Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Τρεις Ιεράρχες


Οι Τρεις Ιεράρχες.

Οι τρεις επιφανείς άγιοι και θεολόγοι της χριστιανικής θρησκείας, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Γρηγόριος ο Θεολόγος.

Αναδείχθηκαν οι περισσότεροι σημαντικοί εκκλησιαστικοί πατέρες και άγιοι. Η σοφία και η δράση τους έδωσε σ' αυτούς τον τίτλο των μεγίστων φωστήρων, όπως ψέλνεται και στο τροπάριό τους: «Τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος...».
Και οι τρεις έδειξαν υποδειγματική προσήλωση στη χριστιανική θρησκεία κι η ζωή τους ήταν γεμάτη από τους αγώνες τους γι' αυτή. Τα συγγράμματά τους, αλλά και η προφορική τους διδασκαλία έδωσαν δόξα και αίγλη στη χριστιανική παιδεία.

Γαλουχημένοι με τα βαθιά νοήματα της θρησκείας και άριστοι γνώστες της αρχαίας ελληνικής σοφίας, συνδυάζουν τις γνώσεις τους αυτές και προσφέρουν τις πρώτες βάσεις στη διαμόρφωση της ελληνοχριστιανικής παιδείας και του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Για τη μεγάλη προσφορά τους στα γράμματα ανακηρύχτηκαν άγιοι προστάτες των γραμμάτων, των μαθητών και γενικά της σπουδάζουσας νεολαίας.

Για τη σοφία τους και τη χριστιανική τους ζωή, η ορθόδοξη Εκκλησία τους ονόμασε αγίους και γιορτάζουν ο καθένας ξεχωριστά. Αλλά επειδή δημιουργήθηκε μια διαφωνία μεταξύ των χριστιανών για το ποιος από τους τρεις πρόσφερε τα περισσότερα, αποφασίστηκε και καθιερώθηκε από τα τέλη του 4ου αιώνα να υπάρχει και για τους τρεις μια κοινή γιορτή στις 30 Ιανουαρίου κάθε έτους. Κι επειδή είναι και προστάτες των γραμμάτων, καθιερώθηκε αυτή η γιορτή να είναι και γιορτή των γραμμάτων και της ελληνοχριστιανικής παιδείας. Η καθιέρωση αυτή έγινε μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και από το 1842 η γιορτή καθιερώθηκε ως εκπαιδευτική από τη σύγκλητο του πανεπιστήμιου Αθηνών. Η γιορτή αυτή επεκτάθηκε και στα γυμνάσια και στα δημοτικά σχολεία που την ημέρα αυτή αργούν και οργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις και τελετές στη μνήμη των Αγίων.

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γνωστός και ως Ιωάννης της Αντιόχειας πιθανότατα γεννήθηκε το 349 μ.Χ., σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες ιστορικές έρευνες. Μετά βεβαιότητος γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε μεταξύ 344 και 354. Εκοιμήθη το 407. Υπήρξε εξέχων Χριστιανός επίσκοπος και κήρυκας κατά τον 4ο και 5ο αιώνα στην Αντιόχεια και την Κωνσταντινούπολη και ένας από τους πιο λαοφιλείς εκκλησιαστικούς ηγέτες. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους πατέρες της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας και γονείς του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα.

Ο Βασίλειος Καισαρείας, γνωστότερος ως Μέγας Βασίλειος (μεταξύ 329 και 333 - 379), υπήρξε Πατέρας της Εκκλησίας, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, κορυφαίος θεολόγος του 4ου αιώνα. Γεννήθηκε στα 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Ο πατέρας του Βασίλειος ασκούσε το επάγγελμα του καθηγητή ρητορικής στη Νεοκαισάρεια και η μητέρα του Εμμέλεια ήταν απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων.

Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Α´ ο Ναζιανζηνός ή Γρηγόριος ο Θεολόγος, (329 - 25 Ιανουαρίου 389) υπήρξε Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης και θεολόγος. Γεννήθηκε στην Ναζιανζό της Καππαδοκίας από μορφωμένους γονείς. Ο πατέρας του αρχικά ήταν λάτρης ενός κράματος ειδωλολατρίας και Ιουδαϊσμού (Υψιστάριοι) αλλά στη συνέχεια μεταστράφηκε και έγινε Επίσκοπος στη Ναζιανζό. Η μητέρα του Αγία Νόννα έδωσε στο μικρό Γρηγόριο τις πρώτες χριστιανικές κατευθύνσεις. Συνδέθηκε με βαθιά φιλία με το συμφοιτητή του Βασίλειο (τον Μέγα), με τον οποίο, όπως έγραφε ο ίδιος, είχε «μια ψυχή σε δύο σώματα χωρισμένη».


De Siris

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Ευρωπαϊκή Ημέρα Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων


Ευρωπαϊκή Ημέρα Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων

Η Ευρωπαϊκή Ημέρα Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 28 Ιανουαρίου, με πρωτοβουλία του Συμβουλίου της Ευρώπης και την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σκοπός της είναι η ενημέρωση του ευρωπαίου πολίτη για ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα, όπως είναι τα προσωπικά δεδομένα, τα οποία στην εποχή των υπολογιστών και του ίντερνετ αμφισβητούνται και ακυρώνονται, όχι μόνο από κρατικές υπηρεσίες, αλλά και από ιδιωτικούς φορείς. Τα προσωπικά δεδομένα αποτελούν προϋπόθεση για την άσκηση άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως της ελευθερίας του λόγου και της συνείδησης.

Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα είναι κάθε πληροφορία που αναφέρεται και περιγράφει ένα άτομο, όπως: στοιχεία αναγνώρισης (ονοματεπώνυμο, ηλικία, κατοικία, επάγγελμα, οικογενειακή κατάσταση κλπ), φυσικά χαρακτηριστικά, εκπαίδευση, εργασία (προϋπηρεσία, εργασιακή συμπεριφορά κλπ), οικονομική κατάσταση (έσοδα, περιουσιακά στοιχεία, οικονομική συμπεριφορά), ενδιαφέροντα, δραστηριότητες, συνήθειες. Αρμόδια για την προστασία τους στην Ελλάδα είναι η συνταγματικώς κατοχυρωμένη Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.

Από: www.sansimera.gr

De Siris

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Wolfgang Amadeus Mozart

Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ


Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ γεννήθηκε στο Σάλτσμπουργκ, στις 27 Ιανουαρίου 1756 και πέθανε στη Βιέννη στις 5 Δεκεμβρίου 1791, είναι ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες κλασικής μουσικής. Μαζί με τον Ιωσήφ Χάυδν και τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν αποτελούν τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λεγόμενου "βιεννέζικου κλασικισμού" και του κλασικισμού

Πρώτα βήματα

Ο Μότσαρτ διδάχθηκε από τον πατέρα του Λέοπολντ από το τέταρτο έτος της ηλικίας του (αρχικά μουσική, αργότερα και άλλα μαθήματα) και παρουσιάστηκε στο κοινό, μαζί με την αδελφή του Μαρία Άννα, σαν ένα "παιδί θαύμα" (για πρώτη φορά το 1761 στο Σάλτσμπουργκ). Το πρώτο ταξίδι για συναυλίες του νεαρού Μότσαρτ τον οδήγησε τον Ιανουάριο 1762 στο Μόναχο, ένα νεώτερο από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του 1762 μέσω Πάσαου και Λιντς στη Βιέννη. 
Εκεί έπαιξε μπροστά στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, στην οποία μάλιστα ανακοίνωσε ότι όταν μεγαλώσει θα την παντρευτεί. Η αυτοκράτειρα του χάρισε ένα παιδικό κουστούμι.

