Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Flavius Valerius Constantinus


Μέγας Κωνσταντίνος

Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Constantinus) ή Μέγας Κωνσταντίνος ή Άγιος και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος (κατά την Ορθόδοξη Εκκλησία) υπήρξε ρωμαίος αυτοκράτορας από το 274 μ.Χ. έως τον θανατό του το 337 μ.Χ.. Υπήρξε Αυτοκράτορας της Δύσεως από το 312 μ.Χ. εως το 324 μ.Χ. και μονοκράτορας από το 324 μ.Χ. ως το 337 μ.Χ.

Έμεινε γνωστός για τρεις κοσμοϊστορικές αποφάσεις του:

1) Υπέγραψε το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ. με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή ανεξιθρησκίας. Έτσι, για πρώτη φορά ο Χριστιανισμός βρισκόταν υπό την προστασία του αυτοκράτορος (σημ. Ο Μ. Κων/νος δεν ανακήρυξε το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, όπως λανθασμένα αναφέρεται κάποιες φορές. Αυτό το έπραξε αρκετά χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος). Με την κίνηση αυτή ο διορατικός Μέγας Κωνσταντίνος, συνέχιζε την πολιτική του Γαλέριου, που αντιλαμβανόμενος πως οι διωγμοί κάθε άλλο παρά συνέβαλλαν στην εδραίωση της εσωτερικής ειρήνης (PAX ROMANA), το 311 μ.Χ. τους κατέπαυσε με διάταγμα , και εν συνεχεία στα Μεδιόλανα νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό ως "επιτρεπομένη θρησκεία", οι οπαδοί της οποίας όφειλαν να προσεύχονται στον δικό τους Θεό για την ευτυχία του κράτους.
2) Μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
3) Συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας της πλέον καθοριστική δια την μετέπειτα εξέλιξη της Παγκόσμιας Χριστιανικής Εκκλησίας.

Καταγωγή και γέννηση

Γεννήθηκε στη Ναϊσό στις 27 Φεβρουαρίου 272. Γονείς του Κωνσταντίνου ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός (Aurelius Valerius Constantius) και η Ελένη (μετέπειτα αγία Ελένη, η Ισαπόστολος), κόρη ξενοδόχου. Ο Κωνστάντιος ήταν μάλλον ταπεινής καταγωγής, παρά τους ισχυρισμούς του γιου του ότι καταγόταν από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο Β΄ και η Ελένη κόρη κάποιου πανδοχέα από το Δρέπανο της Βιθυνίας. Όταν γνωρίστηκαν στη γενέτειρα της Ελένης, το 270 μ.Χ., ο Κωνστάντιος είχε ήδη ανέλθει στην ιεραρχία του ρωμαϊκού στρατού και του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του «δούκα» (dux, στρατηγός).

Η Ελένη ακολούθησε το σύντροφό της στις εκστρατείες του στη Γερμανία και στη Βρετανία και περίπου το 274 μ.Χ., στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας), γέννησε το γιο τους Κωνσταντίνο, στην πόλη από όπου καταγόταν και ο σύζυγός της. Πρέπει να σημειωθεί ότι η χρονολογία γέννησης του Κωνσταντίνου αποτελεί θέμα προς έρευνα για τους ιστορικούς, αφού δεν έχει προσδιορισθεί επακριβώς. Άλλες χρονολογίες που προτείνονται είναι το 271, το 272 ή το 273, ενώ κάποιοι τοποθετούν τη γέννησή του ακόμη και 10 χρόνια μετά, περίπου δηλαδή στα 285 μ.Χ.

Τα νεανικά χρόνια

Τον πρώτο καιρό, ο Κωνσταντίνος έζησε κοντά στον πατέρα του, παρακολουθώντας τους στρατιωτικούς του αγώνες. Στο περιβάλλον του Κωνστάντιου, ο Κωνσταντίνος έλαβε τη στρατιωτική εκπαίδευση και έμαθε τα εγκύκλια γράμματα από σημαντικούς δασκάλους της εποχής.

Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός προέβη στη διοικητική μεταρρύθμιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εισάγοντας το θεσμό της «τετραρχίας» και το 293 μ.Χ. όρισε τον Κωνστάντιο Α΄ Χλωρό Καίσαρα της Γαλατίας, της Ισπανίας και της Βρετανίας (των δυτικών επαρχιών). Ο νόμος, όμως, απαγόρευε σε ανώτατους αξιωματούχους να είναι παντρεμένοι με γυναίκες ταπεινής καταγωγής. Έτσι, ο Κωνστάντιος χώρισε, ύστερα από «έδικτο» (αυτοκρατορικό διάταγμα) του Διοκλητιανού, την Ελένη και παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, συγγενή του Μαξιμιανού, Αυγούστου της Δύσης. Ο γιος του, Κωνσταντίνος και η Ελένη παρέμειναν στη Νικομήδεια, όμηροι του Διοκλητιανού και του Καίσαρα της Ανατολής, Γαλέριου, για να εξασφαλιστεί η πίστη του Κωνστάντιου.

Στο περιβάλλον του Διοκλητιανού, όπου έμεινε για πολλά χρόνια, ο Κωνσταντίνος συμπλήρωσε τη μόρφωσή του δίπλα σε πολύ αξιόλογους λογίους. Η παλιότερη άποψη ότι ο Κωνσταντίνος στερείτο μόρφωσης δεν είναι πια αποδεκτή. Πολλά χρόνια αργότερα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μόρφωση των δικών του παιδιών και αυτό υποδεικνύει άνθρωπο που αναγνώριζε και εκτιμούσε τα μορφωτικά αγαθά. Ταυτόχρονα, συμμετείχε στις εκστρατείες του Διοκλητιανού και του Γαλέριου και ανήλθε στο βαθμό του «τριβούνου» (Tribunus, διοικούσε την αυτοκρατορική σωματοφυλακή και τις βοηθητικές κοόρτεις).

Στην αυλή του αυτοκράτορα ο νεαρός Κωνσταντίνος ξεχώρισε και επιβλήθηκε με την εντυπωσιακή του εμφάνιση και τα σωματικά χαρίσματα, τις φυσικές δεξιότητες, τις διοικητικές ικανότητες, το αυξημένο αίσθημα καθήκοντος, την ευγένεια τρόπων και συμπεριφοράς. Όλα αυτά καθιστούσαν αισθητή την παρουσία του και ο Κωνσταντίνος κέρδισε την ιδιαίτερη εύνοια του Διοκλητιανού.

Ένα περιστατικό είναι ενδεικτικό της ορμητικότητας και του οξύθυμου χαρακτήρα του Κωνσταντίνου, που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ και που, όπως θα δούμε, τον οδήγησαν σε σκληρές αποφάσεις, οι οποίες σημάδεψαν την οικογενειακή του ζωή: Ο Καίσαρας Γαλέριος γιόρταζε τη νικηφόρα εκστρατεία του εναντίον των Περσών με θηριομαχίες στην αρένα της Νικομήδειας, τις οποίες παρακολουθούσε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, όλοι οι ανώτατοι αξιωματούχοι, μεταξύ τους ο Κωνσταντίνος και βέβαια ο λαός. Ο Γαλέριος, που στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου διέβλεπε έναν ικανότατο μελλοντικό αντίπαλο, με τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια αμφισβήτησαν το θάρρος του Κωνσταντίνου και τον προκάλεσαν να αντιμετωπίσει ένα λιοντάρι Νουμιδίας, για να αποδείξει τις ικανότητές του. Ο Κωνσταντίνος, οργισμένος για τη δημόσια προσβολή του Γαλέριου, αποδέχτηκε την πρόκληση, παρά τις ρητές αντιρρήσεις του Διοκλητιανού, ο οποίος φοβόταν για τη ζωή του νεαρού αξιωματικού του. Ο Κωνσταντίνος σκότωσε το λιοντάρι μέσα στην αρένα, κάτω από τις επευφημίες του πλήθους, που εύλογα δεν ήταν συνηθισμένο να βλέπει τους γιους της ανώτατης στρατιωτικής και διοικητικής αριστοκρατίας, να συμμετέχουν στις άγριες επικίνδυνες θηριομαχίες.
Δίπλα στον Διοκλητιανό ο Κωνσταντίνος έζησε από κοντά έναν από τους μεγαλύτερους διωγμούς εναντίων των χριστιανών, τα βασανιστήρια και τις δημόσιες εκτελέσεις των οπαδών της νέας θρησκείας, που ξεκίνησε με το «έδικτο» του αυτοκράτορα το 303 μ.Χ. από τη Νικομήδεια. Η χριστιανή μητέρα του και ο πατέρας του, που παρέβλεπε όλα τα διατάγματα κατά του Χριστιανισμού και δεν καταδίωξε ποτέ τους χριστιανούς, πρέπει να λειτούργησαν ως αντίβαρο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού τριβούνου.

Η πορεία προς τη μονοκρατορία


Ο Κωνσταντίνος Αύγουστος των δυτικών επαρχιών


Το 305 μ.Χ. o Διοκλητιανός, λόγω γήρατος, παραιτήθηκε από το θρόνο του πείθοντας και το συναυτοκράτορά του στη Δύση, Μαξιμιανό, να πράξει το ίδιο. Έτσι, οι δύο καίσαρες της Ανατολής και της Δύσης, ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος Χλωρός αντίστοιχα, έλαβαν τον τίτλο του «Αυγούστου». Ο Γαλέριος, ως Αύγουστος της Ανατολής έπρεπε να ορίσει τους δύο νέους καίσαρες των ανατολικών και δυτικών επαρχιών. Παρά τη γενική προσμονή ότι ο Κωνσταντίνος θα έπαιρνε τον τίτλο του καίσαρα, ώστε να μπορέσει να διαδεχθεί αργότερα τον πατέρα του, ο Γαλέριος τον παρέκαμψε, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του δημιουργώντας συμμαχίες. Έτσι, όρισε Καίσαρα της Ανατολής τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια και το φίλο του Σεβήρο Καίσαρα στη Δύση. Ο Κωνσταντίνος παρέμεινε όμηρος του Γαλέριου.

Τον ίδιο χρόνο όμως (305), ο Κωνσταντίνος κατόρθωσε να αποσπάσει την άδεια του Γαλέριου να μεταβεί στη Δύση, πιθανόν προφασιζόμενος κάποια ασθένεια του Κωνστάντιου. Ο Κωνσταντίνος τότε έσπευσε να συναντηθεί με τον πατέρα του στους Τρεβήρους (σημ. Τρίερ της Γερμανίας). Από εκεί, ο γιος συνόδευσε τον πατέρα του στη νικηφόρα εκστρατεία στη Βρετανία. Ο Κωνσταντίνος διακρίθηκε και κέρδισε την εμπιστοσύνη του Κωνστάντιου και το θαυμασμό του στρατού για τις εξαιρετικές διοικητικές και στρατηγικές του ικανότητες.

Στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ., όταν ο Κωνστάντιος πέθανε, οι λεγεώνες στο Εβόρακο (Eboracum, σημερινό Γιορκ) ανακήρυξαν με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Οι επαρχίες που θα διοικούσε ήταν η Βρετανία και η Γαλατία. Από τη Βρετανία, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στους Τρεβήρους, που παρέμεινε η έδρα της επικράτειάς του για τα επόμενα έξι χρόνια. Στη σύγχρονη πόλη της Τρίερ, τα αυτοκρατορικά λουτρά («Kaiserthermen») και η μονόκλιτη Βασιλική ("Basilika"), η αίθουσα του θρόνου («Αula Ρalatina»), μαρτυρούν ως τις μέρες μας για τη διαμονή του Κωνσταντίνου στην πόλη.

