγουστοι στην Ανατολή αλληλοεξοντώθηκαν σε εμφύλιους πολέμους. Αυτοί που παρέμειναν στην εξουσία ήταν ο Μαξέντιος, ο οποίος κατείχε την Ιταλία και την Αφρική, ο Λικίνιος που διοικούσε όλα τα ανατολικά τμήματα και βέβαια ο Κωνσταντίνος στη Δύση, ο οποίος το 310 προσάρτησε και την Ισπανία στα εδάφη του, αποσπώντάς την από το Μαξέντιο.

Ο Μαξέντιος, έχοντας επιβιώσει από τις επιβουλές του πατέρα του Μαξιμιανού, την εξέγερση του Λεύκιου Δομίτιου Αλεξάνδρου, επιτρόπου της Αφρικής και τις εναντίον του εκστρατείες των Αυγούστων Σεβήρου και Γαλέριου, θεωρούσε ότι ο επόμενος αντίπαλος που θα αντιμετώπιζε ήταν ο Αύγουστος της Ανατολής, Λικίνιος. Για να είναι έτοιμος σε μια επικείμενη επίθεση, ο Μαξέντιος άρχισε να οχυρώνει την περιοχή της Ρετίας. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι ο κύριος αντίπαλός του ήταν ο μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος ήθελε να εξουδετερώσει το Μαξέντιο, ώστε να παραμείνει απόλυτος κύριος της Δύσης.

Ο Μαξέντιος σχεδίαζε να εισβάλλει αιφνιδιαστικά στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος όμως τον πρόλαβε, συγκέντρωσε στρατό, πέρασε τις Άλπεις και εισέβαλε στην Ιταλία την άνοιξη του 312. Νίκησε εύκολα στρατιωτικές μονάδες στο Πεδεμόντιο και άρχισε να κινείται νότια. Κατέλαβε τη Βερόνα και την Ακυληία (πόλεις της βόρειας Ιταλίας). Το Σεπτέμβριο του 312, πραγματοποίησε θριαμβευτική είσοδο στα Μεδιόλανα και στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Ρώμη, για να δώσει την αποφασιστική μάχη. Στην πορεία αυτή ενίσχυσε το στρατό του στρατολογώντας από τους ντόπιους πληθυσμούς, χωρίς να προβαίνει σε διακρίσεις μεταξύ εθνικών και χριστιανών. Η συμπεριφορά αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των χριστιανών, καθώς την θεώρησαν ενδεικτική της στάσης που θα κρατούσε ο νέος αυτοκράτορας έναντι του Χριστιανισμού και των πιστών του, αν και ο ίδιος ήταν ακόμη πιστός στους θεούς της Ρώμης.

Άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μάχη που επρόκειτο να δοθεί και που θα έμενε στην ιστορία ως η μάχη της Μιλβίας γέφυρας, είναι το περίφημο όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης: ο φωτεινός σταυρός, που σχηματιζόταν με τα ελληνικά γράμματα Χ-Ρ, με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» (στα λατινικά: hoc signo victor eris). Ο χριστιανός ρήτορας Λακτάντιος, ο οποίος ήταν δάσκαλος του πρωτότοκου γιου του Κωνσταντίνου, Κρίσπου, συνεπώς είχε στενές σχέσεις με την αυτοκρατορική οικογένεια, αναφέρει ότι το όραμα του Κωνσταντίνου ήταν ενύπνιο. O Ευσέβιος παρατηρεί μόνο ότι ξεκινώντας ο Κωνσταντίνος να σώσει τη Ρώμη, "προσευχήθηκε στο Θεό του ουρανού και για τον Λόγο του, τον Ιησού Χριστό.." Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ένα άλλο έργο που κακώς αποδίδεται στον Ευσέβιο «Τα εις βίον Κωνσταντίνου» περιγράφει με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός ως αληθινό όραμα, το οποίο εμφανίστηκε στο μεσημεριάτικο ουρανό και το είδαν και οι στρατιώτες. Μάλιστα συνεχίζει την αφήγησή του λέγοντας ότι το άλλο βράδυ, στη συνέχεια του θείου οράματος, εμφανίστηκε ο Χριστός στον Κωνσταντίνο και τον πρόσταξε να βάλει το σταυροειδές σύμπλεγμα ως έμβλημα στις ασπίδες των λεγεώνων του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος απέφευγε να μιλάει για την εμπειρία του αυτή, δε δίσταζε όμως να αποδίδει την τελική επικράτησή του στη βούληση του Θεού των Χριστιανών. Στην αψίδα που έστησε το 315 σε ανάμνηση τις νίκης του, χάραξε ότι η νίκη ήταν καρπός θείας εμπνεύσεως.