Από τον Ιούνιο 1763 ο Μότσαρτ έδωσε συναυλίες στο Παρίσι και στο Λονδίνο, καθώς και ως προσκεκλημένος πολλών Γερμανών ηγεμόνων. Ένα ακόμα ταξίδι στο Παρίσι πραγματοποιήθηκε από Νοέμβριο μέχρι Απρίλιο του 1764 και από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1765 βρισκόταν και πάλι στο Λονδίνο. Αυτά τα ταξίδια έδωσαν την ευκαιρία να συναντηθεί ο Μότσαρτ με σημαντικούς μουσικούς της εποχής του. Ο σπουδαιότερος από αυτούς ήταν στο Λονδίνο ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ, ένας από τους γιους του μεγάλου Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος και επηρέασε σημαντικά τον Μότσαρτ στη σταδιοδρομία του. Στο Παρίσι τυπώθηκαν τα πρώτα έργα (σονάτες) του Μότσαρτ. Η ιδιαίτερη επιτυχία αυτού του ταξιδιού στο Παρίσι δεν έγινε δυνατόν να επαναληφθεί σε μετέπειτα ταξίδια του.

Ο Μότσαρτ είχε εντατικοποιήσει ήδη κατά το τελευταίο ταξίδι συναυλιών τις εργασίες του στη σύνθεση και προσπάθησε να παρέμβει και στη μουσική ζωή της γενέτειράς του: συνέθεσε για το Πανεπιστήμιο την όπερα "Apollo und Hyacinthus" και την πρώτη πράξη του ορατόριου "Die Schuldigkeit des ersten Gebots". Κατά τη διάρκεια της δεύτερης μεγάλης επίσκεψής του στη Βιέννη (Σεπτ. 1767 μέχρι Ιαν. 1769) διηύθυνε μεν ο Μότσαρτ με επιτυχία μία "Λειτουργία για το Ορφανοτροφείο" και παρουσίασε την όπερα "Bastien und Bastienne" στη βίλα του γιατρού F. A. Mesmer, δεν βρήκε όμως ανταπόκριση στην αυτοκρατορική Αυλή. Επίσης η όπερά του "La finta semplice" δεν έγινε δεκτό να ανέβει στην Αυλή, αν και την υποστήριξε ο Κ. Β. Γκλουκ (αυτή η όπερα παρουσιάστηκε το 1769 στο Σάλτσμπουργκ).

Ταξίδια στην Ιταλία

Μετά από σχεδόν ετήσια παραμονή στο Σάλτσμπουργκ, ξεκίνησαν πατέρας και γιος Μότσαρτ για την Ιταλία. Ο νεαρός Μότσαρτ ήταν ήδη από τον Οκτώβριο 1769 διευθυντής συναυλίας στην ορχήστρα του αρχιεπισκόπου στο Σάλτσμπουργκ. Δεν επρόκειτο βέβαια πια για περιοδεία ενός εντυπωσιακού παιδιού αλλά για υλοποίηση μιας συνήθειας των μουσικών της εποχής: Σε κάθε μεγάλη πόλη δίνονταν συναυλίες, μετά από πρόσκληση ευγενών, με την ελπίδα να εισπραχθούν δώρα και αναθέσεις ειδικών συνθέσεων, έναντι αμοιβής φυσικά. Ο Μότσαρτ συνάντησε σ' αυτό το ταξίδι τους γνωστούς μουσικούς της εποχής N. Piccini, G.B. Sammartini και τον πατέρα G.B. Martini (στον οποίο έδωσε κατά την επιστροφή του εξετάσεις) και τους διάσημους καστράτους C. Farinelli και G. Manzuoli. Στη Ρώμη απονεμήθηκε στο νεαρό συνθέτη από τον Πάπα ένα παράσημο και έγινε δεκτός σε τάγμα ιπποτών (στον Γκλουκ απονεμήθηκε το ίδιο παράσημο, αλλά έγινε δεκτός στο τάγμα με ένα βαθμό χαμηλότερα). Τον Οκτώβριο του 1770 παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Μιλάνο η όπερα "Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου" (21 επαναλήψεις). Το Μάρτιο του 1771 ολοκληρώθηκε το πρώτο ταξίδι στην Ιταλία. Στον Μότσαρτ είχαν δοθεί στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού μερικές παραγγελίες για συνθέσεις (για την Πάδοβα, το Μιλάνο και τη Βενετία) και έτσι υπήρχε λόγος να ετοιμαστεί το δεύτερο ταξίδι του. Περίπου 5 μήνες αργότερα ξεκινάει πάλι από το Σάλτσμπουργκ για την Ιταλία, όπου έμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1771. Αυτή την εποχή δημιουργήθηκαν το ορατόριο "La betulia liberata" (για την Πάδοβα) και η σερενάτα "Ascanio in Alba" (για το Μιλάνο). Από τον Οκτώβριο 1772 μέχρι το Μάρτιο 1773 πραγματοποιήθηκε το τρίτο ταξίδι του Μότσαρτ στην Ιταλία, κατά τη διάρκεια του οποίου παρουσιάστηκε η όπερα "Lucio Silla" στο Μιλάνο.

Επιστροφή στο Σάλτσμπουργκ

Απόσπασμα από το έργο του Μότσαρτ Ein Muskalischer Spaß.
Λίγο μετά την επιστροφή πατέρα και γιού από το δεύτερο ταξίδι στην Ιταλία πέθανε ο επίσκοπος- πρίγκιπας του Σάλτσμπουργκ , Sigismund von Schrattenbach. Ο νέος εργοδότης της οικογένειας Μότσαρτ, Hieronymus Graf Colloredo, για του οποίου την ενθρόνιση ο νεαρός συνθέτης έγραψε το έργο "Il sogno di Scipione", δεν ήταν ένας πρίγκιπας με νοοτροπία του μπαρόκ, όπως ο Schrattenbach, αλλά εκπρόσωπος του διαφωτισμού, με κλίση προς τις ανανεωτικές ιδέες του ζοζεφινισμού (από το όνομα του αυτοκράτορα Josef (Ιωσήφ)).

Η επόμενη παραμονή του Μότσαρτ στο Σάλτσμπουργκ διακόπηκε μόνο από ταξίδια στη Βιέννη και στο Μόναχο. Αυτή την εποχή ανέπτυξε ο συνθέτης ακόμα περισσότερο την συνθετική τεχνική του, πράγμα που ενισχύθηκε από τη συνάντηση και γνωριμία του με τον Ιωσήφ Χάυδν στη Βιέννη. Αυτή η γνωριμία έμελλε να μετουσιωθεί μουσικά σε έργα που απετέλεσαν την πρώιμη περίοδο του βιεννέζικου κλασικισμού. Αυτή την εποχή απέκτησε η ενόργανη μουσική του Μότσαρτ (συμφωνίες, κοντσέρτα, σερενάτες) μεγαλύτερη σημασία, δίπλα στην εκκλησιαστική μουσική του που προέκυπτε από την υπαλληλική σχέση του στην αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ.

Ένα νεώτερο ταξίδι του Μότσαρτ στο Παρίσι (Σεπτ. 1777 μέχρι Ιαν. 1779), το τελευταίο μεγάλο ταξίδι συναυλιών του συνθέτη, αφενός σκιάστηκε από το θάνατο της μητέρας του στις 3 Ιουλίου 1778, η οποία τον συνόδευε, αφετέρου δεν απετέλεσε μία καλλιτεχνική επιτυχία, η οποία θα συνοδευόταν από τον περιπόθητο διορισμό σε κάποια Αυλή. Αντίθετα, έχασε και τη θέση του στο Σάλτσμπουργκ, μετά από αντιδικία με τον αρχιεπίσκοπο. Ο συνθέτης επαναπροσλήφθηκε μεν μετά από παρέμβαση του πατέρα του, αλλά η επόμενη σύγκρουση ήταν θέμα χρόνου. O Μότσαρτ δεν είχε σκοπό να υποταχτεί στο πρωτόκολλο της Αυλής, το οποίο βέβαια δεν προέβλεπε ρυθμίσεις για μία μουσική ιδιοφυΐα. Λίγο πριν από την αναχώρηση για τη Βιέννη ολοκληρώθηκε η όπερα "Idomeneo" (1780-81) που προοριζόταν για το Μόναχο. Από τον Μάρτιο 1781 βρισκόταν ο Μότσαρτ στη Βιέννη, όπου κορυφώθηκε η σύγκρουσή του με τον αρχιεπίσκοπο, κατάληξη της οποίας ήταν στις αρχές Ιουνίου η παραίτηση/απόλυσή του.