Την ίδια περίοδο, η Σύγκλητος και η Πραιτοριανή Φρουρά συμμάχησαν με το Μαξέντιο στη Ρώμη, γιο του Μαξιμιανού και τον ανακήρυξαν αρχικά «πρίγκιπα» (princeps) και στη συνέχεια Αύγουστο. Ο Μαξέντιος ανακάλεσε τότε τον πατέρα του στο θρόνο και τον έχρισε συναυτοκράτορά του, για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του. Το Νοέμβριο του 307, έλαβε στην Ανατολή τον τίτλο του Αυγούστου και ο Λικίνιος, έμπιστος φίλος του Γαλέριου.

Ο Γαλέριος αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον τίτλο του Αυγούστου στον Κωνσταντίνο, του παραχώρησε μόνο τον τίτλο του Καίσαρα. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί έτσι εύκολα από τις φιλοδοξίες του. Προσπάθησε λοιπόν να τον αποδεχθεί ο Γαλέριος. Για το σκοπό αυτό, επιδίωξε να συγγενέψει με τους δύο αυτοκράτορες Μαξιμιανό και Μαξέντιο. Το 307 μ.Χ. χώρισε τη γυναίκα του Μινερβίνη (κατά άλλους, παλλακίδα του) με την οποία είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Κρίσπο και παντρεύτηκε στους Τρεβήρους την κόρη του Μαξιμιανού και αδερφή του Μαξέντιου, την όμορφη Φαύστα. Ο Γαλέριος δε θεώρησε επαρκείς τις προϋποθέσεις αυτές και εξακολουθούσε να αναγνωρίζει στον Κωνσταντίνο τον τίτλο του Καίσαρα, όχι όμως και του Αυγούστου.
Γενικά, τα χρόνια αυτά σημαδεύτηκαν από μία εξαιρετική αναρχία, κατά την οποία όσοι είχαν λάβει τον τίτλο του Καίσαρα, έπειτα από την παραίτηση του Διοκλητιανού, αναγορεύτηκαν αργότερα Αύγουστοι και αναλώθηκαν σε αγώνες ο ένας εναντίον του άλλου. Τελικά παρέμειναν Αύγουστοι: ο Κωνσταντίνος στη Βρετανία και Γαλατία, ο Μαξιμιανός και ο Μαξέντιος στις επαρχίες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Δυτικής Αφρικής, ο Λικίνιος στην επαρχία της Παννονίας, της Ρετίας, της Δαλματίας, του Νοράκουμ, της Βαλερίας Σαβένσις, ο Μαξιμίνος στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας, στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στην Αίγυπτο και στη Λιβύη, ο Γαλέριος σε ολόκληρη την Ανατολή (στην επικράτειά του περιλαμβανόταν και η σημερινή Ελλάδα). Έτσι, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε πέντε αυτοκράτορες. Οι φιλοδοξίες του καθενός καθιστούσαν αναπόφευκτη μια μακρά περίοδο σκληρών και πολυμέτωπων συγκρούσεων, που θα έκριναν ποιος θα κυβερνούσε ως μονοκράτορας την αχανή αυτοκρατορία.

Ο Κωνσταντίνος και ο Μαξιμιανός

Ο πρώτος που θέλησε να αντιμετωπίσει τον Κωνσταντίνο ήταν ο Μαξιμιανός, μέσα από μια σειρά δολοπλοκιών.

Το 308 μ.Χ., ο γέρος αυτοκράτορας προσπάθησε να πείσει το γιο του Μαξέντιο να τον αναγνωρίσει ως «ύπατο Αύγουστο». Ο Μαξέντιος όμως αρνήθηκε και ο Μαξιμιανός προσπάθησε να εκθρονίσει το γιο του με τη βία, αλλά δεν τα κατάφερε.

Στα τέλη του 308, στη σύνοδο όλων των Αυγούστων στο Καρνούντο (Carnuntum) υπό τον παραιτηθέντα αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο Μαξιμιανός προσπάθησε να πείσει το Διοκλητιανό να ξαναφορέσει την πορφύρα, ώστε να συμβασιλέψουν. Και πάλι όμως απέτυχε και μάλιστα ο Διοκλητιανός τον εξανάγκασε σε παραίτηση από τον τίτλο του Αυγούστου. Τότε, ο Μαξιμιανός κατέφυγε στο γαμπρό του Κωνσταντίνο, στη Γαλατία.

Ο Κωνσταντίνος καλοδέχτηκε το Μαξιμιανό και του απόδωσε όλες τις τιμές που άρμοζαν σε έναν τέως αυτοκράτορα. Γενικά, φαίνεται πως του συμπεριφερόταν όπως ένας γιος σε πατέρα (όπως έχει προαναφερθεί, ο Κωνσταντίνος είχε παντρευτεί την κόρη του Μαξιμιανού, τη Φαύστα). Ο Μαξιμιανός όμως εξακολουθούσε να ονειρεύεται την πορφύρα και σχεδίαζε να σφετεριστεί την εξουσία του Κωνσταντίνου.

Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 310, κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης των Φράγκων. Ο 
Κωνσταντίνος με ένα τμήμα του στρατού του αναχώρησε για να καταστείλει την εξέγερση. Τότε, ο Μαξιμιανός διέδωσε πως τάχα ο Κωνσταντίνος σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και προσπάθησε με χρήματα να εξασφαλίσει την πίστη των στρατιωτών στο πρόσωπό του. Εμπιστεύτηκε όμως τα σχέδια αυτά στην κόρη του κι εκείνη κατόρθωσε να ειδοποιήσει των Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος τότε, τον Ιούλιο 310, έσπευσε νότια και κατέλαβε το Αρέλατο, για να εμποδίσει το Μαξιμιανό να οργανώσει καλά την άμυνά του. Ο Μαξιμιανός κλείστηκε στα τείχη της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη και αιχμαλώτισε το Μαξιμιανό. Για χάρη όμως της Φαύστας, συγχώρεσε τον πεθερό του, του αφαίρεσε όμως την πορφύρα και τις τιμές που αποδίδονταν σε αυτοκράτορες.

Φαίνεται όμως ότι ο Μαξιμιανός δεν μπορούσε να εννοήσει ότι η εποχή της δύναμής του είχε παρέλθει. Έτσι, προσπάθησε να δολοφονήσει τον Κωνσταντίνο, ενώ εκείνος κοιμόταν. Για άλλη μια φορά ενέπλεξε τη Φαύστα στις δολοπλοκίες του, προφανώς αγνοώντας το ρόλο που είχε παίξει η κόρη του στην αποτυχία του πρώτου σχεδίου. Εκείνη και πάλι προτίμησε τον άντρα της από τον πατέρα της και αποκάλυψε τα πάντα στον Κωνσταντίνο. Ο Μαξιμιανός συνελήφθη και λίγο καιρό αργότερα βρέθηκε απαγχονισμένος στο δωμάτιό του.

Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε σταθερά ότι ο πεθερός του αυτοκτόνησε, ενώ ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, κατηγορούσε τον Κωνσταντίνο για το θάνατο του πατέρα του. Οι ιστορικοί θεωρούν πάρα πολύ πιθανό να ήταν η Φαύστα εκείνη που παρακίνησε τον Κωνσταντίνο να εκτελέσει τον πατέρα της, κρίνοντας από τη στάση που τήρησε απέναντι στο Μαξιμιανό και τον Κωνσταντίνο.

Η μάχη της Μιλβίας γέφυρας, 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ.

Την ίδια περίοδο που ο Κωνσταντίνος αντιμετώπιζε το Μαξιμιανό, οι υπόλοιποι Αύγουστοι στην Ανατολή αλληλοεξοντώθηκαν σε εμφύλιους πολέμους. Αυτοί που παρέμειναν στην εξουσία ήταν ο Μαξέντιος, ο οποίος κατείχε την Ιταλία και την Αφρική, ο Λικίνιος που διοικούσε όλα τα ανατολικά τμήματα και βέβαια ο Κωνσταντίνος στη Δύση, ο οποίος το 310 προσάρτησε και την Ισπανία στα εδάφη του, αποσπώντάς την από το Μαξέντιο.

Ο Μαξέντιος, έχοντας επιβιώσει από τις επιβουλές του πατέρα του Μαξιμιανού, την εξέγερση του Λεύκιου Δομίτιου Αλεξάνδρου, επιτρόπου της Αφρικής και τις εναντίον του εκστρατείες των Αυγούστων Σεβήρου και Γαλέριου, θεωρούσε ότι ο επόμενος αντίπαλος που θα αντιμετώπιζε ήταν ο Αύγουστος της Ανατολής, Λικίνιος. Για να είναι έτοιμος σε μια επικείμενη επίθεση, ο Μαξέντιος άρχισε να οχυρώνει την περιοχή της Ρετίας. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι ο κύριος αντίπαλός του ήταν ο μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος ήθελε να εξουδετερώσει το Μαξέντιο, ώστε να παραμείνει απόλυτος κύριος της Δύσης.

Ο Μαξέντιος σχεδίαζε να εισβάλλει αιφνιδιαστικά στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος όμως τον πρόλαβε, συγκέντρωσε στρατό, πέρασε τις Άλπεις και εισέβαλε στην Ιταλία την άνοιξη του 312. Νίκησε εύκολα στρατιωτικές μονάδες στο Πεδεμόντιο και άρχισε να κινείται νότια. Κατέλαβε τη Βερόνα και την Ακυληία (πόλεις της βόρειας Ιταλίας). Το Σεπτέμβριο του 312, πραγματοποίησε θριαμβευτική είσοδο στα Μεδιόλανα και στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Ρώμη, για να δώσει την αποφασιστική μάχη. Στην πορεία αυτή ενίσχυσε το στρατό του στρατολογώντας από τους ντόπιους πληθυσμούς, χωρίς να προβαίνει σε διακρίσεις μεταξύ εθνικών και χριστιανών. Η συμπεριφορά αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των χριστιανών, καθώς την θεώρησαν ενδεικτική της στάσης που θα κρατούσε ο νέος αυτοκράτορας έναντι του Χριστιανισμού και των πιστών του, αν και ο ίδιος ήταν ακόμη πιστός στους θεούς της Ρώμης.

Άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μάχη που επρόκειτο να δοθεί και που θα έμενε στην ιστορία ως η μάχη της Μιλβίας γέφυρας, είναι το περίφημο όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης: ο φωτεινός σταυρός, που σχηματιζόταν με τα ελληνικά γράμματα Χ-Ρ, με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» (στα λατινικά: hoc signo victor eris). Ο χριστιανός ρήτορας Λακτάντιος, ο οποίος ήταν δάσκαλος του πρωτότοκου γιου του Κωνσταντίνου, Κρίσπου, συνεπώς είχε στενές σχέσεις με την αυτοκρατορική οικογένεια, αναφέρει ότι το όραμα του Κωνσταντίνου ήταν ενύπνιο. O Ευσέβιος παρατηρεί μόνο ότι ξεκινώντας ο Κωνσταντίνος να σώσει τη Ρώμη, "προσευχήθηκε στο Θεό του ουρανού και για τον Λόγο του, τον Ιησού Χριστό.." Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ένα άλλο έργο που κακώς αποδίδεται στον Ευσέβιο «Τα εις βίον Κωνσταντίνου» περιγράφει με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός ως αληθινό όραμα, το οποίο εμφανίστηκε στο μεσημεριάτικο ουρανό και το είδαν και οι στρατιώτες. Μάλιστα συνεχίζει την αφήγησή του λέγοντας ότι το άλλο βράδυ, στη συνέχεια του θείου οράματος, εμφανίστηκε ο Χριστός στον Κωνσταντίνο και τον πρόσταξε να βάλει το σταυροειδές σύμπλεγμα ως έμβλημα στις ασπίδες των λεγεώνων του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος απέφευγε να μιλάει για την εμπειρία του αυτή, δε δίσταζε όμως να αποδίδει την τελική επικράτησή του στη βούληση του Θεού των Χριστιανών. Στην αψίδα που έστησε το 315 σε ανάμνηση τις νίκης του, χάραξε ότι η νίκη ήταν καρπός θείας εμπνεύσεως.

Ιστορικοί της εποχής μας προσπάθησαν να ερμηνεύσουν επιστημονικά το όραμα του μέγα Κωνσταντίνου, χρησιμοποιώντας την ψυχολογία και την αστρονομία. Έτσι, ίσως ο Κωνσταντίνος να μην μπορούσε να καταλάβει τη δεδομένη στιγμή ότι από την έκβαση της μάχης θα κρινόταν η πορεία της Ευρώπης και του κόσμου, οπωσδήποτε όμως συνειδητοποιούσε πόσο αποφασιστική ήταν η επερχόμενη σύγκρουση για τη μονοκρατορία του ίδιου, στην οποία στόχευε. Άλλωστε, όσο άπειρος κι αν ήταν στον πόλεμο ο Μαξέντιος, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι στο παρελθόν είχε κατορθώσει να νικήσει τις δυνάμεις του Γαλέριου και του Σεβήρου. Επιπλέον, το χριστιανικό στοιχείο στις λεγεώνες του ήταν πια δυναμικό και αυτό ήταν δηλωτικό των διαθέσεων του απέναντι στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και των προσωπικών του αναζητήσεων. Μέσα σε αυτό το ψυχολογικό πλαίσιο, φορτισμένο από την αγωνία για την έκβαση της μάχης, θα πρέπει ίσως να κατανοηθεί το όραμα.

Άλλοι ιστορικοί, παρακολουθώντας τα πορίσματα της αστρονομίας, παρατήρησαν ότι οι θέσεις των πλανητών τη δεδομένη ημέρα σχημάτιζαν ένα Χ και ένα Ρ σε σταυροειδή ανάπτυξη. Γι' αυτό και πιστεύουν ότι το όραμα ο Κωνσταντίνος το είδε βράδυ, προσεγγίζουν δηλαδή την αναφορά του Λακτάντιου. Εξυπακούεται βέβαια ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τιμάει το μέγα Κωνσταντίνο ως άγιο και ισαπόστολο, το όραμα ήταν αληθινό και είχε θεία προέλευση: «Του σταυρού Σου τον τύπο εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος….» ακούν οι χριστιανοί στους ναούς, τη μέρα γιορτής του Κωνσταντίνου.

Όποια και να είναι η αλήθεια, γεγονός είναι ότι ο Κωνσταντίνος είδε ή βίωσε «κάτι», το οποίο τον ώθησε να λάβει μια ιστορική και πρωτάκουστη για τα δεδομένα της εποχής απόφαση: Οι ρωμαϊκές λεγεώνες, όταν οδηγούνταν στις μάχες, είχαν μπροστά τους και προπορεύονταν τα αγάλματα των πατρώων θεών. Τώρα, ο Κωνσταντίνος διατάζει και τα αγάλματα αυτά αντικαθίστανται από ένα κόκκινο ύφασμα στη μέση του οποίου είναι κεντημένος ο σταυρός από Χ και Ρ, όπως τον είδε στο όραμά του. Το ύφασμα αυτό αποτελούσε το καινούργιο έμβλημα του αυτοκράτορα και έμεινε γνωστό ως λάβαρο (labarum). Ο σταυρός μπήκε και στις ασπίδες των στρατιωτών, παρά την απογοήτευση και κατάπληξη των εθνικών, οι οποίοι συνειδητοποιούσαν ότι είχε έρθει το τέλος της πατροπαράδοτης θρησκείας τους. Αντίθετα, οι χριστιανοί στρατιώτες αγαλλίαζαν από τις διαταγές του αυτοκράτορά τους, γιατί και εκείνοι με τη σειρά τους καταλάβαιναν ότι μια νέα εποχή ανέτειλε. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος έβαλε το σταυροειδές σύμβολο και στο στέμμα του. Μόνο στα νομίσματα της εποχής δεν εμφανίζεται, καθώς τέτοιου είδους μετατροπές ήταν δύσκολες και πολυέξοδες.

Τελικά, οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ. στη Saxa Rubra, επάνω στη Φλαμινία οδό και κοντά στη Μιλβία γέφυρα του ποταμού Τίβερη. Ο Μαξέντιος αρχικά είχε αποφασίσει να κλειστεί στα ισχυρά τείχη της Ρώμης και να αναλώσει τις δυνάμεις του Κωνσταντίνου στην πολιορκία. Όμως, άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να αντιμετωπίσει ανοιχτά τον αντίπαλό του. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Πραιτοριανοί του Μαξέντιου προέβαλαν σθεναρή αντίσταση. Όμως, η άριστη στρατηγική του Κωνσταντίνου, ο εξαιρετικός προγραμματισμός των κινήσεων του ιππικού και ο ενθουσιασμός των στρατιωτών, κυρίως των χριστιανών, που καταλάβαιναν ότι από τη μάχη αυτή εξαρτάτο το μέλλον της θρησκείας τους, αποδεκάτισαν το στρατό του Μαξέντιου.

Ο ίδιος ο Μαξέντιος πνίγηκε με πολλούς άλλους στρατιώτες στον Τίβερη. Κατά διαταγή του Κωνσταντίνου, το πτώμα του ανασύρθηκε και αφού αποκεφαλίστηκε, το κεφάλι του καρφώθηκε σε ένα παλούκι και περιφέρθηκε στους δρόμους της Ρώμης. Ο Μαξέντιος ήταν αδερφός της γυναίκας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, της Φαύστας. Δε γνωρίζουμε την αντίδραση της Φαύστας στη βίαιη αυτή πράξη του συζύγου της εις βάρος του αδερφού της. Άραγε αποσιωπάται σκόπιμα από τους ιστορικούς και χρονογράφους της εποχής; Το πιθανότερο πάντως είναι, όπως και με τον πατέρα της, έτσι και σε αυτή την περίπτωση να παρέμεινε δίπλα στον Κωνσταντίνο. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε και από το γεγονός πώς από τη μέρα που παντρεύτηκαν, ποτέ ο Κωνσταντίνος δεν απόσυρε την εύνοιά του από τη Φαύστα ούτε και ανακάλεσε σε οποιαδήποτε περίσταση τις τιμές που της απέδιδε, μέχρι τουλάχιστον την τραγική κατάληξη του συζυγικού τους βίου. Ίσως, η Φαύστα να ήταν ο τύπος γυναίκας που παρέμενε στο πλευρό του άντρα της, αδιαφορώντας για την οικογένειά της, είτε επειδή έτσι πρόσταζαν οι φιλοδοξίες και τα συμφέροντά της είτε επειδή έτσι υπαγόρευαν τα συναισθήματά της είτε για όλα αυτά μαζί.

Η μάχη στη Μιλβία γέφυρα έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις αποφασιστικότερες μάχες όλων των εποχών. Με τη νίκη του, ο μέγας Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε ο μοναδικός Αύγουστος της Δύσης. Οι διώξεις κατά του Χριστιανισμού σταματούν και τώρα πια ο ίδιος ο αυτοκράτορας προστατεύει έμπρακτα τη νέα θρησκεία, οι οπαδοί της οποίας μέχρι πριν λίγα χρόνια είχαν υποστεί διωγμούς. Τα ευνοϊκά μέτρα που έλαβε υπέρ του Χριστιανισμού είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των Χριστιανών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς σε μια περίοδο είκοσι ετών μετά την έναρξη του 4ου αιώνα, οπότε και επικρατούσαν αριθμητικά οι παγανιστές, οι Χριστιανοί αυξήθηκαν ως το σημείο να αποτελούν πιθανώς το μισό του συνολικού πληθυσμού. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, έπειτα από την εμπειρία που είχε την παραμονή της μάχης, αρχίζει να ενδιαφέρεται προσωπικά για τα διδάγματα του Χριστιανισμού.

Η σημασία της μάχης αυτής και το όραμα του μέγα Κωνσταντίνου δεν άφησαν ασυγκίνητη την τέχνη. Ζωγράφοι όπως ο Ραφαήλ και o Ρούμπενς φιλοτέχνησαν πίνακες που θέμα τους είχαν τη μάχη και το όραμα. Tο όραμα κατέχει σημαντική θέση και στην τέχνη της ορθόδοξης Εκκλησίας και αγιογραφείται στις εικόνες με το μέγα Κωνσταντίνο.

Το διάταγμα των Μεδιολάνων, Φεβρουάριος 313 μ.Χ.

Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., ο μέγας Κωνσταντίνος συνάντησε στα Μεδιόλανα της Ιταλίας (σημερινό Μιλάνο) τον Αύγουστο Λικίνιο. Κατά τη συνάντηση αυτή ελήφθησαν αποφάσεις για την κοινή πολιτική στα θρησκευτικά θέματα. Κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο για να επέλθει η εσωτερική ειρήνευση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ύστερα από αιώνων διωγμούς για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Σύμφωνα με τις αποφάσεις των Μεδιολάνων, κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία και η θρησκευτική ελευθερία. Ιδιαίτερη αναφόρα έγινε για τον Χριστιανισμό, ο οποίος καθίστατο θρησκεία επιτρεπτή και νόμιμη για τους Ρωμαίους πολίτες και οι χριστιανοί ελεύθεροι μπορούσαν να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Όμως, ο Χριστιανισμός δεν αναγνωριζόταν ως επίσημη και προστατευόμενη θρησκεία της αυτοκρατορίας.

Τα θεσπίσματα αυτά έχει καθιερωθεί εσφαλμένα να αποκαλούνται διάταγμα των Μεδιολάνων. Στην πραγματικότητα δεν έλαβαν τη μορφή επίσημου αυτοκρατορικού διατάγματος. Η νεότερη έρευνα έχει δείξει ότι οι δύο αυτοκράτορες ουσιαστικά ενεργοποιούσαν παλαιότερες αποφάσεις, οι οποίες δεν είχαν τεθεί σε ισχύ. Το πρωτότυπο του εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά έχει διασωθεί ένα λατινικό διάταγμα που έστειλε ο Λικίνιος στον νομάρχη της Νικομήδειας για την εφαρμογή των αποφάσεων, προκειμένου να κερδίσει τη συμπάθεια των χριστιανών υπηκόων του. Το κείμενο αυτό διασώθηκε με το χαρακτηρισμό "διάταγμα των Μεδιολάνων" και ο τίτλος αυτός ταυτίστηκε με το κείμενο των από κοινού ειλημμένων αποφάσεων του Κωνσταντίνου και του Λικίνιου.