Ιστορικοί της εποχής μας προσπάθησαν να ερμηνεύσουν επιστημονικά το όραμα του μέγα Κωνσταντίνου, χρησιμοποιώντας την ψυχολογία και την αστρονομία. Έτσι, ίσως ο Κωνσταντίνος να μην μπορούσε να καταλάβει τη δεδομένη στιγμή ότι από την έκβαση της μάχης θα κρινόταν η πορεία της Ευρώπης και του κόσμου, οπωσδήποτε όμως συνειδητοποιούσε πόσο αποφασιστική ήταν η επερχόμενη σύγκρουση για τη μονοκρατορία του ίδιου, στην οποία στόχευε. Άλλωστε, όσο άπειρος κι αν ήταν στον πόλεμο ο Μαξέντιος, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι στο παρελθόν είχε κατορθώσει να νικήσει τις δυνάμεις του Γαλέριου και του Σεβήρου. Επιπλέον, το χριστιανικό στοιχείο στις λεγεώνες του ήταν πια δυναμικό και αυτό ήταν δηλωτικό των διαθέσεων του απέναντι στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και των προσωπικών του αναζητήσεων. Μέσα σε αυτό το ψυχολογικό πλαίσιο, φορτισμένο από την αγωνία για την έκβαση της μάχης, θα πρέπει ίσως να κατανοηθεί το όραμα.

Άλλοι ιστορικοί, παρακολουθώντας τα πορίσματα της αστρονομίας, παρατήρησαν ότι οι θέσεις των πλανητών τη δεδομένη ημέρα σχημάτιζαν ένα Χ και ένα Ρ σε σταυροειδή ανάπτυξη. Γι' αυτό και πιστεύουν ότι το όραμα ο Κωνσταντίνος το είδε βράδυ, προσεγγίζουν δηλαδή την αναφορά του Λακτάντιου. Εξυπακούεται βέβαια ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τιμάει το μέγα Κωνσταντίνο ως άγιο και ισαπόστολο, το όραμα ήταν αληθινό και είχε θεία προέλευση: «Του σταυρού Σου τον τύπο εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος….» ακούν οι χριστιανοί στους ναούς, τη μέρα γιορτής του Κωνσταντίνου.

Όποια και να είναι η αλήθεια, γεγονός είναι ότι ο Κωνσταντίνος είδε ή βίωσε «κάτι», το οποίο τον ώθησε να λάβει μια ιστορική και πρωτάκουστη για τα δεδομένα της εποχής απόφαση: Οι ρωμαϊκές λεγεώνες, όταν οδηγούνταν στις μάχες, είχαν μπροστά τους και προπορεύονταν τα αγάλματα των πατρώων θεών. Τώρα, ο Κωνσταντίνος διατάζει και τα αγάλματα αυτά αντικαθίστανται από ένα κόκκινο ύφασμα στη μέση του οποίου είναι κεντημένος ο σταυρός από Χ και Ρ, όπως τον είδε στο όραμά του. Το ύφασμα αυτό αποτελούσε το καινούργιο έμβλημα του αυτοκράτορα και έμεινε γνωστό ως λάβαρο (labarum). Ο σταυρός μπήκε και στις ασπίδες των στρατιωτών, παρά την απογοήτευση και κατάπληξη των εθνικών, οι οποίοι συνειδητοποιούσαν ότι είχε έρθει το τέλος της πατροπαράδοτης θρησκείας τους. Αντίθετα, οι χριστιανοί στρατιώτες αγαλλίαζαν από τις διαταγές του αυτοκράτορά τους, γιατί και εκείνοι με τη σειρά τους καταλάβαιναν ότι μια νέα εποχή ανέτειλε. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος έβαλε το σταυροειδές σύμβολο και στο στέμμα του. Μόνο στα νομίσματα της εποχής δεν εμφανίζεται, καθώς τέτοιου είδους μετατροπές ήταν δύσκολες και πολυέξοδες.