Στην Βιέννη

Το ξεκίνημα του Μότσαρτ στη Βιέννη ήταν ελπιδοφόρο. Σ' ένα από τα πολλά γράμματα στον πατέρα του έγραφε ότι εδώ είναι το σωστό πεδίο δράσης γι' αυτόν και μπορεί να βρει όσους μαθητές ήθελε για διδασκαλία. Ο Μότσαρτ άρχισε να συνθέτει μανιωδώς - περίπου τα μισά από τα έργα του γράφτηκαν στα 10 χρόνια της παραμονής του στη Βιέννη. Σύντομα παρουσιάστηκε σαν διοργανωτής συναυλιών, σαν βιρτουόζος πιανίστας αλλά και σαν μέλος ορχήστρας σε ιδιωτικές συναυλίες (ακαδημίες) σαν μαέστρος σαν σημαντικός συνθέτης. 'Ενα σημαντικό βήμα του Μότσαρτ για την αποδοχή του από την αυτοκρατορική Αυλή απετέλεσε η επιτυχία του με την όπερα "Η απαγωγή από το σεράι" τον Ιούλιο του 1782. Το ίδιο έτος παντρεύτηκε με την Konstanze Weber, νεώτερη αδελφή της νεανικής αγάπης του Αλοΰσια. Αυτός ο γάμος δεν βελτίωσε τη σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν πικραμένος από την εποχή της συγκρούσεως του γιου του με τον αρχιεπίσκοπο. Μέχρι το 1785 ο Μότσαρτ συνέθετε κυρίως έργα για πιάνο και μουσική δωματίου (μεταξύ άλλων τα 6 κουαρτέτα εγχόρδων που αφιέρωσε στον Ιωσήφ Χάυδν). Ιδιαίτερα τα κοντσέρτα για πιάνο του Μότσαρτ βρήκαν σημαντική ανταπόκριση στο βιεννέζικο κοινό και αποτελούν μέχρι σήμερα κορυφαίες δημιουργίες, τόσο του ίδιου του συνθέτη, όσο και του μουσικού αυτού είδους γενικότερα

Η συνεργασία του Μότσαρτ με τον Λορέντσο ντα Πόντε, περίπου από το 1784-85, μετατοπίζει το κέντρο βάρους των συνθετικών δραστηριοτήτων του μεγάλου συνθέτη προς όφελος του δραματικού μουσικού είδους. Αυτή η μεταστροφή ήταν πολύ παρακινδυνευμένη για την καριέρα του Μότσαρτ, δεδομένου ότι ο ντα Πόντε, όταν ρωτήθηκε πόσα σενάρια για όπερες είχε γράψει μέχρι τότε, απάντησε αποστομωτικά στον αυτοκράτορα Ιωσήφ: "Κανένα, Μεγαλειότατε!" Το 1785/86 ανέβηκε η όπερα "Οι γάμοι του Φίγκαρο", το 1787 ο "Ντον Τζιοβάννι". Το δεύτερο έργο ανέβηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στην Πράγα. Το 1787 διορίστηκε επιτέλους ο Μότσαρτ ως αυλικός συνθέτης από τον Ιωσήφ, αλλά οι εποχές είχαν αλλάξει λόγω του πολέμου με τους Τούρκους και η μουσική ζωή της Βιέννης βρισκόταν σε παρακμή. Την ίδια περίπου εποχή με τις όπερες του da Ponte δημιουργήθηκαν μερικές από τις γνωστές συμφωνίες, διάφορα έργα για πιάνο (κοντσέρτα και σονάτες), καθώς και έργα για μουσική δωματίου.

Τελευταία χρόνια

Και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του Μότσαρτ (1789-91) ήταν καλλιτεχνικά και οικονομικά επιτυχημένα. Το γεγονός ότι συσσωρεύονταν χρέη οφείλονται κατά κάποιο μέρος στην κακή διαχείριση του συνθέτη, στις συνεχείς ασθένειες της γυναίκας του, αλλά και σε κάποια ροπή για συμμετοχή του σε τυχερά παιχνίδια. Μετά από ένα ταξίδι του Μότσαρτ ως συνοδός του πρίγκιπα Lichnowsky, παρουσιάστηκε η τελευταία από τις 3 όπερες του ντα Πόντε, Cosi fan tutte (Έτσι κάνουν όλες). Με την τιμητική ανάθεση της πανηγυρικής όπερας, λόγω της στέψης στην Πράγα του Λεοπόλδου του Β', βρήκε ευκαιρία να συνδέσει ο Μότσαρτ την παραδοσιακή όπερα του μπαρόκ με τα σύγχρονα ρεύματα - μία προσπάθεια που δεν αναγνωρίστηκε από την αυτοκρατορική Αυλή. Αντίθετα, η όπερα Ο Μαγικός Αυλός (Die Zauberflöte), που ανέβηκε περίπου παράλληλα, υπήρξε μεγάλη επιτυχία.

Ο Μότσαρτ ήταν ασθενής ήδη από το τέλος του καλοκαιριού του 1791, αλλά στις αρχές Δεκεμβρίου προέκυψε μία δραματική επιδείνωση, η οποία και τον οδήγησε στο θάνατο. Το Ρέκβιεμ (Requiem), μία παραγγελία του κόμητα Φ. Βάλζεγκ-Στούπαχ, έμεινε ημιτελές. Με εντολή της χήρας Κονστάντσε ανέλαβαν να το ολοκληρώσουν αρχικά ο J. Eybler και στη συνέχεια ο Φ. Συσμάιερ (F. X. Suessmayer). Αυτή η μορφή του έργου εκτελείται, συνήθως, μέχρι σήμερα.

Ο Μότσαρτ άφησε, εκτός από τη χήρα του, δύο παιδιά: τον Καρλ (1784-1858), ο οποίος όρισε το Mozarteum του Σάλτσμπουργκ ως γενικό κληρονόμο του, και τον Βόλφγκανγκ (1791-1844), συνθέτη, πιανίστα και μαέστρο περιορισμένου βεληνεκούς. Ο μεγάλος συνθέτης Β. Α. Μότσαρτ κηδεύτηκε φτωχικά (με έξοδα του Δήμου) και ετάφη σε μαζικό τάφο στο νεκροταφείο του Άγιου Marx. Ο τάφος του δεν εντοπίστηκε ποτέ με ακρίβεια, γι' αυτό ο επίσημος τάφος στην πτέρυγα τιμωμένων του κεντρικού νεκροταφείου της Βιέννης (Zentralfriedhof) είναι κενοτάφιο.