Στη Δύση, ο Κωνσταντίνος δεν περιορίστηκε στη θεωρητική θεσμοθέτηση του Χριστιανισμού αλλά προστάτευσε έμπρακτα τις χριστιανικές κοινότητες με οικονομικές επιχορηγήσεις, επιστροφή των δημευμένων τόπων λατρείας και των κτημάτων των χριστιανών πολιτών, την απαλλαγή του κλήρου από τα δημόσια βάρη, κ.α. Τα μέτρα αυτά κατέστησαν ιδιαίτερα προσφιλή τον Κωνσταντίνο στους χριστιανούς, ακόμη και στην Ανατολή, στην επικράτεια του Λικίνιου.

Αφού υπόγραψαν τις αποφάσεις για τη θρησκευτική πολιτική που θα ακολουθούσαν και τη μεταξύ τους συμμαχία, ο Κωνσταντίνος πάντρεψε τη δεκαοχτάχρονη αδερφή του Κωνσταντία με το Λικίνιο, που το 313 ήταν 45 χρονών. Έτσι, επισφραγίστηκε μια εύθραυστη ειρήνη, στην οποία οι δύο αντίπαλοι οδηγήθηκαν από την ανάγκη των δεδομένων περιστάσεων και όχι από αμοιβαία καλή θέληση.

Η σύγκρουση με το Λικίνιο

Τον Ιούνιο του 313, ο Λικίνιος νίκησε τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια, ο οποίος είχε ακόμη στην κατοχή του ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, σε αποφασιστική μάχη ανατολικά της Αδριανούπολης. Ο Μαξιμίνος αυτοκτόνησε και ο Λικίνιος ως απόλυτος πλέον άρχοντας της Ανατολής αναζητούσε ευκαιρία να αναμετρηθεί με τον Κωνσταντίνο.

Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί, μόλις ένα χρόνο έπειτα από τις συμφωνίες που είχαν υπογραφεί. Ο Λικίνιος συμμάχησε με το Βασιανό και τη σύζυγό του Αναστασία, ετεροθαλή αδερφή του Κωνσταντίνου εις βάρος του τελευταίου. Ο Κωνσταντίνος δεν άφησε βέβαια την ευκαιρία να χαθεί, αφού και ο ίδιος εποφθαλμιούσε την εξουσία του Λικίνιου και επιθυμούσε τον πόλεμο μαζί του.

Οι στρατοί τους συγκρούστηκαν στην πόλη Κίβαλι της Παννονίας στις 8 Οκτωβρίου 314 μ.Χ. Η μάχη έμεινε γνωστή ως bellum Cibalense και έληξε με πύρρεια νίκη του Κωνσταντίνου. Οι δυνάμεις και των δύο αντιπάλων είχαν αναλωθεί στις κοπιαστικές εκστρατείες του προηγούμενου έτους και οι αντοχές των στρατιωτών τους είχαν φτάσει στο όριο. Οι δύο αυτοκράτορες δεν είχαν άλλη επιλογή από την επιστροφή στα εδάφη τους, προκειμένου να θεραπεύσουν τις πληγές τους σε ανθρώπινο δυναμικό.
Στο διάστημα αυτής της ανακωχής, ο Κωνσταντίνος από τους Τρεβήρους και ο Λίκινιος από το Σίριουμ, παράλληλα με τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους, ετοιμάζονταν για την επόμενη αναμέτρηση.

Ο Κωνσταντίνος στη Ρώμη γιόρτασε τη δέκατη επέτειό του από την ανακήρυξή του σε Αύγουστο (τα decennalia του). Η περίφημη αψίδα του Κωνσταντίνου ήταν ήδη έτοιμη για την περίσταση. Οι γιορτές περιελάμβαναν όλες τις καθιερωμένες εκδηλώσεις, όμως ο Κωνσταντίνος δε θυσίασε προσωπικά στους θεούς της Ρώμης κι αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο στους εθνικούς της αιώνιας πόλης.
Αφού ολοκληρώθηκαν τα decennalia, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στους Τρεβήρους, όπου παρέμεινε την άνοιξη και το καλοκαίρι του 316 και ετοιμαζόταν πυρετωδώς για τον επερχόμενο πόλεμο με το Λικίνιο. Και ο Λικίνος όμως ενεργούσε αναλόγως. Είχε ανασυγκροτήσει πλήρως τις δυνάμεις του και είχε ανακηρύξει έναν Ιλλυριό στρατηγό, το Βάλη, καίσαρα. Το Δεκέμβριο του 316, ο Κωνσταντίνος ήταν στα Σέρδικα (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας).

Οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν κάποια στιγμή ανάμεσα στην 1 Δεκεμβρίου 316 και στις 28 Φεβρουαρίου 317 στη Θράκη. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αμφίρροπο και ο Κωνσταντίνος προτίμησε να υπογράψει συμφωνία με το Λικίνιο. Παρέμενε όμως σε θέση ισχύος κι έτσι επέβαλε τους όρους του.

Την 1 Μαρτίου 317, ο Κωνσταντίνος εισήλθε θριαμβευτικά στα Σέρδικα, όπου υπογράφτηκε η concordia Augustorum (η συμφωνία των Αυγούστων). Χάρη στην παρέμβαση της Κωνσταντίας, η οποία ήταν αφοσιωμένη στο Λικίνιο, ταυτόχρονα όμως είχε και την ιδιαίτερη εύνοια του αδερφού της, ο Αύγουστος της Ανατολής διατήρησε το θρόνο του. Υποχρεώθηκε όμως να παραχωρήσει στον Κωνσταντίνο την Παννονία και τη Μοισία, καθώς και να εκτελέσει το Βάλη. Ακόμη, ανακηρύχθηκαν καίσαρες ο δωδεκάχρονος γιο του Κωνσταντίνου από τη Μινερβίνη, Κρίσπος, ο πρωτότοκος γιος του από τη Φαύστα, Κωνσταντίνος (που ήταν μόλις 7 μηνών βρέφος) και ο γιος του Λικίνιου και της Κωνσταντίας, Λικινιανός (μωρό 20 μηνών).

Ακολούθησε μια περίοδος λεπτής ισορροπίας. Ο Λικίνιος ενίσχυσε το στρατό του και συσσώρευσε τεράστιους θησαυρούς. Σύντομα, οι παλιές εντάσεις και οι αμοιβαίες υποψίες βγήκαν στην επιφάνεια. 
Από το 320, οι χριστιανοί υπήκοοι του Λικινίου έδειχναν απροκάλυπτα μεγάλη αφοσίωση και συμπάθεια στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου. Ο Λικίνιος, φοβούμενος αυτά τα συναισθήματα, εξαπέλυσε επτά χρόνια μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων που ο ίδιος εξέδωσε, ήπιο διωγμό εναντίον τους. Ο διωγμός αυτός βαθύτερο στόχο είχε να εξοργίσει τον Κωνσταντίνο, ώστε να αρχίσει πρώτος τις εχθροπραξίες. Ο Λικίνιος γνώριζε ότι ο αυτοκράτορας της Δύσης προστάτευε το Χριστιανισμό και υποπτευόταν ότι και ο ίδιος είχε ασπαστεί τη νέα θρησκεία, αρνούμενος τις ρωμαϊκές θεότητες.

Με τελική αφορμή τις εξεγέρσεις των Σαρματών και των Γότθων στα 321, ο Κωνσταντίνος εισέβαλε στην επικράτεια του Λικίνιου, προφασιζόμενος την καταστολή των επαναστατών. Ο Λικίνιος θεώρησε ότι ο Κωνσταντίνος παραβίασε τη συνθήκη που είχαν υπογράψει.

Ο πόλεμος ξέσπασε το 324. Στις 3 Ιουλίου, ο Κωνσταντίνος νίκησε το Λικίνιο σε αποφασιστική μάχη στην Αδριανούπολη. Ο Λικίνιος οχυρώθηκε στην πόλη του Βυζαντίου, όπου πολιορκήθηκε από τον αντίπαλό του. Στη θάλασσα, ο στόλος του Κωνσταντίνου με επικεφαλής το γιο του Κρίσπο νίκησε ολοκληρωτικά στον Ελλήσποντο το στόλο του Λικινίου, που τελούσε υπό τις εντολές του Άβαντου. 
Έχοντας χάσει κάθε δυνατότητα ανεφοδιασμού, ο Λικίνιος εγκαταλείπει το Βυζάντιο και πορεύεται προς τη Χρυσούπολη της Μικράς Ασίας. Εκεί ηττάται για άλλη μια φορά από τις ενωμένες δυνάμεις του Κωνσταντίνου και του Κρίσπου, στις 18 Σεπτεμβρίου. Ο Λικίνιος, μετά από την οριστική αυτή ήττα, κατέφυγε στη Νικομήδεια, όπου και συνελήφθηκε.

Για ακόμη μια φορά, οι ικεσίες της Κωνσταντίας προς τον αδερφό της έσωσαν τη ζωή του Λικίνιου. Ως απλός πολίτης, τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στη Θεσσαλονίκη. Λίγους μήνες αργότερα, όμως, καταδικάστηκε σε θάνατο, φοβούμενος ο Κωνσταντίνος τις φήμες ότι ο Λικίνιος ήρθε σε μυστικές συμφωνίες με τους Γότθους, προκειμένου να ανακτήσει το θρόνο του. Λίγο μετά, ο Κωνσταντίνος διέταξε και την εκτέλεση του ενδεκάχρονου Λικινιανού, του γιου του Λικίνιου, αθετώντας τις υποσχέσεις του στην Κωνσταντία.

Ο μέγας Κωνσταντίνος ήταν πια ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
324 - 337 μ.Χ

325: Αρχίζει η κατασκευή της νέας πρωτεύουσας (Κωνσταντινούπολη) στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, αποικίας των Μεγαραίων

326 ή 327: Ο Κωνσταντίνος εκτελεί τη γυναίκα του Φαύστα

330: Εγκαινιάζεται η Κωνσταντινούπολη. Για τη διακόσμηση της πόλης χρησιμοποιήθηκαν μνημεία της Ρώμης, της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας της Εφέσσου και της Αντιόχειας

22 Μαΐου 337 μ.Χ: Θάνατος του Κωνσταντίνου στη Νικομήδεια. Το λείψανό του μεταφέρεται αργότερα και θάβεται στο Ναό των Αποστόλων, στην Κωνσταντινούπολη.

De Siris

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Παροπλισμός του "Βέλος"


Το Κίνημα του Ναυτικού


Συνωμοτική ενέργεια ομάδας αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού για την ανατροπή της Χούντας των Συνταγματαρχών και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το Κίνημα που ετοίμαζαν από το 1969 δεν εκδηλώθηκε, γιατί προδόθηκε στις 22 Μαΐου 1973. Ακολούθησαν αθρόες συλλήψεις και βασανισμοί.

Το Ναυτικό, στρατιωτικό σώμα με φιλελεύθερη παράδοση, δεν έλαβε ενεργά μέρος στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αυτό φάνηκε και από την παραίτηση του αρχηγού του Κωνσταντίνου Εγκολφόπουλου, αμέσως μετά την επικράτηση των συνταγματαρχών. Η πρώτη αντίδραση του Ναυτικού στη Χούντα εκδηλώθηκε στο αποτυχόν κίνημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου (13 Δεκεμβρίου 1967), όταν ο Στόλος εξήλθε στο Αιγαίο.