Τελικά, οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ. στη Saxa Rubra, επάνω στη Φλαμινία οδό και κοντά στη Μιλβία γέφυρα του ποταμού Τίβερη. Ο Μαξέντιος αρχικά είχε αποφασίσει να κλειστεί στα ισχυρά τείχη της Ρώμης και να αναλώσει τις δυνάμεις του Κωνσταντίνου στην πολιορκία. Όμως, άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να αντιμετωπίσει ανοιχτά τον αντίπαλό του. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Πραιτοριανοί του Μαξέντιου προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Όμως, η άριστη στρατηγική του Κωνσταντίνου, ο εξαιρετικός προγραμματισμός των κινήσεων του ιππικού και ο ενθουσιασμός των στρατιωτών, κυρίως των χριστιανών, που καταλάβαιναν ότι από τη μάχη αυτή εξαρτάτο το μέλλον της θρησκείας τους, αποδεκάτισαν το στρατό του Μαξέντιου.

Ο ίδιος ο Μαξέντιος πνίγηκε με πολλούς άλλους στρατιώτες στον Τίβερη. Κατά διαταγή του Κωνσταντίνου, το πτώμα του ανασύρθηκε και αφού αποκεφαλίστηκε, το κεφάλι του καρφώθηκε σε ένα παλούκι και περιφέρθηκε στους δρόμους της Ρώμης. Ο Μαξέντιος ήταν αδερφός της γυναίκας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, της Φαύστας. Δε γνωρίζουμε την αντίδραση της Φαύστας στη βίαιη αυτή πράξη του συζύγου της εις βάρος του αδερφού της. Άραγε αποσιωπάται σκόπιμα από τους ιστορικούς και χρονογράφους της εποχής; Το πιθανότερο πάντως είναι, όπως και με τον πατέρα της, έτσι και σε αυτή την περίπτωση να παρέμεινε δίπλα στον Κωνσταντίνο. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε και από το γεγονός πώς από τη μέρα που παντρεύτηκαν, ποτέ ο Κωνσταντίνος δεν απόσυρε την εύνοιά του από τη Φαύστα ούτε και ανακάλεσε σε οποιαδήποτε περίσταση τις τιμές που της απέδιδε, μέχρι τουλάχιστον την τραγική κατάληξη του συζυγικού τους βίου. Ίσως, η Φαύστα να ήταν ο τύπος γυναίκας που παρέμενε στο πλευρό του άντρα της, αδιαφορώντας για την οικογένειά της, είτε επειδή έτσι πρόσταζαν οι φιλοδοξίες και τα συμφέροντά της είτε επειδή έτσι υπαγόρευαν τα συναισθήματά της είτε για όλα αυτά μαζί.

Η μάχη στη Μιλβία γέφυρα έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις αποφασιστικότερες μάχες όλων των εποχών. Με τη νίκη του, ο μέγας Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε ο μοναδικός Αύγουστος της Δύσης. Οι διώξεις κατά του Χριστιανισμού σταματούν και τώρα πια ο ίδιος ο αυτοκράτορας προστατεύει έμπρακτα τη νέα θρησκεία, οι οπαδοί της οποίας μέχρι πριν λίγα χρόνια είχαν υποστεί διωγμούς. Τα ευνοϊκά μέτρα που έλαβε υπέρ του Χριστιανισμού είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των Χριστιανών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς σε μια περίοδο είκοσι ετών μετά την έναρξη του 4ου αιώνα, οπότε και επικρατούσαν αριθμητικά οι παγανιστές, οι Χριστιανοί αυξήθηκαν ως το σημείο να αποτελούν πιθανώς το μισό του συνολικού πληθυσμού. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, έπειτα από την εμπειρία που είχε την παραμονή της μάχης, αρχίζει να ενδιαφέρεται προσωπικά για τα διδάγματα του Χριστιανισμού.

Η σημασία της μάχης αυτής και το όραμα του μέγα Κωνσταντίνου δεν άφησαν ασυγκίνητη την τέχνη. Ζωγράφοι όπως ο Ραφαήλ και o Ρούμπενς φιλοτέχνησαν πίνακες που θέμα τους είχαν τη μάχη και το όραμα. Tο όραμα κατέχει σημαντική θέση και στην τέχνη της ορθόδοξης Εκκλησίας και αγιογραφείται στις εικόνες με το μέγα Κωνσταντίνο.