Οι μουσικές ικανότητες του Μότσαρτ

Ήδη από την παιδική του ηλικία ο Μότσαρτ έδειξε ότι διέθετε σημαντικές μουσικές ικανότητες, οι οποίες υποστηρίχθηκαν συστηματικά από τον πατέρα του, έναν από τους καλύτερους μουσικούς παιδαγωγούς της εποχής του. Ιδιαίτερα τα ταξίδια σε χώρους με υψηλή μουσική καλλιέργεια έδωσαν σημαντική ώθηση στη συνθετική δραστηριότητα του μεγάλου συνθέτη και βοήθησαν στη δημιουργία ενός χαρακτηριστικού προσωπικού στιλ. Αντίθετα, αμελήθηκε σημαντικά η εκμάθηση διαφόρων τεχνικών της συνθέσεως, με αποτέλεσμα ο Μότσαρτ να έχει διαρκώς ορισμένα προβλήματα, π.χ. με την αντίστιξη. Μόνο στα χρόνια της Βιέννης κατάφερε, μέσω της επαφής του με τον Ιωσήφ Χάυδν και τον φιλόμουσο ευγενή G. van Swieten, αλλά κυρίως λόγω της ενασχολήσεώς του με τα ορατόρια του Χαίντελ, να διορθώσει τις παιδικές παραλείψεις. Όπως και πολλοί άλλοι συνθέτες εκείνης της εποχής, ο Μότσαρτ συνέθετε τα έργα του σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η φήμη, όμως, ότι συνέγραφε τις συμφωνίες χωρίς προετοιμασία, "από το μυαλό", αποτελεί μάλλον καλοπροαίρετη υπερβολή.

De Siris

Δεν Ξεχνώ!!!


Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος

Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποφάσισε στις 2 Νοεμβρίου 2005 να ανακηρύξει την 27η Ιανουαρίου Διεθνή Ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος από το ναζιστικό καθεστώς κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ημερομηνία επιλέχθηκε επειδή στις 27 Ιανουαρίου 1945 τα προελαύνοντα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς - Μπίρκεναου στην Πολωνία.

Το σχέδιο της απόφασης αυτής, που υποβλήθηκε από το Ισραήλ και υποστηρίχθηκε από 89 χώρες, «καλεί τα κράτη - μέλη να επεξεργαστούν προγράμματα εκπαίδευσης που θα μεταδώσουν στις μελλοντικές γενεές τα διδάγματα του Ολοκαυτώματος και να βοηθήσουν να προλαμβάνονται πράξεις γενοκτονίας».


Από: www.sansimera.gr

De Siris

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος


Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στην Αριανζό, κωμόπολη της Καππαδοκίας, από τον Γρηγόριο, επίσκοπο Ναζιανζού (†1η Ιανουαρίου) και την Νόννα (†5 Αυγούστου). Έχει δύο αδέρφια: τον Καισάρειο και τη πασίγνωστη για την ευσέβειά της αδερφή Γοργονία.

Στη Ναζιανζό, διδάσκεται τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ τη μέση στη Καισάρεια, όπου γνωρίζεται με το συμμαθητή του Μ. Βασίλειο. Έπειτα, πηγαίνει κοντά σε περίφημους διδασκάλους της ρητορικής στη Παλαιστίνη και στην Αλεξάνδρεια και, τέλος, στα Πανεπιστήμια της Αθήνας. Οι σπουδές του διήρκεσαν 13 ολόκληρα χρόνια (από 17 έως 30 ετών).

Μετά τις σπουδές στην Αθήνα ο Γρηγόριος επιστρέφει στη πατρίδα του μονολότι του πρόσφεραν έδρα Καθηγητή Πανεπιστημίου. Εκεί, ο πατέρας του, επίσκοπος Ναζιανζού, τον χειροτονεί πρεσβύτερο. Αλλά ο Άγιος Γρηγόριος προτιμά την ησυχία του αναχωρητηρίου στο Πόντο, κοντά στο φίλο του Βασίλειο, για περισσότερη άσκηση στη πνευματική ζωή.

Μετά, όμως, από θερμές παρακλήσεις των δικών του, επιστρέφει στην πατρίδα του και μπαίνει στην ενεργό δράση της Εκκλησίας. Στα 43 του χρόνια ο Θεός τον ανύψωσε στο επισκοπικό αξίωμα. Έδρα του ορίστηκε η περιοχή των Σασίμων την οποία ποτέ δεν ποίμανε λόγω των Αρειανών κατοίκων της.

Όμως, ο θάνατος έρχεται να πληγώσει τη ψυχή του, με αλλεπάλληλους θανάτους συγγενικών προσώπων. Πρώτα του αδερφού του Καισαρείου, έπειτα της αδερφής του Γοργονίας, μετά του πατέρα του και, τέλος, της μητέρας του Νόννας. Μετά απ’ αυτές τις θλίψεις, η θεία Πρόνοια τον φέρνει στην Κωνσταντινούπολη (378), όπου υπερασπίζεται με καταπληκτικό τρόπο την Ορθοδοξία και χτυπά καίρια τους Αρειανούς, που είχαν πλημμυρίσει την Κωνσταντινούπολη.

Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Όλοι οι ναοί της Βασιλεύουσας ήταν στα χέρια των αιρετικών. Όμως ο Άγιος δεν απελπίζεται. Μετατρέπει ένα δωμάτιο στο σπίτι που τον φιλοξενούσαν σε ναό και του δίνει συμβολικό όνομα. Ονομάζει το ναό Αγία Αναστασία δείγμα ότι πίστευε στην ανάσταση της Ορθόδοξης Πίστης.

Οι αγώνες είναι επικίνδυνοι. Οι αιρετικοί ανεβασμένοι πάνω στις σκεπές των σπιτιών του πετούν πέτρες και έτσι ο Άγιος Γρηγόριος δοκιμάζεται πολύ. Στο ναό της Αγίας Αναστασίας εκφωνεί τους περίφημους πέντε θεολογικούς λόγους που του έδωσαν δίκαια τον τίτλο του Θεολόγου.

Μετά το σκληρό αυτό αγώνα, ο Μ. Θεοδόσιος τον αναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (381). Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος τον αναγνώρισε ως Πρόεδρό της. Όμως μια μερίδα επισκόπων τον αντιπολιτεύεται για ευτελή λόγο. Τότε ο Γρηγόριος, αηδιασμένος, δηλώνει τη παραίτησή του, αναχωρεί στη γενέτειρά του Αριανζό και τελειώνει με ειρήνη τη ζωή του, το 390.

Άφησε μεγάλο συγγραφικό έργο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα φιλοσοφημένα 408 ποιήματά του 18.000 περίπου στίχων. Είναι από τα μεγαλύτερα πνεύματα του Χριστιανισμού και από τους λαμπρότερους αθλητές της ορθόδοξης πίστης.

Η τίμια κάρα του φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, στο Άγιο Όρος.

Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 25 Ιανουαρίου.

Από: www.xfe.gr

De Siris

Ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών.


Κοινωνία των Εθνών

Η Κοινωνία των Εθνών (συντομογραφικά ΚτΕ, Κ.τ.Ε. και στα αγγλικά "League of Nations") ήταν Διεθνής Οργανισμός-Σύνδεσμος που ιδρύθηκε το 1919, αμέσως μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Παρίσι. Ιδρύθηκε ως αποτέλεσμα της Συνθήκης των Βερσαλλιών κατόπιν αμερικανικής πρωτοβουλίας και σημείωσε σταθμό στην εξέλιξη των διεθνών σχέσεων, καθώς υπήρξε η πρώτη προσπάθεια για συνεννόηση όλων των κρατών πάνω στα προβλήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα. Στο απόγειό του, μεταξύ 28 Σεπτεμβρίου 1934 και έως τις 23 Φεβρουαρίου 1935, είχε 58 χώρες-μέλη.

Οι στόχοι του Συνδέσμου περιλάμβαναν τον αφοπλισμό, την πρόληψη του πολέμου μέσω της συλλογικής ασφάλειας, τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των χωρών μέσω των διαπραγματεύσεων και της διπλωματίας και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής παγκόσμια. Η φιλοσοφία της διπλωματίας του Συνδέσμου αποτέλεσε θεμελιώδη αλλαγή στη σκέψη από αυτή που επικρατούσε τα προηγούμενα εκατό χρόνια. Ο Σύνδεσμος δεν διέθετε δική του στρατιωτική δύναμη και έτσι εξαρτάτο από τις Μεγάλες Δυνάμεις για να επιβάλει τα ψηφίσματά του, τις οικονομικές κυρώσεις που αποφάσιζε, ή για την παροχή στρατευμάτων, όταν χρειάζονταν από τον Σύνδεσμο. Ωστόσο, οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν συχνά απρόθυμες να διαθέσουν στρατεύματα για αυτούς τους σκοπούς.

