Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Γιώργος Ιωάννου


Γιώργος Ιωάννου
Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Νοεμβρίου 1927. Πρωτότοκος γιος προσφυγικής οικογένειας, οικονομικά κατεστραμμένης, μεγάλωσε και σπούδασε στη γενέτειρά του κάτω από δύσκολες συνθήκες. Πήρε πτυχίο φιλολογίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και το 1960 διορίστηκε στη μέση εκπαίδευση και υπηρέτησε ως φιλόλογος σε διάφορα μέρη (Κυνουρίας, Βεγγάζη, Καλαμαριά). Το 1971 μετατέθηκε στην Αθήνα, αρχικά σε γυμνάσιο και μετά στο υπουργείο Παιδείας, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1954 με μια μικρή ποιητική συλλογή, τα Ηλιοτρόπια, την οποία ακολούθησε μια δεύτερη το 1963. Έκτοτε επιδόθηκε στην πεζογραφία όπου κυρίως καταξιώθηκε ως λογοτέχνης. Παράλληλα έκανε μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, εξέδωσε εκλογές δημοτικών τραγουδιών, παραμυθιών, καραγκιόζη, έγραψε θέατρο, χρονογραφήματα και μελέτες. Το 1979 τιμηθεί με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του Το δικό μας αίμα.
Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο τόσο ιδιότυπο όσο και μοναχικό, το οποίο όμως, αποτελεί νεότερο κρίκο στην πιο εκλεκτή παράδοση της νεοελληνικής πεζογραφίας. Τα κείμενά του με ειδολογικά κριτήρια θα μπορούσαν να διακριθούν σε λογοτεχνικά κείμενα, σε χρονικά (ιστορικά γεγονότα), σε χρονογραφήματα, δοκίμια και σε μικτά. Εμείς θα εντρυφήσουμε στα λογοτεχνικά του κείμενα που είναι το Για ένα φιλότιμο, Η Σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά, και Ο Επιτάφιος Θρήνος.
Τα χρόνια που σφράγισαν τη ζωή του συγγραφέα είναι εκείνα του πολέμου, της κατοχής, της αντίστασης και του εμφυλίου, όπως τα έζησε στη Θεσσαλονίκη που μεγάλωσε. Προικισμένος με ασυνήθιστη αισθαντικότητα όσο και παρατηρητικότητα γνώρισε από κοντά το δράμα της προσφυγιάς, του ξεριζωμού των Εβραίων, και γενικότερα των συμπολιτών του, στο διάστημα αυτής της ταραγμένης περιόδου. Τα περισσότερα κείμενά του συνθέτουν ως σύνολο μια τοιχογραφία - μωσαϊκό της Θεσσαλονίκης και των ανθρώπων της, ιδωμένων από την προσωπική του σκοπιά.
Η Θεσσαλονίκη αποκαλύπτεται θαυμαστά. Σ’ αυτό το μαγνήτη του διεσπαρμένου ελληνισμού, σ' αυτό το δείγμα όλων των εποχών της Ελλάδας από τη ρωμαϊκή κατοχή ως σήμερα, ο Γιώργος Ιωάννου καταφέρνει να μας δείξει ευκαιριακά άλλοτε το ενιαίο ψηφιδωτό κι άλλοτε μια μια τις συστατικές ψηφίδες της Θεσσαλονίκης. Απ΄ τα σφαγεία με τις απέραντες ερημιές και τις λαϊκές ταβερνούλες, στον παλιό σταθμό με τα παρακμασμένα καφενεία και τα αδρανούντα βαγόνια, στην ύποπτη Μπάρα και στη Ραμόνα, στη γραφική και μίζερη Πάνω Πόλη, στην αχανή και αδιαμόρφωτη πλατεία Δικαστηρίων, στους σαθρούς βυζαντινούς ναούς, στα ύποπτα ξενοδοχεία της Εγνατίας, στις στενόκαρδες πολυκατοικίες, στους άχρωμους κεντρικούς δρόμους, στα μουχλιασμένα γραφεία, στο πανεπιστήμιο, στα λαϊκά σινεμά της μπόχας, στην κοσμική ατμόσφαιρα, ο συγγραφέας περπατάει με άνεση, γνήσιος Θεσσαλονικιός, που καταλαβαίνει, που μιλάει όταν του πέφτει λόγος και που σωπαίνει όταν χρειάζεται ν' ακούσει και να δει, που αναγνωρίζει, συγκινείται και στοχάζεται.
Όλα αυτά, τόσα πολλά, αναδίνουν μια ποικίλη όσο και οδυνηρή ατμόσφαιρα, καθώς αναλογιζόμαστε τη μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου, βλέποντας αυτό το μακελειό των αισθημάτων και προθέσεων, βλέποντας το καταχτυπημένος απ' τη μοίρα άτομο που αγωνίζεται να σταθεί. Συχνά μάλιστα με κάποια δόση θυμοσοφίας καθώς δεν παραλείπει να εντοπίζει και να εκφράζει τις ιλαρές πτυχές των διάφορων δραματικών καταστάσεων.