Το διάταγμα των Μεδιολάνων, Φεβρουάριος 313 μ.Χ.

Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., ο μέγας Κωνσταντίνος συνάντησε στα Μεδιόλανα της Ιταλίας (σημερινό Μιλάνο) τον Αύγουστο Λικίνιο. Κατά τη συνάντηση αυτή ελήφθησαν αποφάσεις για την κοινή πολιτική στα θρησκευτικά θέματα. Κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο για να επέλθει η εσωτερική ειρήνευση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ύστερα από αιώνων διωγμούς για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Σύμφωνα με τις αποφάσεις των Μεδιολάνων, κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία και η θρησκευτική ελευθερία. Ιδιαίτερη αναφόρα έγινε για τον Χριστιανισμό, ο οποίος καθίστατο θρησκεία επιτρεπτή και νόμιμη για τους Ρωμαίους πολίτες και οι χριστιανοί ελεύθεροι μπορούσαν να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Όμως, ο Χριστιανισμός δεν αναγνωριζόταν ως επίσημη και προστατευόμενη θρησκεία της αυτοκρατορίας.

Τα θεσπίσματα αυτά έχει καθιερωθεί εσφαλμένα να αποκαλούνται διάταγμα των Μεδιολάνων. Στην πραγματικότητα δεν έλαβαν τη μορφή επίσημου αυτοκρατορικού διατάγματος. Η νεότερη έρευνα έχει δείξει ότι οι δύο αυτοκράτορες ουσιαστικά ενεργοποιούσαν παλαιότερες αποφάσεις, οι οποίες δεν είχαν τεθεί σε ισχύ. Το πρωτότυπο του εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά έχει διασωθεί ένα λατινικό διάταγμα που έστειλε ο Λικίνιος στον νομάρχη της Νικομήδειας για την εφαρμογή των αποφάσεων, προκειμένου να κερδίσει τη συμπάθεια των χριστιανών υπηκόων του. Το κείμενο αυτό διασώθηκε με το χαρακτηρισμό "διάταγμα των Μεδιολάνων" και ο τίτλος αυτός ταυτίστηκε με το κείμενο των από κοινού ειλημμένων αποφάσεων του Κωνσταντίνου και του Λικίνιου.

Στη Δύση, ο Κωνσταντίνος δεν περιορίστηκε στη θεωρητική θεσμοθέτηση του Χριστιανισμού αλλά προστάτευσε έμπρακτα τις χριστιανικές κοινότητες με οικονομικές επιχορηγήσεις, επιστροφή των δημευμένων τόπων λατρείας και των κτημάτων των χριστιανών πολιτών, την απαλλαγή του κλήρου από τα δημόσια βάρη, κ.α. Τα μέτρα αυτά κατέστησαν ιδιαίτερα προσφιλή τον Κωνσταντίνο στους χριστιανούς, ακόμη και στην Ανατολή, στην επικράτεια του Λικίνιου.

Αφού υπόγραψαν τις αποφάσεις για τη θρησκευτική πολιτική που θα ακολουθούσαν και τη μεταξύ τους συμμαχία, ο Κωνσταντίνος πάντρεψε τη δεκαοχτάχρονη αδερφή του Κωνσταντία με το Λικίνιο, που το 313 ήταν 45 χρονών. Έτσι, επισφραγίστηκε μια εύθραυστη ειρήνη, στην οποία οι δύο αντίπαλοι οδηγήθηκαν από την ανάγκη των δεδομένων περιστάσεων και όχι από αμοιβαία καλή θέληση.

Η σύγκρουση με το Λικίνιο

Τον Ιούνιο του 313, ο Λικίνιος νίκησε τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια, ο οποίος είχε ακόμη στην κατοχή του ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, σε αποφασιστική μάχη ανατολικά της Αδριανούπολης. Ο Μαξιμίνος αυτοκτόνησε και ο Λικίνιος ως απόλυτος πλέον άρχοντας της Ανατολής αναζητούσε ευκαιρία να αναμετρηθεί με τον Κωνσταντίνο.

Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί, μόλις ένα χρόνο έπειτα από τις συμφωνίες που είχαν υπογραφεί. Ο Λικίνιος συμμάχησε με το Βασιανό και τη σύζυγό του Αναστασία, ετεροθαλή αδερφή του Κωνσταντίνου εις βάρος του τελευταίου. Ο Κωνσταντίνος δεν άφησε βέβαια την ευκαιρία να χαθεί, αφού και ο ίδιος εποφθαλμιούσε την εξουσία του Λικίνιου και επιθυμούσε τον πόλεμο μαζί του.

Οι στρατοί τους συγκρούστηκαν στην πόλη Κίβαλι της Παννονίας στις 8 Οκτωβρίου 314 μ.Χ. Η μάχη έμεινε γνωστή ως bellum Cibalense και έληξε με πύρρεια νίκη του Κωνσταντίνου. Οι δυνάμεις και των δύο αντιπάλων είχαν αναλωθεί στις κοπιαστικές εκστρατείες του προηγούμενου έτους και οι αντοχές των στρατιωτών τους είχαν φτάσει στο όριο. Οι δύο αυτοκράτορες δεν είχαν άλλη επιλογή από την επιστροφή στα εδάφη τους, προκειμένου να θεραπεύσουν τις πληγές τους σε ανθρώπινο δυναμικό.
Στο διάστημα αυτής της ανακωχής, ο Κωνσταντίνος από τους Τρεβήρους και ο Λίκινιος από το Σίριουμ, παράλληλα με τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους, ετοιμάζονταν για την επόμενη αναμέτρηση.

Ο Κωνσταντίνος στη Ρώμη γιόρτασε τη δέκατη επέτειό του από την ανακήρυξή του σε Αύγουστο (τα decennalia του). Η περίφημη αψίδα του Κωνσταντίνου ήταν ήδη έτοιμη για την περίσταση. Οι γιορτές περιελάμβαναν όλες τις καθιερωμένες εκδηλώσεις, όμως ο Κωνσταντίνος δε θυσίασε προσωπικά στους θεούς της Ρώμης κι αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο στους εθνικούς της αιώνιας πόλης.
Αφού ολοκληρώθηκαν τα decennalia, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στους Τρεβήρους, όπου παρέμεινε την άνοιξη και το καλοκαίρι του 316 και ετοιμαζόταν πυρετωδώς για τον επερχόμενο πόλεμο με το Λικίνιο. Και ο Λικίνος όμως ενεργούσε αναλόγως. Είχε ανασυγκροτήσει πλήρως τις δυνάμεις του και είχε ανακηρύξει έναν Ιλλυριό στρατηγό, το Βάλη, καίσαρα. Το Δεκέμβριο του 316, ο Κωνσταντίνος ήταν στα Σέρδικα (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας).

Οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν κάποια στιγμή ανάμεσα στην 1 Δεκεμβρίου 316 και στις 28 Φεβρουαρίου 317 στη Θράκη. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αμφίρροπο και ο Κωνσταντίνος προτίμησε να υπογράψει συμφωνία με το Λικίνιο. Παρέμενε όμως σε θέση ισχύος κι έτσι επέβαλε τους όρους του.

Την 1 Μαρτίου 317, ο Κωνσταντίνος εισήλθε θριαμβευτικά στα Σέρδικα, όπου υπογράφτηκε η concordia Augustorum (η συμφωνία των Αυγούστων). Χάρη στην παρέμβαση της Κωνσταντίας, η οποία ήταν αφοσιωμένη στο Λικίνιο, ταυτόχρονα όμως είχε και την ιδιαίτερη εύνοια του αδερφού της, ο Αύγουστος της Ανατολής διατήρησε το θρόνο του. Υποχρεώθηκε όμως να παραχωρήσει στον Κωνσταντίνο την Παννονία και τη Μοισία, καθώς και να εκτελέσει το Βάλη. Ακόμη, ανακηρύχθηκαν καίσαρες ο δωδεκάχρονος γιο του Κωνσταντίνου από τη Μινερβίνη, Κρίσπος, ο πρωτότοκος γιος του από τη Φαύστα, Κωνσταντίνος (που ήταν μόλις 7 μηνών βρέφος) και ο γιος του Λικίνιου και της Κωνσταντίας, Λικινιανός (μωρό 20 μηνών).