Η επιβολή των κυρώσεων του Συνδέσμου μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα των μελών που αναλάμβαναν την τήρησή τους και με δεδομένη την φιλειρηνική ψυχολογία που ακολούθησε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι χώρες ήταν απρόθυμες να αναλάβουν στρατιωτική δράση. Ο Μπενίτο Μουσολίνι, ηγέτης της Ιταλίας, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «Ο Σύνδεσμος είναι πολύ καλός στο να επιβάλλεται όταν οι σπουργίτες φωνάζουν, αλλά εντελώς αδύνατος όταν κυνηγούν οι αετοί».

Μετά από μια σειρά από αξιοσημείωτες επιτυχίες αλλά και ορισμένες αποτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Σύνδεσμος τελικά αποδείχθηκε ανίκανος να εμποδίσει την επιθετικότητα των Δυνάμεων του Άξονα κατά τη δεκαετία του 1930. Η έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου απόδειξε ότι ο Σύνδεσμος είχε αποτύχει στον πρωταρχικό σκοπό του, που ήταν η αποφυγή κάθε Παγκόσμιου Πολέμου στο μέλλον. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) θα αντικαταστήσει τον Σύνδεσμο της Κοινωνίας των Εθνών, που καταργήθηκε επίσημα το 1946, και θα κληρονομήσει μια σειρά από φορείς και οργανισμούς που ιδρύθηκαν από τον Σύνδεσμο.

Ιστορία

Η έννοια μίας ειρηνικής Κοινότητας των Εθνών είχε περιγραφεί ήδη από το 1795, όταν ο Εμμάνουελ Καντ στο έργο του Διαρκής Ειρήνη: Ένα φιλοσοφικό Σχέδιο υπογραμμίζει την ιδέα μιας Κοινωνίας [Συνδέσμου] Εθνών που θα ελέγχει τις συγκρούσεις και θα προωθεί την ειρήνη μεταξύ των κρατών. Επίσης η Διεθνής συνεργασία για την προώθηση της συλλογικής ασφάλειας άρει την καταγωγή της από τη Συναυλία της Ευρώπης και αναπτύχθηκε μετά τους Ναπολεόντιους Πολέμους του 19ου αιώνα, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί το “status quo” μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και έτσι να αποφεύγονται οι πόλεμοι. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε επίσης από την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου με το πρώτο Συνέδριο της Γενεύης για τη θέσπιση νόμων σχετικά με την ανθρωπιστική βοήθεια κατά τη διάρκεια του πολέμου και τις διεθνείς συμβάσεις της Χάγης του 1899 και 1907 που διέπουν τους κανόνες του πολέμου και την ειρηνική διευθέτηση των διεθνών διενέξεων.

Πρόδρομος του Συνδέσμου της Κοινωνίας των Εθνών, υπήρξε η Διακοινοβουλευτική Ένωση (ΔΚΕ/IPU), που έχει σχηματιστεί από τους ακτιβιστές της ειρήνης William Randal Cremer και Frederic Passy το 1889. Ο οργανισμός αυτός είχε διεθνή δραστηριότητα, με το ένα τρίτο των μελών των κοινοβουλίων, στις 24 χώρες που είχαν κοινοβούλια, να υπηρετούν ως μέλη του ΔΚΕ/IPU μέχρι το 1914. Οι στόχοι του ήταν να ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις να επιλύσουν διεθνείς διενέξεις με ειρηνικά μέσα και τη διαιτησία, καθώς και η διοργάνωση ετήσιων συνεδρίων για να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις να βελτιώσουν τις διαδικασίες της διεθνούς διαιτησίας. Στην δομή του ΔΚΕ/IPU υπήρχε ένα Συμβούλιο με επικεφαλής έναν Πρόεδρο, κάτι που αργότερα θα αντικατοπτρίζονταν στη δομή του Συνδέσμου.

Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα δυο μπλοκ εξουσίας εμφανίστηκαν μέσω συμμαχιών μεταξύ των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτές οι συμμαχίες, που τέθηκαν σε ισχύ με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ήταν αυτές που ενέπλεξαν όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις στον πόλεμο. Αυτός ήταν ο πρώτος μεγάλος πόλεμος μεταξύ των βιομηχανικών χωρών και η πρώτη φορά που τα επιτεύγματα της εκβιομηχάνισης (για παράδειγμα η μαζική παραγωγή) χρησιμοποιήθηκαν για πόλεμο. Το αποτέλεσμα αυτής της βιομηχανικής πολεμικής σύγκρουσης είχε έναν άνευ προηγουμένου αριθμό θυμάτων, με οκτώμισι [8,5] εκατομμύρια μέλη των ενόπλων δυνάμεων νεκρούς, περίπου 21 εκατομμύρια τραυματίες και περίπου 10 εκατομμύρια θανάτους αμάχων.

Κατά τον χρόνο που οι εχθροπραξίες τελείωσαν, το Νοέμβριο 1918, ο πόλεμος είχε σοβαρές επιπτώσεις, επηρεάζοντας τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά συστήματα της Ευρώπης και προκαλώντας υλικές και ψυχολογικές βλάβες στην ήπειρο. Το αντιπολεμικό συναίσθημα αυξήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο: ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίσθηκε ως «ο πόλεμος που θα τερματίσει όλους τους πολέμους» και τα πιθανά αίτιά του διερευνήθηκαν επισταμένως. Ως αίτια εντοπίστηκαν και περιλαμβάνονται ο ανταγωνισμός εξοπλισμών, οι συμμαχίες, η μυστική διπλωματία και η ελευθερία των κυρίαρχων κρατών να κηρύττουν πόλεμο για ίδιον όφελος. Ως αντιληπτά διορθωτικά μέτρα για τα αίτια αυτά θεωρήθηκαν, η δημιουργία μιας διεθνούς οργάνωσης της οποίας στόχος θα ήταν να αποφευχθούν μελλοντικά πόλεμοι μέσω του αφοπλισμού, της ανοιχτής διπλωματίας, της διεθνούς συνεργασίας, των περιορισμών στο δικαίωμα κηρύξεων πολέμων και κυρώσεις που έκαναν τον πόλεμο κακή επιλογή για τους λαούς.

Ενώ ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνονταν, μια σειρά από κυβερνήσεις και ομάδες είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσουν σχέδια αλλαγής του τρόπου με τον οποίο οι διεθνείς σχέσεις πραγματοποιούνταν, προκειμένου να προληφθεί η επανάληψη πολέμων.

Η ιδέα για την ίδια την Κοινωνία των Εθνών φαίνεται να έχει δημιουργηθεί από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι (Edward Grey). Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Γούντροου Ουίλσον και ο σύμβουλός του Συνταγματάρχης Έντουαρντ Χάουζ (Edward M. House) υιοθέτησαν με ενθουσιασμό την ιδέα ως μέσο για την αποφυγή τυχόν επανάληψης της αιματοχυσίας που είδε ο κόσμος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών ήταν το κεντρικό θέμα των Δεκατεσσάρων Σημείων για την Ειρήνη του Ουίλσον, ειδικά το τελευταίο σημείο:

Μια γενική ‘Ένωση των Εθνών πρέπει να σχηματιστεί υπό συγκεκριμένες συμφωνίες με σκοπό να παρέχουν αμοιβαίες εγγυήσεις της πολιτικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας τόσο των μεγάλων όσο και των μικρών κρατών εξίσου.