Αμέσως μετά, στελέχη του Ναυτικού της τάξεως του 1940, όπως οι Πλωτάρχες Παππάς, Σέκερης και Μάλιαρης, άρχισαν να οργανώνουν ένα συνωμοτικό πυρήνα εντός του στρατεύματος, με στόχο την ανατροπή της Δικτατορίας. Από τις αρχές του 1969 ο μικρός πυρήνας των στελεχών αυτών άρχισε να μεγαλώνει, με τη συστηματική μύηση αξιωματικών στο κίνημα τα οποία έδιδαν όρκο ότι θα αγωνιστούν για την ανατροπή της Χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα.

Στο πλαίσιο αυτό είχαν εκπονηθεί διάφορα σχέδια: από την απαγωγή του Παπαδόπουλου κατά τη διάρκεια της άσκησης του Στόλου με την επωνυμία «Θρίαμβος» (Αύγουστος 1969), μέχρι την κατάληψη της Κρήτης, της Μήλου και άλλων νησιών και το σχηματισμό εκεί κυβέρνησης από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με την επάνοδο και του Βασιλιά Κωνσταντίνου (Ιούνιος 1969). Στην πράξη, όμως, τα σχέδια αυτά ποτέ δεν υλοποιήθηκαν.

Τρία χρόνια αργότερα, ο κύκλος των κινηματιών είχε μεγαλώσει, ενώ επίλεκτα μέλη της είχαν καταλάβει καίριες θέσεις στην Ιεραρχία του Ναυτικού. Οι Παππάς, Παπαδόγκωνας, Μάλλιαρης, Γκιόγκεζας, Κουσουρής κ.ά. ήταν όλοι τους διοικητές σε μεγάλα αντιτορπιλικά, έχοντας μυήσει και ανώτερα στελέχη κάθε πλοίου, ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να πάρουν τα πλοία και να εξεγερθούν κατά της χούντας. Στο Κίνημα είχαν μυηθεί και αξιωματικοί από τον Στρατό και την Αεροπορία, πολίτες μέλη αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και απόστρατοι αξιωματικοί, όπως ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, που θα προμήθευε με καύσιμα τους κινηματίες από την οικογενειακή επιχείρηση.

Μετά την εξέγερση της Νομικής τον Φεβρουάριο του 1973, οι κινηματίες πήραν το λαϊκό μήνυμα και αποφάσισαν να δράσουν. Την απόφασή τους αυτή την κοινοποίησαν στον Ευάγγελο Αβέρωφ και μέσω αυτού στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο. Το σχέδιό τους προέβλεπε τον αποκλεισμό του Πειραιά και άλλων μεγάλων λιμανιών και την κατάληψη της Σύρου, που θα ήταν το ορμητήριό τους. Στο νησί υπήρχε η Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του Στρατού, την οποία αφού καταλάμβαναν θα τοποθετούσαν διοικητή τον απόστρατο ταγματάρχη Σπύρο Μουστακλή, που ήταν μυημένος στο Κίνημα. Μόλις επικρατούσαν, θα καλούσαν πολιτικούς όλων των κομμάτων για να σχηματίσουν κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.

Η ημερομηνία για την εκδήλωση του κινήματος ορίσθηκε η 22α Μαΐου, όταν στο Αιγαίο θα έπλεε μοίρα Νατοϊκών πλοίων, παρά τις αντιρρήσεις των Παππά, Σέκερη και Παπαθανασίου, που προτιμούσαν την 18η Μαΐου, όταν τρία αντιτορπιλικά θα απέπλεαν σε προγραμματισμένες ασκήσεις με σχεδόν όλη τη δύναμη των Πεζοναυτών. Πρότειναν να κυκλώσουν με τα αντιτορπιλικά τους τα πλοία με τους πεζοναύτες και είτε να τους πάρουν με το μέρος τους, είτε να τους χρησιμοποιήσουν ως ομήρους για να εκβιάσουν τη Χούντα. Η πρότασή τους δεν έγινε αποδεκτή.

Την παραμονή της εκδήλωσης του κινήματος, οι μυημένοι αξιωματικοί υποψιάστηκαν ότι το σχέδιό τους έγινε αντιληπτό από τη Χούντα και αποφάσισαν την αναβολή του. Το βράδυ της 22ας Μαΐου, στρατιωτικές δυνάμεις υπό τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγό Οδυσσέα Αγγελή περικύκλωσαν τον Ναύσταθμο, ενώ από το πρωί της 23ης Μαΐου αρχίζουν οι συλλήψεις, οι ανακρίσεις και οι βασανισμοί. Η έλλειψη ενός ηγέτη στο Κίνημα ήταν εμφανής, ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με ομάδα στρατιωτικών.

Η Χούντα με ανακοίνωσή της έκανε λόγο για «οπερέτα ναυτικού κινήματος ολίγων αποστράτων αξιωματικών», αποκρύβοντας το μέγεθος του κινήματος, που το γνώριζε πολύ καλά. Σε ηρωική μορφή του Κινήματος του Ναυτικού αναδείχτηκε ο απόστρατος ταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής, ο οποίος βασανίστηκε απάνθρωπα στα μπουντρούμια του ΕΑΤ-ΕΣΑ για 47 ημέρες και έμεινε ανάπηρος.

Στις 25 Μαΐου 1973, το πολεμικό πλοίο «Βέλος», με κυβερνήτη τον Νίκο Παππά, έναν από τους πρωτεργάτες του κινήματος, αποχώρησε από την άσκηση του ΝΑΤΟ, που διεξαγόταν στα ανοικτά της Σαρδηνίας και κατέπλευσε στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, όπου κυβερνήτης και πλήρωμα ζήτησαν πολιτικό άσυλο, ρίχνοντας με αυτό τον τρόπο την αυλαία του Κινήματος του Ναυτικού. Η ενέργειά του αυτή έλαβε μεγάλη δημοσιότητα διεθνώς και κατέδειξε ότι η αντίθεση στη Δικτατορία ήταν μεγάλη και μέσα στο στράτευμα.

Το σύνολο των συλληφθέντων στο Κίνημα του Ναυτικού ήταν 79 άτομα. Από αυτούς, οι 63 ήταν του Ναυτικού (60 εν ενεργεία και τρεις απόστρατοι), πέντε του Στρατού (τρεις απόστρατοι και δύο εν ενεργεία), πέντε της Αεροπορίας (εν ενεργεία) και έξι ιδιώτες. Όλοι τους αφέθηκαν ελεύθεροι έως τις 27 Αυγούστου 1973 και κανείς τους δεν οδηγήθηκε σε δίκη, αφού έλαβαν αμνηστία. Δεν συνέφερε τη Χούντα να αντιπαρατεθεί με έναν ολόκληρο Κλάδο των Ενόπλων Δυνάμεων.

Το Κίνημα του Ναυτικού μπορεί να απέτυχε οργανωτικά, αλλά πέτυχε πολιτικά. Διότι έκανε φανερό ότι το καθεστώς των Απριλιανών κλονίζεται στη βάση του, που ήταν οι Ένοπλες Δυνάμεις. Το καθεστώς Παπαδόπουλου προσπάθησε στη συνέχεια να δείξει ένα «φιλελεύθερο» πρόσωπο, αλλά μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου ανετράπη από τους σκληροπυρηνικούς στρατιωτικούς του Ιωαννίδη.

Από: www.sansimera.gr

De Siris

Η πρώτη προβολή...


«Ζ»

Πολιτικό θρίλερ του Κώστα Γαβρά, παραγωγής 1969 και διάρκειας 127 λεπτών. Είναι βασισμένο στη ομώνυμη νουβέλα του Βασίλη Βασιλικού, που αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς στην ταραγμένη δεκαετία του '60 για την Ελλάδα. Θεωρείται ένα από τα κορυφαία δείγματα του πολιτικού κινηματογράφου.

Το βιβλίο του Βασιλικού κυκλοφόρησε το 1966 με τίτλο «Ζ: Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος» (εκδόσεις Λιβάνη). Το «Ζ» του τίτλου παραπέμπει στο σύνθημα «Ζει», που φώναζαν οι χιλιάδες κόσμου που συνόδευσαν τον Λαμπράκη στην τελευταία του κατοικία τον Μάιο του 1963. Ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς, που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Γαλλία, βρέθηκε να διαβάζει το βιβλίο του Βασιλικού στο ταξίδι της επιστροφής του στο Παρίσι από την Αθήνα, λίγες μέρες προτού ξεσπάσει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αποφάσισε να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, όταν οι δικτάτορες είχαν πλέον αλυσοδέσει τη χώρα, ως ελάχιστη συνεισφορά στη διεθνοποίηση της ελληνικής υπόθεσης.

Απευθύνθηκε στον ισπανό συγγραφέα Χόρχε Σεμπρούν και μαζί ετοίμασαν το σενάριο, χωρίς να έχουν χρήματα. Παραγωγός δεν βρισκόταν στον ορίζοντα, το ποσό που διέθετε το Γαλλικό Κέντρο Κινηματογράφου ήταν μικρό και η ταινία κινδύνευε να μην υλοποιηθεί. Ως από μηχανής θεός, ο ηθοποιός Zακ Περέν τού πρότεινε να γυριστεί η ταινία στην Αλγερία. Εκεί είχε πάρα πολλούς φίλους που μπορούσαν να συμμετάσχουν στην παραγωγή. Τα γυρίσματα άρχισαν και ολοκληρώθηκαν στο Αλγέρι, με τη συμμετοχή γνωστών και σπουδαίων ηθοποιών, όπως ο Υβ Μοντάν, η Ειρήνη Παπά, ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν, ο Φρανσουά Περιέ και ο Ρενάτο Σαλβατόρι.

Περιπετειώδης ήταν και η μουσική επένδυση της ταινίας. Ο Γαβράς τηλεφώνησε στον Μίκη Θεοδωράκη, που βρισκόταν εξόριστος στη Ζάτουνα Αρκαδίας, για να του ζητήσει να γράψει τη μουσική. Ο συνθέτης δέχθηκε, αλλά ζήτησε πρώτα να διαβάσει το σενάριο της ταινίας. Η Χούντα, όμως, δεν του επέτρεπε καμία επαφή με τον έξω κόσμο και οι διάφοροι τρόποι που μηχανεύτηκαν οι άνθρωποι της παραγωγής για να τον συναντήσουν δεν έφερε αποτέλεσμα. Προ του αδιεξόδου, ο Θεοδωράκης τους είπε να επιλέξουν αυτοί από τους δίσκους του ποια τραγούδια του ταιριάζουν στο ύφος της ταινίας. Ο μαέστρος Μπερνάρ Ζεράρ και ο Κώστας Γαβράς ανέλαβαν το δύσκολο έργο.

Ο τόπος της δράσης της ταινίας δεν αναφέρεται ρητά, αλλά σαφώς υπονοείται η Ελλάδα και από την εξέλιξη της ιστορίας η υπόθεση Λαμπράκη. Είναι παρόντες ο Λαμπράκης (Υβ Μοντάν) και ο ανακριτής Σαρτζετάκης (Ζαν Λουί Τρεντινιάν). Άλλωστε, ο σκηνοθέτης δεν αφήνει καμία αμφιβολία περί αυτού. Στους τίτλους της αρχής διαβάζουμε: «Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα ή πρόσωπα ζώντα και τεθνεώτα δεν είναι τυχαία. Είναι σκόπιμη».