Ακολούθησε μια περίοδος λεπτής ισορροπίας. Ο Λικίνιος ενίσχυσε το στρατό του και συσσώρευσε τεράστιους θησαυρούς. Σύντομα, οι παλιές εντάσεις και οι αμοιβαίες υποψίες βγήκαν στην επιφάνεια. 
Από το 320, οι χριστιανοί υπήκοοι του Λικινίου έδειχναν απροκάλυπτα μεγάλη αφοσίωση και συμπάθεια στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου. Ο Λικίνιος, φοβούμενος αυτά τα συναισθήματα, εξαπέλυσε επτά χρόνια μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων που ο ίδιος εξέδωσε, ήπιο διωγμό εναντίον τους. Ο διωγμός αυτός βαθύτερο στόχο είχε να εξοργίσει τον Κωνσταντίνο, ώστε να αρχίσει πρώτος τις εχθροπραξίες. Ο Λικίνιος γνώριζε ότι ο αυτοκράτορας της Δύσης προστάτευε το Χριστιανισμό και υποπτευόταν ότι και ο ίδιος είχε ασπαστεί τη νέα θρησκεία, αρνούμενος τις ρωμαϊκές θεότητες.

Με τελική αφορμή τις εξεγέρσεις των Σαρματών και των Γότθων στα 321, ο Κωνσταντίνος εισέβαλε στην επικράτεια του Λικίνιου, προφασιζόμενος την καταστολή των επαναστατών. Ο Λικίνιος θεώρησε ότι ο Κωνσταντίνος παραβίασε τη συνθήκη που είχαν υπογράψει.

Ο πόλεμος ξέσπασε το 324. Στις 3 Ιουλίου, ο Κωνσταντίνος νίκησε το Λικίνιο σε αποφασιστική μάχη στην Αδριανούπολη. Ο Λικίνιος οχυρώθηκε στην πόλη του Βυζαντίου, όπου πολιορκήθηκε από τον αντίπαλό του. Στη θάλασσα, ο στόλος του Κωνσταντίνου με επικεφαλής το γιο του Κρίσπο νίκησε ολοκληρωτικά στον Ελλήσποντο το στόλο του Λικινίου, που τελούσε υπό τις εντολές του Άβαντου. 
Έχοντας χάσει κάθε δυνατότητα ανεφοδιασμού, ο Λικίνιος εγκαταλείπει το Βυζάντιο και πορεύεται προς τη Χρυσούπολη της Μικράς Ασίας. Εκεί ηττάται για άλλη μια φορά από τις ενωμένες δυνάμεις του Κωνσταντίνου και του Κρίσπου, στις 18 Σεπτεμβρίου. Ο Λικίνιος, μετά από την οριστική αυτή ήττα, κατέφυγε στη Νικομήδεια, όπου και συνελήφθηκε.

Για ακόμη μια φορά, οι ικεσίες της Κωνσταντίας προς τον αδερφό της έσωσαν τη ζωή του Λικίνιου. Ως απλός πολίτης, τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στη Θεσσαλονίκη. Λίγους μήνες αργότερα, όμως, καταδικάστηκε σε θάνατο, φοβούμενος ο Κωνσταντίνος τις φήμες ότι ο Λικίνιος ήρθε σε μυστικές συμφωνίες με τους Γότθους, προκειμένου να ανακτήσει το θρόνο του. Λίγο μετά, ο Κωνσταντίνος διέταξε και την εκτέλεση του ενδεκάχρονου Λικινιανού, του γιου του Λικίνιου, αθετώντας τις υποσχέσεις του στην Κωνσταντία.

Ο μέγας Κωνσταντίνος ήταν πια ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
324 - 337 μ.Χ

325: Αρχίζει η κατασκευή της νέας πρωτεύουσας (Κωνσταντινούπολη) στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, αποικίας των Μεγαραίων

326 ή 327: Ο Κωνσταντίνος εκτελεί τη γυναίκα του Φαύστα

330: Εγκαινιάζεται η Κωνσταντινούπολη. Για τη διακόσμηση της πόλης χρησιμοποιήθηκαν μνημεία της Ρώμης, της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας της Εφέσσου και της Αντιόχειας

22 Μαΐου 337 μ.Χ: Θάνατος του Κωνσταντίνου στη Νικομήδεια. Το λείψανό του μεταφέρεται αργότερα και θάβεται στο Ναό των Αποστόλων, στην Κωνσταντινούπολη.

De Siris