Η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, η οποία επιδίωξε μια μόνιμη ειρήνη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενέκρινε την πρόταση της δημιουργίας της Κοινωνίας των Εθνών (γαλλικά: Société des Nations, γερμανικά: Völkerbund) στις 25 Ιανουαρίου 1919. Το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών συντάχθηκε από ειδική επιτροπή, και ο Σύνδεσμος συστήθηκε από το Μέρος Ι της Συνθήκης των Βερσαλλιών.

Στις 28 Ιουνίου 1919, το Σύμφωνο υπεγράφη από 44 κράτη, συμπεριλαμβανομένων και των 31 κρατών τα οποία είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Τριπλής Αντάντ ή εντάχθηκαν σε αυτή κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Παρά τις προσπάθειες του Ουίλσον να καθορίσει και να προωθήσει τον Σύνδεσμο της Κοινωνίας των Εθνών, για τον οποίο του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1919, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εντάχθηκαν στον Σύνδεσμο. Η Αντιπολίτευση στην αμερικανική Γερουσία, κυρίως από τους ρεπουμπλικάνους πολιτικούς Χένρι Κάμποτ Λοτζ (Henry Cabot Lodge) και Ουίλιαμ Μπόρα (William E. Borah), μαζί με την άρνηση του Ουίλσον για συμβιβασμό, είχε ως αποτέλεσμα οι Ηνωμένες Πολιτείες να μην επικυρώσουν τη Σύμβαση.

Ο Σύνδεσμος διεξήγαγε το πρώτο Συμβούλιο που συνήλθε στο Παρίσι στις 16 Ιανουαρίου 1920, έξι ημέρες μετά από την ημέρα που η Συνθήκη των Βερσαλλιών τέθηκε σε ισχύ. Τον Νοέμβριο η έδρα του Συνδέσμου μεταφέρθηκε στη Γενεύη, όπου την πρώτη Γενική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1920 παρακολούθησαν εκπρόσωποι 41 εθνών.

Γλώσσα και Σύμβολα

Οι επίσημες γλώσσες της Κοινωνίας των Εθνών ήταν η γαλλική, η αγγλική και τα ισπανικά (από το 1920). Ο Σύνδεσμος έλαβε σοβαρά υπόψη την υιοθέτηση της Εσπεράντο ως γλώσσας των εργασιών του και ενθάρρυνε δραστήρια την χρήση της, αλλά η επιλογή αυτή δεν υιοθετήθηκε ποτέ. Το 1921, υπήρξε μια πρόταση από τον Λόρδο Ρόμπερτ Σέσιλ (Robert Cecil) για την εισαγωγή της Εσπεράντο στα δημόσια σχολεία των κρατών-μελών και μια έκθεση προς εξέταση του θέματος αυτού. Όταν η έκθεση αυτή παρουσιάστηκε δύο χρόνια αργότερα, πρότεινε τη διδασκαλία της Εσπεράντο στα σχολεία, μια πρόταση που έγινε αποδεκτή από 11 αντιπροσωπείες. Η ισχυρότερη αντίδραση ήρθε από την γαλλική αντιπροσωπεία, τον Γκαμπριέλ Ανοτό (Gabriel Hanotaux), εν μέρει προκειμένου να προστατευθεί η γαλλική γλώσσα η οποία, ισχυριζόταν, ήταν ήδη η διεθνής γλώσσα. Η επιφύλαξη της γαλλικής αντιπροσωπείας έγινε δεκτή, εκτός από το τμήμα που αφορούσε την διδασκαλία της Εσπεράντο στα σχολεία.

Η Κοινωνία των Εθνών δεν διέθετε ούτε επίσημη σημαία ούτε λογότυπο. Προτάσεις για τη θέσπιση ενός επίσημου συμβόλου έγιναν κατά τη διάρκεια της σύστασης της Κοινωνίας το 1920, αλλά τα κράτη μέλη δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Ωστόσο, επί μέρους οργανισμοί της Κοινωνίας των Εθνών χρησιμοποίησαν ποικίλα λογότυπα και σημαίες (ή τίποτα από αυτά) στις δικές τους εργασίες. Το 1929 πραγματοποιήθηκε διεθνής διαγωνισμός για να ορισθεί ένα σύμβολο, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα. Ένας από τους λόγους για την αποτυχία αυτή μπορεί να είναι ο φόβος των κρατών - μελών ότι η δύναμη αυτής της υπερεθνικής οργάνωσης θα μπορούσε να αντικαταστήσει τις δικές τους.

Τέλος, το 1939, προέκυψε ένα ημιεπίσημο έμβλημα: δύο πεντάκτινα αστέρια εντός ενός μπλε πενταγώνου. Το Πεντάγωνο και τα αστέρια σημειώνεται πως συμβολίζουν τις πέντε ηπείρους και τις πέντε φυλές της ανθρωπότητας. Σε ένα τόξο της κορυφής και του κάτω μέρους της σημαίας είχε τα ονόματα στα αγγλικά League of Nations και τα γαλλικά Société des Nations. Η σημαία αυτή χρησιμοποιήθηκε στο κτίριο που πραγματοποιήθηκε η Παγκόσμια Έκθεση της Νέας Υόρκης του 1939 και 1940.

Κύρια Όργανα

Η Κοινωνία των Εθνών είχε τέσσερα κύρια όργανα, μια Γραμματεία (με επικεφαλής τον Γενικό Γραμματέα και έδρα της την Γενεύη), ένα Συμβούλιο, μια Εθνοσυνέλευση και το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαίου. Η Κοινωνία είχε επίσης πολλές υπηρεσίες και επιτροπές. Έγκριση για κάθε δράση απαιτείται τόσο με ομοφωνία του Συμβουλίου όσο και της πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση.

Διάλυση και Παρακαταθήκη

Το Παλάτι των Εθνών, που σήμερα στεγάζει τα γραφεία του ΟΗΕ στη Γενεύη

Καθώς η κατάσταση στην Ευρώπη εξελισσόταν σε ανοιχτό πόλεμο, η Εθνοσυνέλευση μετέφερε αρκετή ισχύ στο Γενικό Γραμματέα στις 30 Σεπτεμβρίου 1938 και 14 Δεκεμβρίου 1939 ώστε να επιτρέψει στην ΚτΕ να συνεχίσει νόμιμα να υφίσταται και να εκτελούνται μειωμένες λειτουργίες. Η έδρα της Κοινωνίας των Εθνών, το Παλάτι των Εθνών, παρέμενε ελεύθερο -καθώς ήταν σε ελβετικό έδαφος- για έξι περίπου έτη, μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Η τελική συνεδρίαση της Κοινωνίας των Εθνών πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1946 στη Γενεύη. Σύνεδροι από 43 κράτη συμμετείχαν στη Εθνοσυνέλευση. Αυτή η συνεδρίαση ασχολήθηκε με την εκκαθάριση της Κοινωνίας των Εθνών: περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου $ 22.000.000 το 1946, συμπεριλαμβανομένου του Παλατιού της Ειρήνης και των αρχείων της ΚτΕ, μεταβιβάστηκαν στον ΟΗΕ, αποθεματικά κεφάλαια επιστράφηκαν στα έθνη που τα είχαν καταβάλει, και τα χρέη της ΚτΕ διευθετήθηκαν. Ο Ροβέρτος Σέσιλ λέγεται ότι συνόψισε το συναίσθημα που επικρατούσε στη συγκέντρωση κατά τη διάρκεια της ομιλίας του προς την τελική Εθνοσυνέλευση όταν είπε:

Ας αναφέρουμε με τόλμη ότι η επιθετικότητα, όπου και αν εμφανίζεται και όπως και αν υποστηρίζεται, είναι ένα διεθνές έγκλημα απέναντι στο οποίο κάθε ειρηνόφιλο κράτος έχει την υποχρέωση να αντιστέκεται και να χρησιμοποιεί όποια δύναμη είναι απαραίτητη για να το συντρίψει, ότι ο μηχανισμός της Χάρτας, καθόλου λιγότερο από τον μηχανισμό της Σύμβασης, είναι επαρκής για αυτό το σκοπό αν χρησιμοποιηθεί σωστά, και ότι κάθε έντιμος πολίτης κάθε κράτους πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί οποιαδήποτε θυσία προκειμένου να διατηρηθεί η ειρήνη ... Τολμώ να τονίσω στο ακροατήριό μου ότι το μεγάλο έργο της ειρήνης δεν αναπαύεται μόνο στα στενά συμφέροντα των δικών μας λαών, αλλά ακόμα περισσότερο σε εκείνες τις σπουδαίες αρχές του σωστού και του λάθους από τις οποίες τα έθνη, όπως και τα άτομα, εξαρτώνται.