Η πρόζα του δεν εκπίπτει σε ποιητική πρόζα, αντίθετα πολλές φορές νομίζεις ότι η πρόζα του Ιωάννου σχολιάζει την ποίηση "Ας είναι επιτέλους ένα μικρό στενό δωμάτιο, να κλειδωθώ, να μη βλέπω και να μην ακούω. Εκεί μέσα ίσως κατορθώσω ν' απολογηθώ εγκαίρως, να εξομολογηθώ με κάθε λεπτομέρεια, να γιατρευτώ. Δεν υπάρχει άλλο γιατρικό απ' την εξομολόγηση. Ίσως γι αυτό είμαι τόσο πελαγωμένος και δεν ξέρω τι μου γίνεται. Κάποτε νόμιζα πως, αν μιλήσω, θα πέσει ο ουρανός να με πλακώσει. Τότε ήμουν είκοσι χρονώ και όταν ήμουν στα είκοσι, δε μου φάνηκε τίποτε που έγινα εικοσιένα μάλλον ήταν καλύτερα γιατί πήγα φαντάρος. Ο πανικός μ' έπιασε μετά τα τριάντα, και τώρα δεν ξέρω από που να κρατηθώ".
Έχουμε να κάνουμε πάντα μ' έναν άνθρωπο που διψάει να μιλήσει απλά κι αληθινά. "Δεν ξέρω αν αυτά που σκέφτομαι προάγουν ή όχι την ανθρώπινη υπόθεση. Κι όχι βέβαια πως δε μ' ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Το πρώτο όμως που προσπαθώ, είναι να μιλώ με ειλικρίνεια, με ευλάβεια μάλλον. Διψώ για εξομολόγηση, που πάντοτε ανακουφίζει κάπως". Ωστόσο ο πανικός είναι πάντα ρεύμα που τον τινάζει : "Καμιά φορά, που παρακατέχομαι από τέτοιους φόβους, με πιάνει σύγκρυο, όταν αντιλαμβάνομαι πως κάποιος κανόνισε το βήμα του πάνω στο δικό μου, και σταματάει κι αυτός στις ίδιες βιτρίνες. Δεν μπορώ να μη βάζω κακό με το νου μου είμαι κι εγώ παιδί μας εποχής δολοφόνων".
Σκάβοντας αδιάκοπα μέσα του δίχως έλεος, τρίβοντας το δέρμα του πάνω στα πράγματα και μιλώντας επίμονα σε πρώτο πρόσωπο χωρίς περιστροφές, το ύφος του επιβάλλεται γυμνό: δεν ναρκισσεύεται, δεν μεγαληγορεί, δεν ψευτίζει. Χρειάζεται να έχεις μέσα σου μεγάλα αποθέματα ειλικρίνειας για να μη φοβάσαι την κοινότυπη έκφραση, την τριμμένη λέξη, την απλή κουβέντα-αν και, φαντάζομαι, ένα έμπειρο μάτι δεν θα δυσκολευτεί ν' αναγνωρίσει, πίσω από τον λιτό πεζογράφο, τον άνθρωπο, τον άνθρωπο που πάλεψε χρόνια με τις λέξεις, θητεύοντας στην ποίηση. Εξάλλου με τις πρόζες τούτες βρισκόμαστε κιόλας σ' ένα όριο όπου η ωραιολογία φαίνεται ολότελα περιττή πολυτέλεια. Τι χρειάζονται οι λαμπρές φορεσιές σε κορμιά που δεν φοβούνται ν' αποκαλύψουν την εύρωστη γύμνια τους;
Οι πρόζες του Ιωάννου ξεφεύγουν τον κίνδυνο να γίνουν σελίδες ιδιωτικού ημερολογίου αδιάφορες για τους τρίτους, ή να μεταβληθούν σε ξερές θεματογραφικές ασκήσεις. Πολύ περισσότερο αυτός προχωρεί σε βάθος, στοχάζεται χωρίς ψυχρές φόρμουλες, κι αφήνει το ατομικό περιστατικό ν' αναχθεί σε καθολικότερη μοίρα. Γιατί πίσω από την ιδιωτική υπόθεση ενός ανθρώπου που καταγράφει τις εμπειρίες του από τη Θεσσαλονίκη, την ελληνική επαρχία και την Αφρική, υπάρχει το γενικότερο ανθρώπινο αδιέξοδο, κρυσταλλωμένο σε μερικές, άψογες συχνά, πεζογραφικές φόρμες. Και πίσω από την εγκαρτέρηση και τη μνήμη του ίδιου ανθρώπου, σφαδάζει τραγική η εποχή των δολοφόνων.
De Siris