Η υπόθεση της ταινίας αναφέρεται σε έναν επιστήμονα, που έχει προγραμματίσει να κάνει μια ομιλία κατά της χρήσης της ατομικής βόμβας. Καθώς φτάνει έξω από την αίθουσα στην οποία πρόκειται να μιλήσει, δέχεται την επίθεση μιας ομάδας ακροδεξιών εξτρεμιστών που συνδέονται πολιτικά με την κυβέρνηση, ενώ η αστυνομία που είναι παρούσα δεν παρεμβαίνει. Συνέρχεται από το ισχυρό χτύπημα και κάνει την ομιλία, αργότερα όμως πεθαίνει από τα τραύματά του. Ένας δημοσιογράφος βρίσκει ένα μάρτυρα κι ένα δικαστή που είναι πρόθυμος να τον ακούσει, παρά τις διαμαρτυρίες της κυβέρνησης. Στη δίκη που ακολουθεί αποκαλύπτεται μια κυβερνητική συνωμοσία, αλλά τα πάντα ανατρέπονται, όταν στην εξουσία ανεβαίνει νέα κυβέρνηση, έπειτα από στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο οδηγεί στην αδιαλλαξία και την απαγόρευση των μακριών μαλλιών, των Beatles και των εκδηλώσεων υπέρ της ειρήνης.

Η ταινία βγήκε στους γαλλικούς κινηματογράφους στις 26 Φεβρουαρίου 1969, αλλά γνώρισε τη διεθνή καταξίωση μετά την προβολή της στο φεστιβάλ των Καννών τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. Δημιούργησε αίσθηση και τιμήθηκε με τα βραβεία πρώτου ανδρικού ρόλου (Ζαν Λουί Τρεντινιάν) και των κριτικών (FIPRESCI) για τον Κώστα Γαβρά. Η φήμη της πέρασε και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και τον επόμενο χρόνο ήρθε η σειρά των Όσκαρ. Η ταινία εκπροσώπησε την Αλγερία (χώρα των παραγωγών της ταινίας) και απέσπασε το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και το Όσκαρ για το μοντάζ της (Φρανσουάζ Μπολό), που αποτέλεσε ένα από τα μεγάλα της ατού. Στην Ελλάδα προβλήθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας.

Το «Ζ» άρεσε και γνώρισε μεγάλη επιτυχία, επειδή δεν ταυτίστηκε με μία χώρα και είχε παγκόσμιο χαρακτήρα. Πολλοί θεατές είχαν να θυμηθούν μια ανάλογη ιστορία κρατικής αυθαιρεσίας στη δική τους πατρίδα, ιδιαίτερα όσοι προέρχονταν από χώρες με αυταρχικά καθεστώτα και δεν ήταν λίγοι εκείνη την εποχή. Βασική αρετή του έργου είναι το μπόλιασμα της πολιτικής στόχευσης με τις χολιγουντιανές τεχνικές των ταινιών δράσης. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολιτικό θρίλερ «που συσσωρεύει τόση ένταση, ώστε στο τέλος να αισθάνεστε δεμένοι σε κόμπο», όπως έγραψε μία γαλλίδα κριτικός.

Από: www.sansimera.gr

De Siris

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

Αδελφοί Γκριμ


Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ

Οι αδελφοί Γκριμ γεννήθηκαν σ' ένα μικρό χωριό της Γερμανίας, ο Γιάκομπ στις 4 Ιανουαρίου του 1785 και ο Βίλχεμ στις 24 Φεβρουαρίου του 1786. Και οι δύο σπούδασαν νομικά, όπως και ο πατέρας τους, ενώ από μικρή ηλικία έδειξαν τεράστιο ενδιαφέρον για τις γερμανικές λαϊκές αφηγήσεις και παραδόσεις.

Συνέλεγαν παραδοσιακές ιστορίες, προσπαθώντας να αποτυπώσουν στο χαρτί όσο πιο πιστά μπορούσαν την τεχνική και τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι αφηγητές. Από αυτές εμπνεύστηκαν για να γράψουν περισσότερα από 200 παραμύθια, τα οποία σήμερα είναι γνωστά ως «Παραμύθια Γκριμ». Μεταφράστηκαν σε 160 γλώσσες και αγαπήθηκαν από τα παιδιά όλου του κόσμου. Ανάμεσά τους, «Η Κοκκινοσκουφίτσα», «Η Σταχτοπούτα», «Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι, «Η ωραία κοιμωμένη», «Χάνσελ και Γκρέτελ», «Ραπουντζέλ».

Ο Γιάκομπ ως φιλόλογος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μεσαιωνική λογοτεχνία και γλωσσολογία. Συνέταξε τη «Γερμανική Γραμματική», ενώ διατύπωσε και μία γενική αρχή, γνωστή ως «Νόμος του Γκριμ», που περιγράφει τη σχέση μεταξύ των διαφόρων γλωσσών. Ο Βίλχελμ ασχολήθηκε περισσότερο με τη λογοτεχνική κριτική.

Το 1829 τα δύο αδέλφια έγιναν βιβλιοθηκάριοι και καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Gottingen. Την ίδια χρονιά, ο Γιάκομπ εξέδωσε άλλο ένα σημαντικό πόνημά του, τις «Γερμανικές Μυθολογίες», με όλες τις δοξασίες της προχριστιανικής Γερμανίας.

Το 1840 ο βασιλιάς Φρειδερίκος Ουίλιαμ IV της Πρωσίας τούς κάλεσε στο Βερολίνο, όπου έγιναν μέλη της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών. Ξεκίνησαν να εργάζονται για τη δημιουργία ενός τεράστιου ιστορικού λεξικού, το οποίο άφησαν ημιτελές, καθώς ο Βίλχεμ πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου του 1859 και ο Γιάκομπ στις 20 Σεπτεμβρίου του 1863. Το έργο τους ολοκληρώθηκε από μεταγενέστερους ερευνητές, πολλά χρόνια αργότερα.

Από: www.sansimera.gr

De Siris

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Αγία Σοφία


Ο ναός της του Θεού Σοφίας

Η Αγία Σοφία είναι το πρώτο κτίσμα που χτυπάει στα μάτια του επισκέπτη, καθώς εισέρχεται από την Προποντίδα. Το ξεχωριστό αυτό σημείο είχαν επιλέξει για να χτίσουν τους ναούς τους, αιώνες πριν από τους Βυζαντινούς, οι ειδωλολάτρες.

Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. όταν ονόμασε τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο και τα εγκαίνια έγιναν το 346.

Κατά την εποχή του Αρκαδίου, το 404, η πρώτη Αγιά Σοφιά πυρπολείται και θα κτισθεί εκ νέου από τον Θεοδόσιο Β'. Θα πυρποληθεί όμως και πάλι το 532, κατά τη Στάση του Νίκα. Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' αποφασίζει να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στη Βασιλεύουσα. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού θα μπουν στις 23 Φεβρουαρίου του 532, με σχέδια που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος Τραλλιανός και Ισίδωρο ο Μιλήσιος.

Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ ξοδεύτηκαν 320.000 λίρες (περίπου 120.000.000 ευρώ). Από κάθε σημείο όπου υπήρχε Ελληνισμός, έγινε προσφορά: Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.

Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα, αναφωνεί: «Δόξα των Θεώ το καταξιωσάντι με τελέσαι τοιούτον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών».

Για χίλια και πλέον χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία θα αποτελέσει το κέντρο της ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Εκεί, ο λαός θα γιορτάσει τους θριάμβους, θα θρηνήσει τις συμφορές και θα αποθεώσει τους νέους αυτοκράτορες.

Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου του 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ' Δραγάτης, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγνώμη για λάθη που πιθανόν έκανε, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Σοφία έγινε τζαμί και με την επανάσταση του Κεμάλ Ατατούρκ μετατράπηκε σε μουσείο.

Από: www.sansimera.gr

De Siris

Μαρίκα Νίνου


Μαρίκα Νίνου

Η ρεμπέτισσα Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1918 στον Καύκασο. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Νικολαΐδου. Σε ηλικία 10 ετών ήρθε στη Θεσσαλονίκη, και το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εμφανίστηκε σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, κάνοντας ακροβατικά νούμερα, μαζί με τον άντρα και το παιδί της.

Τον Οκτώβριο του 1948, ο Στελλάκης Περπινιάδης την πήρε κοντά του για τραγουδίστρια στο κέντρο «Φλόριντα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, όπου και της έμαθε τα μυστικά του τραγουδιού. Η συνεργασία της με τον Βασίλη Τσιτσάνη το 1949 στο κέντρο «Τζίμης ο Χοντρός» υπήρξε καθοριστική στη ζωή και των δύο. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε στο πάλκο και στη δισκογραφία με πλήθος σημαντικών λαϊκών συνθετών, όπως ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Απόστολος Καλδάρας κ.α.

Η μακροβιότερη, όμως, και πιο παραγωγική συνεργασία της ήταν αυτή με τον Τσιτσάνη. Υπήρξε η μούσα, που τον ενέπνευσε όσο καμιά άλλη. Τον Οκτώβριο του 1951 πήγαν μαζί στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το ταξίδι αυτό χώρισαν ξαφνικά και η Μαρίκα πήγε στην Αμερική, όπου τραγούδησε δίπλα στον Κώστα Καπλάνη επί δύο χρόνια.

Πριν πάει στην Αμερική είχε κάνει στην Αθήνα εγχείρηση καρκίνου, αλλά στην Αμερική παρουσίασε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε αμέσως στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους. Πέθανε, σε ηλικία μόλις 39 ετών, στις 23 Φεβρουαρίου του 1957.

De Siris

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Κατίνα Παξινού


Κατίνα Παξινού

Στις 22 Φεβρουαρίου του 1973 η Κατίνα Παξινού κέρδισε μια θέση στο πάνθεον των αθανάτων. Το καλλιτεχνικό δαιμόνιο, το φλογερό duente που έκαιγε ασίγαστα κάτω απ' τα στήθη της έγινε ούριος άνεμος, καπνός γύρω από το όνομα της. Σαν μια αόρατη δάφνη που στεφανώνει ακόμη τη δόξα και τη φήμη μιας σπουδαίας Ελληνίδας που κατέκτησε τον κόσμο όλο, κυριολεκτικά!

Η Αικατερίνη Παξινού, το γένος Κωνσταντοπούλου, η Κατίνα του ελληνικού θεάτρου, το «Κατινάκι» των δικών της και αργότερα των αγαπημένων της φίλων, γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1900 στον Πειραιά. Μετά τα όμορφα παιδικά χρόνια στο Λιμάνι, θα βγει στο εξωτερικό με παρότρυνση της οικογένειας της, για να καλλιεργήσει αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο που διέκριναν εγκαίρως στη φωνή της. Θα σπουδάσει στο Ωδείο της Γενεύης, καθώς και σε σχολές του Βερολίνου και της Βιέννης, βάζοντας έτσι γερά θεμέλια για μια καριέρα εκτυφλωτική, δίχως προηγούμενο για Ελληνίδα ηθοποιό.

Τα πρώτα βήματα.

Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Σκηνή του δημοτικού Θεάτρου Πειραιά ως λυρική ηθοποιός, στην όπερα Αδελφή Βεατρίκη, του Δημήτρη Μητρόπουλου, κρατώντας «με το καλημέρα» τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το 1928, εμφανίζεται στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και παίρνει το βάπτισμα του πυρός στο θέατρο πρόζας, παίζοντας στο έργο του Ανρί Μπατάιγ, Γυμνή Γυναίκα. Το 1931, προσχωρεί μαζί με το σύζυγο της Αλέξη Μινωτή στο Συνεταιρικό Θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, ανεβάζοντας έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως τα Πόθοι κάτω από τις λεύκες, του Ευγένιου Ο Νιλ, Ο Πατέρας, του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ, Ο Θείος Βάνιας, του Αντον Τσέχοφ. Από το 1932 μέχρι το 1940 πρωταγωνιστεί στο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμηνεύει ρόλους που την καταξιώνουν ως κορυφαία ηθοποιό της εγχώριας σκηνής. Η μουσική ιδιοσυγκρασία της σε συνδυασμό με τις απεριόριστες δυνατότητες της φωνής της, η έμφυτη αίσθηση του ρυθμού και της αρμονίας που διέθετε, και μάλιστα με το παραπάνω, ο καίριος λόγος της και η αυθόρμητη κίνηση της προσέδιδαν στην κάθε ερμηνεία της ένα μοναδικό ύφος και μια εξαιρετική ποιότητα, σκηνικά αξεπέραστη εκείνη την εποχή. Με τη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου θα εμφανιστεί στο Λονδίνο, στη Φρανκφούρτη και στο Βερολίνο, ερμηνεύοντας το ρόλο της Ηλέκτρας στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, τη Γερτρούδη στον Άμλετ του Σαίξπηρ, και την κυρία 'Αλβινγκ στους Βρικόλακες του ‘Ιψεν.

Η ταινία και η συνάντηση με τον θείο Όσκαρ.

Την περίοδο του πολέμου εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εμφανίζεται στο Μπρόντγουεϊ, ενώ παράλληλα ερμηνεύει σπουδαίους ρόλους στον κινηματογράφο, με τους οποίους κερδίζει πολύ σύντομα τη διεθνή αναγνώριση. Όταν λοιπόν ξεσπά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Παξινού θα εγκλωβιστεί στο Λονδίνο, όπου ήδη έπαιζε στο αγγλικό θέατρο με ιδιαίτερη επιτυχία/Ηταν αδύνατο να επιστρέψει στην Ελλάδα, και τελικά, ταξιδεύοντας με αντιτορπιλικό (!), βρέθηκε στην Αμερική, στην άλλη ακτή του Ατλαντικού. Εκεί, κάποιος από την εταιρεία παραγωγής Paramount πρόσεξε σε κάποια παράσταση στη Νέα Υόρκη και της έδωσε το Β' γυναικείο ρόλο στην ταινία Για ποιον χτυπά η καμπάνα, του Σαμ Γουντ, σε σενάριο Χέμινγουεϊ. Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο της έδωσε με τη σειρά του μια υποψηφιότητα για Όσκαρ. Σύμφωνα με τα όσα η ίδια αφηγήθηκε στον εγγονό της, το γνωστό ηθοποιό Αλέξανδρο Αντωνόπου¬λο, την ημέρα της απονομής βρισκόταν από νωρίς στην αίθουσα, καθισμένη δίπλα στον πρωταγωνιστή της ταινίας Γκάρι Κούπερ. «Όμως από την ταραχή μου δεν άκουσα το όνομα μου. Χρειάστηκε να μου το πει εκείνος: "Μα, εσένα λένε" μου ψιθύρισε, σπρώχνοντας με στη σκηνή». Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Ανεβαίνοντας στη σκηνή και παίρνοντας το αγαλματίδιο στα χέρια της, το αφιέρωσε στους Έλληνες συναδέλφους της, που τότε, λόγω του πολέμου, αγωνίζονταν πίσω στην πατρίδα. Δεν ήξερε καν αν ήταν ζωντανοί! Το πρώτο «ελληνικό» Όσκαρ έφερε πάνω του χαραγμένο το ονοματεπώνυμο: Katina Paxinou. Ας μην ξεχνάμε ότι η Παξινού παραμένει μέχρι σήμερα η μόνη Ελληνίδα ηθοποιός που έχει πάρει 'Οσκαρ... Σχετικά με τη ζωή της στο Χόλυγουντ και σύμφωνα με τα όσα είχε αφηγηθεί στο δημοσιογράφο και συγγραφέα Δημήτρη Λυμπερόπουλο, φέρεται να είπε: «Όταν ζούσα στο Χόλιγουντ, κατάλαβα ότι ο κινηματογράφος είναι σαν την εκκλησία, με τους πριμάτους και τις πριμαντόνες, που με τις χρυσοποίκιλτες αμφιέσεις μαγεύουν ή αποβλακώνουν τους θεατές-ποίμνιο... Μπροστά στις κάμερες, αλλά και πίσω τους, υπάρχουν καλοί και κακοί επαγγελματίες, αλλά κυρίως τα πάντα κινούν άπληστοι στο δολάριο παραγωγοί».

Η επιστροφή στην Ελλάδα και η καθιέρωση της ως τραγωδού.

Το 1949 -πέντε χρόνια μετά τη βράβευση της για το ρόλο της Πιλάρ- τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτό στο Φεστιβάλ Μπίαριτς, για την ερμηνεία της στην ταινία Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα. «Είναι τόσο σπάνιο στον καιρό μας» είχε πει ο πατέρας της αμερικά¬νικης δραματουργίας Ευγένιος Ο' Νιλ για την Κατίνα Παξινού «ν' ανταμώσει κανείς στο θέατρο μια τόσο εκλεκτή και απλή γυναίκα και συνάμα μια τόσο σπουδαία καλλιτέχνιδα». Εκείνη θα επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα το 1952, όπου και θα αρχίσει ξανά τις εμφανίσεις της στο Εθνικό Θέατρο, με τον Αλέξη Μινωτή να σκηνοθετεί Ίψεν και Λόρκα, αλλά με κύριο πλέον σκηνικό ενδιαφέρον τις παραστάσεις αρχαίων θεατρικών έργων. 
Έλαβε αδιάλειπτα μέρος στα διάφορα φεστιβάλ της δεκαετίας του '50 με παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο/Όμως δεν εγκατέλειψε ποτέ την αγάπη της για τον κινηματογράφο. Έπαιξε στις ταινίες Ο κύριος Αρκάντιντου 'Ορσον Γουέλς και Ο Ρόκος και τα αδέλφια τούτου Λουκίνο Βισκό-ντι (1960) πλάι στο νεαρό τότε γόη του ευρωπαϊκού σινεμά Αλεν Ντελόν, αλλά και στο συμπατριώτη της ηθοποιό Σπύρο Φωκά. Το 1968, μετά τη σημαντικότατη θητεία της στο Εθνικό Θέατρο, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής συγκροτούν δικό τους θίασο που περιοδεύει στο Θέατρο Αυλαία της Θεσσαλονίκης και στο Θέατρο Διά¬να της οδού Ιπποκράτους στην Αθήνα. Την περίοδο 1971-1972 ερμηνεύει στο Θέατρο Πάνθεον την τελευταία μεγάλη της επιτυχία, στην παράσταση Μά¬να Κουράγιο, του Μπρεχτ. Η αεικίνητη χορογράφος Μαρία Χορς έχει εδώ μια προσωπική μαρτυρία να αφηγηθεί από τη μακρόχρονη συνεργασία μαζί της, την εποχή που ήταν άρρωστη, στο επί σκηνής κύκνειο άσμα της. «Μόλις τελείωσε την παράσταση Μάνα Κουράγιο και βγήκε για να χαιρετίσει το κοινό που χειροκροτούσε, έψαξε με το βλέμμα της ανάμεσα στους συντελεστές τον Μινωτή και αφού τον εντόπισε του είπε: "Δεν ξέχασα τίποτε απόψε, τα είπα όλα"». Ο τελευταίος της ρόλος στον κινηματογράφο ήταν στην ταινία Το νησί της Αφροδίτης, πολύ νωρίτερα απ' ό,τι στο θέατρο, το 1969.

Ο άνθρωπος

Η Κατίνα Παξινού, εκτός από τις αξέχαστες ερμηνείες της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, επιδόθηκε σε μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο' Νιλ και έγραψε τη μουσική για την παράσταση Οιδίπους Τύραννος, του Σοφοκλή, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη το 1933 και σε σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή το 1952. Παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α' και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιξαμπέλλα Ντ' Εστέ». Πέρα όμως από τα παράσημα, τις διακρίσεις, τα βραβεία, τα χειροκροτήματα, τα δύσκολα «εύγε» και «μπράβο», η Παξινού υπήρξε ένας άνθρωπος απλός. Το μαγείρεμα, το κέντημα και τα λουλούδια ήταν τα πάθη της, οι σταθερές ασχολίες της. Τα άνθη που καλλιεργούσε μόνη της τώρα τυλίγουν την προτομή της στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Ερωτήματα ρουτίνας του τύπου «τι θα φάμε;», «πόσους θα καλέσουμε απόψε;», «πριν ή μετά την παράσταση;» γέμιζαν το υπόλοιπο της μέρας της όταν δεν έκανε πρόβες ή δεν έδινε τον καλύτερο της εαυτό στους απαιτητικούς ρόλους με τους οποίους καταπιανόταν και έφερνε πάντα επάξια στο επίπεδο που το όνομα και η τελειομανία της απαιτούσαν. Όπως γράφει ο σύντροφος της ζωής και της τέχνης της -άλλη εμβληματική φυσιογνωμία του θεάτρου μας- Αλέξης Μινωτής: «Η αμεσότητα ήταν το κύριο συστατικό της ιδιοσυγκρασίας της. Τίποτε το Θεωρητικό/Ήταν παντού ολόκληρη, ένα υλοποιημένο πνεύμα στην τελειότητα. Μια αληθινή μορφή γεμάτη, απόλυτα πραγματοποιημένη από στέρεα ψυχωμένα στοιχεία δύναμης, ευαισθησίας και ρυθμικού κάλλους... Ανανεωνόταν με τέτοια ραγδαιότητα, που δεν πρόφταινες να προσδιορίσεις τις πηγές από όπου ανέβλυζε η τόση νεότητα. Λέω και πιστεύω, από την αθωότητα, τη σύμφυτη με τη δημιουργική ιδιοφυΐα, που ίσχυε όχι μόνο 
Στην τέχνη, μα και στη ζωή...»

Του Δημήτρη Φοινίτση

De Siris

Παγκόσμια Ημέρα Σκέψης


Παγκόσμια Ημέρα Σκέψης

Προσκοπική και Οδηγική εκδήλωση. Γιορτάζεται κάθε χρόνο από το 1926 στις 22 Φεβρουαρίου, σε ανάμνηση της γέννησης του ιδρυτή του Προσκοπισμού Λόρδου Μπέϊντεν - Πάουελ (22/2/1857).

Την ημέρα αυτή οι Πρόσκοποι και οι Οδηγοί συλλογίζονται για τις αξίες των οργανώσεών τους, αποστέλλουν τις ευχές σε όλους όσοι ανήκουν στη μεγάλη αυτή παγκόσμια οικογένεια και πραγματοποιούν εράνους για να βοηθήσουν προσκόπους και οδηγούς σε φτωχές χώρες.