Η Κοινωνία των Εθνών πέθανε. Ζήτω τα Ηνωμένα Έθνη.

Η πρόταση διάλυσης της Κοινωνίας των Εθνών πέρασε ομόφωνα: «Η Κοινωνία των Εθνών, παύει να υφίσταται εκτός από τα σχετικά με την εκκαθάριση των υποθέσεών της». Η πρόταση διάλυσης της ΚτΕ επίσης καθόρισε την ημερομηνία του τέλους του Οργανισμού ως την επόμενη ημέρα μετά το κλείσιμο της Εθνοσυνέλευσης. Στις 19 Απριλίου 1946 ο Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, ο Νορβηγός Κάρλ Χάμπρο, δήλωσε πως «η εικοστή πρώτη και η τελευταία σύνοδος της Γενικής Εθνοσυνέλευσης της Κοινωνίας των Εθνών έκλεισε» Ως αποτέλεσμα, η Κοινωνία των Εθνών έπαψε να υφίσταται στις 20 Απριλίου 1946.

Ο καθηγητής Ντέιβιντ Κένεντι υπέδειξε ότι η Κοινωνία των Εθνών είναι μια μοναδική στιγμή, όπου οι διεθνείς σχέσεις «θεσμοθετήθηκαν» σε αντίθεση με τις πριν τον Α' Παγκόσμιου Πολέμου μεθόδους των νόμων και της πολιτικής.

Κατά την Διάσκεψη της Τεχεράνης το 1943, οι Συμμαχικές Δυνάμεις συμφώνησαν να δημιουργήσουν ένα νέο όργανο που θα αντικαταστήσει την ΚτΕ: τα Ηνωμένα Έθνη. Πολλοί φορείς της ΚτΕ, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας συνέχισαν να λειτουργούν και τελικά συνδέθηκαν με τον ΟΗΕ. Η διάρθρωση των Ηνωμένων Εθνών επρόκειτο να τον καταστήσει αποτελεσματικότερο από την ΚτΕ. Οι κύριοι Σύμμαχοι του Β' Παγκόσμιου Πολέμου (το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σοβιετική Ένωση, η Γαλλία, οι ΗΠΑ και η Κίνα) αποτέλεσαν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ: Αυτές οι νέες «Μεγάλες Δυνάμεις» απέκτησαν σημαντική διεθνή επιρροή, αντικατοπτρίζοντας το Συμβούλιο της ΚτΕ. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι δεσμευτικές για όλα τα μέλη του ΟΗΕ· ωστόσο, δεν απαιτούνται ομόφωνες αποφάσεις, σε αντίθεση με το Συμβούλιο της ΚτΕ. Στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ παραχωρήθηκε επίσης το δικαίωμα του βέτο στις αποφάσεις του Συμβουλίου έτσι ώστε να προστατεύουν τα ζωτικά τους συμφέροντα, κάτι το οποίο εμπόδισε τα Ηνωμένα Έθνη να ενεργήσουν αποφασιστικά σε πολλές περιπτώσεις.

Όπως και η ΚτΕ, ο ΟΗΕ δεν έχει δικές του ένοπλες δυνάμεις, όμως είχε μεγαλύτερη επιτυχία από την ΚτΕ στην επίκληση των μελών του για ένοπλες επεμβάσεις, όπως κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας και της αποστολής στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ο ΟΗΕ σε ορισμένες περιπτώσεις αναγκάστηκε να βασιστεί στις οικονομικές κυρώσεις. Ο ΟΗΕ έχει επίσης μεγαλύτερη επιτυχία από την ΚτΕ στην προσέλκυση μελών από τις χώρες του κόσμου, καθιστώντας τον πιο αντιπροσωπευτικό.

Από: www. el.wikipedia.org

De Siris

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Η καθιέρωση του Πολιτικού Γάμου


Η καθιέρωση του Πολιτικού Γάμου

To 1982 εισήχθη και στη χώρα μας ο πολιτικός γάμος, 200 χρόνια μετά την καθιέρωσή του από τη Γαλλική Επανάσταση. Μέχρι τότε ίσχυε η υποχρεωτική ιερολογία του γάμου (θρησκευτικός γάμος), που είχε καθιερωθεί με Νεαρά του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού το 893 μ.Χ. («Μη ερρώσθαι τα συνοικέσια άνευ της ιεράς ευλογίας»).

Η ελληνική πολιτεία, αναγνωρίζοντας μόνο τον θρησκευτικό γάμο, παραβίαζε τη θεμελιώδη αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας και δημιουργούσε μια σειρά από προσωπικά αδιέξοδα σε αλλόθρησκους, άθεους και όσους ήθελαν να συνάψουν τέταρτο γάμο.

Η αναγνώριση του πολιτικού γάμου στην Ελλάδα ήταν μία από τις πρώτες αποφάσεις που έλαβε η υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου «Κυβέρνηση της Αλλαγής». Μία βαθιά εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση, αλλά και μια πράξη συμβιβασμού με ένα προαιώνιο θεσμό, όπως η Εκκλησία.
Θεσμοθετήθηκε με τον νόμο 1250/82 (ΦΕΚ Α 46/07.04.1982), που κατέστησε ίσου κύρους τον πολιτικό και τον θρησκευτικό γάμο (διαζευκτικό σύστημα), χωρίς ο νομοθέτης να προχωρήσει στο υποχρεωτικό του πολιτικού γάμου, όπως ζητούσε η προοδευτική διανόηση και ήταν το καθεστώς στις Δυτικές Χώρες. Μεγάλη ήταν η αντίδραση στο χώρο της Εκκλησίας, η οποία κάμφθηκε από τη διάθεση συνδιαλλαγής του τότε αρχιεπισκόπου Σεραφείμ.

Το σχετικό νομοσχέδιο εισήχθη προς συζήτηση στη Βουλή στις 17 Φεβρουαρίου 1982 και ψηφίστηκε στις 22 Μαρτίου, με τις αρνητικές ψήφους της Νέας Δημοκρατίας. Με το Προεδρικό Διάταγμα 391 (ΦΕΚ Α 73/18.06.1982) καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την τέλεση του πολιτικού γάμου.

Σε επίπεδο δημοφιλίας, η κυριαρχία του θρησκευτικού γάμου έναντι του πολιτικού είναι στις μέρες μας σχεδόν απόλυτη, με το ποσοστό των θρησκευτικών γάμων να ξεπερνά το 90% του συνολικού αριθμού. Η θρησκευτικότητα του λαού μας, αλλά και η τάση επίδειξης του νεοέλληνα, λόγω και της λαμπρότητας της τελετής, συμβάλλουν στη συντριπτική αποδοχή του θρησκευτικού γάμου από την ελληνική κοινωνία.

Από την άλλη πλευρά, οι δημοτικές αρχές, που έχουν αναλάβει την τέλεση των πολιτικών γάμων, τον αντιμετωπίζουν μάλλον ως μία απλή διεκπεραίωση, όπως παραδείγματος χάριν εκδίδουν ένα πιστοποιητικό γέννησης.


De Siris

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Αποποινικοποίηση της μοιχείας.


Η ιστορία της μοιχείας

Η σεξουαλική σχέση ενός παντρεμένου ατόμου με άτομο διαφορετικό από τον ή την σύζυγό του είναι μοιχεία ή όπως την ορίζουν οι νομικοί η παράβαση της συζυγικής πίστης που συνίσταται στην εξώγαμη κατά φύση συνουσία μεταξύ δύο ετεροφύλων προσώπων τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έγγαμο. Η μοιχεία είναι τόσο παλιά όσο και ο θεσμός του γάμου και της οικογένειας. Η κοινωνική της απαξία ποικίλλει από εποχή σε εποχή, από κοινωνία σε κοινωνία και από πολιτισμό σε πολιτισμό.

Ο κώδικας του Χαμουραμπί (18ος αιώνας π.Χ.) στη Βαβυλώνα προέβλεπε για τη μοιχεία την ποινή του θανάτου με πνιγμό. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι τιμωρούσαν ακόμη και με την ποινή τον θανάτου τη μοιχαλίδα, ενώ η ποινή για τον μοιχό δεν ήταν αυστηρή.

Οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μουσουλμανισμός) είναι κατηγορηματικές στην καταδίκη της μοιχείας, υπακούοντας στην έβδομη εντολή που έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ: Ου μοιχεύσεις. Κι ενώ Ιουδαϊσμός και Χριστιανισμός αρκούνται σε εκκλησιαστικά επιτίμια, στα κράτη όπου εφαρμόζεται η Σαρία (ισλαμικός θρησκευτικός νόμος), οι ποινές είναι ιδιαίτερα απάνθρωπες, κυρίως για τις γυναίκες (ραβδισμοί ή λιθοβολισμός).

Πιο ανεκτικοί εμφανίζονται οι Ινδουιστές, οι Εσκιμώοι και ορισμένοι λαοί της Αφρικής και της Πολυνησίας. Στην Ευρώπη και την Αμερική η μοιχεία αποτελούσε ή και εξακολουθεί να αποτελεί λόγο διαζυγίου. Η γενικότερη τάση για ισότητα των δύο φύλων έχει οδηγήσει σχεδόν σε όλες τις χώρες αυτών των περιοχών σε αποποινικοποίηση της μοιχείας.

Στη χώρα μας, η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα σχεδόν από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Σύμφωνα με το άρθρο 286 του Ποινικού Νόμου της Βαυαροκρατίας που ίσχυσε έως τις 31 Δεκεμβρίου 1950, η διάπραξη μοιχείας χαρακτηριζόταν ως πλημμέλημα. Παρέμεινε ως πλημμέλημα και με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ίσχυσε από την 1η Ιανουαρίου 1951. Στο άρθρο 357 προβλεπόταν ποινή ενός έτους για τους μοιχούς, ενώ το έγκλημα εδιώκετο μόνο με έγκληση του παθόντος συζύγου. Η μοιχεία κρινόταν ατιμώρητη όταν υπήρχε διάσταση των συζύγων ή ανοχή του παθόντος συζύγου. Οι δράστες έπρεπε να συλληφθούν επ' αυτοφώρω για να στοιχειοθετηθεί ευκολότερα η κατηγορία, γι' αυτό συνέβαιναν κωμικοτραγικές σκηνές κατά τη διαπίστωση του εγκλήματος (χαρακτηριστική είναι η κωμωδία του Ντίνου Δημόπουλου «Η βίλα των οργίων», παραγωγής 1964, με πρωταγωνιστές τους Λάμπρο Κωνσταντάρα και Διονύση Παπαγιαννόπουλο).

Η μοιχεία αποποινικοποιήθηκε στη χώρα μας από την κυβέρνηση της «Αλλαγής», στο πλαίσιο της φιλελευθεροποίησης του πλέγματος των διατάξεων που αφορούσαν το Οικογενειακό Δίκαιο. Η Εκκλησία της Ελλάδος αντέδρασε, υποστηρίζοντας ότι «η αποποινικοποίηση της μοιχείας θα κλονίσει τα θεμέλια της οικογένειας και του γάμου» (21 Ιανουαρίου 1982). Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου δεν έκανε πίσω και κατάργησε το άρθρο 357 του Ποινικού Κώδικα με το άρθρο 8 του Νόμου 1272/82, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 20 Αυγούστου 1982.

Όσον αφορά στις αστικές συνέπειες, με το Νόμο 1329/1983 η μοιχεία έπαψε να αποτελεί απόλυτο λόγο διαζυγίου. Μπορεί, όμως, να επιφέρει τη λύση του γάμου μόνο αν κριθεί ότι από αυτή έχουν διαταραχθεί τόσο σοβαρά οι συζυγικές σχέσεις, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα (άρθρο 1439 Α.Κ).


De Siris

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Φεντερίκο Φελίνι


Federico Fellini
Ο Φεντερίκο Φελίνι ήταν Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου του 1920 στο Ρίμινι. Όταν έγινε 12 χρονών, το έσκασε από το σπίτι του για να ακολουθήσει ένα τσίρκο. Ένα στοιχείο που μαζί με πολλά άλλα, εξηγεί την αγάπη του για τους κλόουν που εμφανίζονται σε όλα τα έργα του.

Στα 17 του, εγκατέλειψε την ηρεμία της επαρχιακής λουτρόπολης, στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, για να πάει στη Ρώμη. Εκεί έζησε αρχικά σαν σκιτσογράφος και στη συνέχεια γράφοντας παρλάτες και σκετς για κομφερανσιέ και άλλους καλλιτέχνες του music hall.

Το 1943, σε ηλικία 23 ετών, παντρεύτηκε την ηθοποιό Τζουλιέτα Μασίνα, πλάι στην οποία έζησε 50 χρόνια, μέχρι το θάνατο του. Το 1946 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Ρομπέρτο Ροσελίνι. Το 1954 κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, το 1960 το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Το 1956, το 1961 και το 1974 κέρδισε το βραβείο της Ένωσης Κριτικών της Νέας Υόρκης.

Πήρε τέσσερις φορές, το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας: το 1956 για το La Strada, το 1957 για το Le Notti Di Cabiria, το 1963 για το 8 ½ και το 1974 για το Amarcord.

Το 1993 η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου του απένειμε Τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο του έργου του. Πέθανε στη Ρώμη στις 31 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς.

Φιλμογραφία.

Intervista - Η Συνέντευξη (1987)
E la Nave Va - Και το Πλοίο Φεύγει - ΑΚΑ : And the Ship Sails On (1983)
La Citta delle Donne - Η Πόλη των Γυναικών (1980)
Prova d`orchestra - Πρόβα Ορχήστρας (1978)
Il Casanova di Federico Fellini - Καζανόβα (1977)
Amarcord (1976)
Il Casanova di Federico Fellini - Καζανόβα (1976) ....Σκηνοθετης
Roma - Ρόμα (1972)
Satyricon - Σατυρικόν (1971)
Sweet Charity (1969)
Histoires extraordinaires - Τα Πνεύματα των Νεκρών (1968)
8 1/2 (1964)
La Dolce Vita - Γλυκιά Ζωή (1962)
I Vitelloni - Οι Βιτελόνι (1958)
La Strada - Ο Δρόμος (1957)
Le Notti di Cabiria - Οι Νύχτες της Καμπίρια (1957)
Il Bidone - Η Απατη (1955)
La Strada - Ο Δρόμος (1954)
I Vitelloni - Οι Βιτελόνι (1953)
Roma, Citta aperta - Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη (1945) (συγγραφέας)


De Siris