Από: www.sansimera.gr

De Siris

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Nina Simone


Νίνα Σιμόν

Η Νίνα Σιμόν (πραγματικό όνομα Γιουνίς Κάθλην Γουέημον, γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1933 και πέθανε στις 21 Απριλίου 2003, ήταν τραγουδίστρια, στιχουργός και πιανίστρια. Αν και οι ειδικοί την κατατάσσουν στους καλλιτέχνες της τζαζ μουσικής, η ίδια δεν αποδέχτηκε ποτέ αυτήν την τυποποίηση. Από γενική άποψη το έργο της καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από τη μπλουζ, τη ρυδμ΄εν΄μπλουζ έως τη σόουλ μουσική. Η φωνή της χαρακτηρίζεται από πάθος, μεγάλες αναπνοές και τρέμουλο.

Βιογραφία

Η Σιμόν γεννήθηκε στην πόλη Τράιον της Νότιας Καρολίνας, ήταν το έκτο από τα οκτώ παιδιά πολυμελούς οικογένειας. Όπως πολλoί άλλοι Μαύροι τραγουδιστές, επηρεάστηκε όταν ήταν παιδί από την περίφημη μεσόφωνο του λυρικού ρεπερτορίου Μάριαν Άντερσον και άρχισε να τραγουδάει στην τοπική της εκκλησία, φανερώνοντας παράλληλα πλούσιο ταλέντο και ως πιανίστρια. Ένα περιστατικό εκείνης της περιόδου, συνέβαλε στη μετέπειτα ανάμειξή της στο κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα: στην πρώτη της δημόσια εμφάνιση στο πιάνο, σε ηλικία δέκα ετών, οι γονείς της, οι οποίοι είχαν πιάσει θέσεις στην πρώτη σειρά, υποχρεώθηκαν με τη βία να μετακινηθούν, για να καθίσουν Λευκοί.

Σε ηλικία δεκαεπτά ετών μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια, όπου έδινε μαθήματα και συνόδευε στο πιάνο την ερμηνεία διαφόρων τραγουδιστών. Χάρις την οικονομική συνεισφορά δωρητών, άρχισε σπουδές πιάνου στην περίφημη σχολή Juilliard School of Music της Νέας Υόρκης. Ωστόσο, η έλλειψη πόρων την ανάγκασε να τα παρατήσει και να εγκαταλείψει το όνειρό της να γίνει η πρώτη Αφρο-αμερικανή σολίστας πιάνου. Αργότερα προσπάθησε να εισαχθεί στο ιδιαίτερα απαιτητικό Curtis Institute της Φιλαδέλφεια, αλλά απορρίφθηκε. Η ίδια πίστευε ότι αυτό έγινε λόγω της φυλετικής της καταγωγής.

Στη συνέχεια στράφηκε στη μπλουζ και την τζαζ μουσική. Το 1954 άρχισε να εμφανίζεται σε νυχτερινό κέντρο της Ατλάντικ Σίτυ με τα καλλιτεχνικό όνομα "Νίνα Σιμόν". Το "Νίνα" - στα ισπανικά "κορίτσι" - ήταν το παρατσούκλι που της κόλλησε ο φίλος της ενώ το "Σιμόν" προήλθε από το όνομα της Γαλλίδας ηθοποιού Σιμόν Σινιορέ. Άρχισε να γίνεται γνωστή στο ευρύτερο κοινό το 1959 ερμηνεύοντας σε διασκευή το "I Loves You Porgy" (από το μιούζικαλ Porgy And Bess) του Τζωρτζ Γκέρσουϊν, το οποίο ήταν και η μοναδική της επιτυχία που θα εισερχόταν στο αμερικανικό Top 40. Ακολούθησε το "My Baby Just Cares For Me" (το οποίο επανήλθε ως επιτυχία τη δεκαετία του 1980, όταν χρησιμοποιήθηκε σε τηλεοπτικές διαφημίσεις του αρώματος Chanel No. 5).

Κατά τη δεκαετία του 1960 η Σιμόν αναμείχθηκε στο κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα και ηχογράφησε μία σειρά στρατευμένων τραγουδιών, όπως τα "To Be Young, Gifted And Black" (που έγινε αργότερα μεγάλη επιτυχία σε εκτέλεση της Αρίθα Φράνκλιν) "Blacklash Blues", "Mississippi Goddam" (με αφορμή τη δολοφονία του Μαύρου αγωνιστή Μέντγκαρ Έβερς και την έκρηξη βόμβας σε εκκλησία, στο Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα, όπου σκοτώθηκαν τέσσερα Μαύρα παιδιά), "I Wish I Knew How It Would Feel To Be Free" και το "Pirate Jenny" του Κουρτ Βάιλ (από την Όπερα της Πεντάρας).

Το 1961, η Νίνα Σιμόν ηχογράφησε μια εκτέλεση του παραδοσιακού τραγουδιού "House Of The Rising Sun", ένα τραγούδι το οποίο αργότερα ηχογράφησε και ο Μπομπ Ντίλαν, ενώ έγινε μεγάλη επιτυχία από τους Animals. Στα τραγούδια για τα οποία είναι διάσημη περιλαμβάνονται το "I Put A Spell On You" (η αυθεντική εκτέλεση είναι του 'Screamin' Jay Hawkins), το "Here Comes The Sun" των Beatles, και το "Four Women". Η Σιμόν ήταν πολυδιάστατη ως καλλιτέχνης και αυτό ήταν έκδηλο στο σύνολο της μουσικής της, που συχνά είχε την απλότητα της παραδοσιακής μουσικής. Σε μία και μόνη συναυλία, μπορούσε με ευκολία να περνάει από γκόσπελ ήχους σε μπλουζ και τζαζ, και από κομμάτια όπως το "For All We Know", σε κομμάτια εμποτισμένα με κλασσικές ευρωπαϊκές επιρροές. 

Στην κινηματογραφική επιτυχία του Νόρμαν Τζούισον, "The Thomas Crown Affair" του 1968, με πρωταγωνιστές τον Στιβ Μακ Κουίν και τη Φέη Ντάναγουεϊ, ξεχώριζε το τραγούδι"Sinner Man" και έφερε τη μουσική της Νίνα Σιμόν κοντά σε ένα ευρύτερο κοινό.

Το 1971, η Σιμόν έφυγε από τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά από διαφορές που είχε με ατζέντηδες, δισκογραφικές εταιρίες αλλά και τις φορολογικές Αρχές, επικαλούμενη ως αιτία το ρατσισμό. Έτσι, επιστρέφοντας το 1978, συνελήφθη για φοροδιαφυγή, αφού είχε αρνηθεί να καταβάλει φόρους αρκετών ετών, ως διαμαρτυρία για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Έζησε σε διάφορες χώρες της Καραϊβικής, της Αφρικής και της Ευρώπης, συνεχίζοντας τις εμφανίσεις και μετά τα εξήντα της. Τη δεκαετία του 1980 εμφανιζόταν τακτικά στο τζαζ κλαμπ Ronnie Scott's στο Λονδίνο.

Στη μουσική βιομηχανία είχε αποκτήσει τη φήμη ανθρώπου δύσκολου στη συνεννόηση και με εκρηκτικό χαρακτήρα, χαρακτηρισμός για τον οποίο η ίδια διαφωνούσε σθεναρά. Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό που συνέβη το 1995, όταν έριξε εναντίον του γιου ενός γείτονά της με αεροβόλο όπλο, επειδή γελούσε και την εμπόδιζε να αυτοσυγκεντρωθεί. Αν και η παρουσία της επί σκηνής είχε κάπως απόμακρο και αλαζονικό ύφος, στα μετέπειτα χρόνια η Σιμόν έδειχνε να απολαμβάνει ιδιαίτερα να επικοινωνεί με το ακροατήριο, με διηγήσεις συχνά χιουμοριστικών περιστατικών από την καριέρα της και τη μουσική και ερμηνεύοντας κομμάτια κατά παραγγελία των θαυμαστών της. Το μεγαλοπρεπές της παρουσιαστικό και η επιβλητική της παρουσία πάνω στη σκηνή, χάρισαν στη Σιμόν τον τίτλο της "Αρχιέρειας της Σόουλ".

Κινηματογραφικές ταινίες όπως το "Point Of No Return" του 1993, το "Romeo And Juliet" του 1996 και το "The Thomas Crown Affair" του 1999 (ριμέικ της ταινίας του 1968), περιλάμβαναν μερικά από τα τραγούδια της, παρουσιάζοντας στη νεότερη γενιά την εκφραστική μουσική της.

Παντρεύτηκε και χώρισε δύο φορές. Ο πρώτος της γάμος, το 1958, με τον Ντον Ρος διήρκεσε μόλις ένα χρόνο. Το 1960 ήταν η σειρά του Άντυ Στρουντ, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη, τη Λίζα. Ωστόσο, θα πάρουν διαζύγιο το 1970.

Το 1993, εγκαταστάθηκε κοντά στο Αιξ-αν-Προβάνς, στη νότια Γαλλία. Απεβίωσε στον ύπνο της, στο Καρρύ-λα-Ρουέτ το 2003. Η αυτοβιογραφία της Σιμόν με τίτλο I Put A Spell On You (ISBN 0-306-80525-1) εκδόθηκε το 1992.

Δισκογραφία

1958 "Jazz as played in an exclusive side street club" (BETHLEHEM)
1959 "Nina Simone And Her Friends" (BETHLEHEM)
1959 "The Amazing Nina Simone" (COLPIX)
1959 "Nina Simone At Town Hall" (COLPIX)
1960 "Nina Simone At Newport" (COLPIX)
1961 "Forbidden Fruit" (COLPIX)
1962 "Nina Simone At The Village Gate" (COLPIX)
1962 "Nina Simone Sings Ellington" (COLPIX)
1963 "Nina Simone At Carnegie Hall" (COLPIX)
1964 "Folksy Nina" (COLPIX)
1964 "Nina Simone In Concert" (PHILIPS)
1964 "Broadway Blues Ballads" (PHILIPS)
1965 "I Put A spell On You" (PHILIPS)
1965 "Pastel Blues" (PHILIPS)
1966 "Nina Simone With Strings" (COLPIX)
1966 "Let It All Out" (PHILIPS)
1966 "Wild Is The Wind" (PHILIPS)
1967 "High Priestress of Soul" (PHILIPS)
1967 "Nina Simone Sings The Blues" (RCA)
1967 "Silk & Soul" (RCA)
1968 "'Nuff Said!" (RCA)
1969 "Nina Simone And Piano!" (RCA)
1969 "To Love Somebody" (RCA)
1970 "Black Gold" (RCA)
1971 "Here Comes The Sun" (RCA)
1972 "Emergency Ward" (RCA)
1974 "It is Finished" (RCA)
1978 "Baltimore" (CTI)
1982 "Fodder On My Wings" (CARRERE)
1985 "Nina's Back" (VPI)
1987 "Let It Be Me" (VERNE)
1988 "Live At Ronnie Scott's" (HENDRING-WADHAM)
1993 "A Single Woman" (ELEKTRA))
1994 "The Rising Sun Collection: Nina Simone" (JUST A MEMORY RECORDS)
1999 "Live At Ronnie Scott's" (METEOR)

De Siris